τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ,
Βούλας, Βουλιαγμένης καί ΒάρηςἈγαπητοί μου ἀδελφοί,
«Προστασίαν καί σκέπην ζωῆς ἐμῆς τίθημι, σέ
Θεογεννῆτορ Παρθένε, σύ μέ κυβέρνησον πρός τόν λιμένα σου.......».
Ἑορτάζοντας τήν ἑορτή τῆς Παναγίας μας,
θέλησα νά μιλήσω στίς καρδιές σας,
μέ ἕνα κείμενο γραμμένο μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ἀγάπης τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ, πρός τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας:
«Κάποιο ἀπόγευμα, αὐτές τίς μέρες,
ἔσυρα τά πόδιά μου, στῆς Ἐκκλησιᾶς τά λημέρια.
Πάτησα στά ἁγιασμένα χώματα τοῦ νάρθηκα,
μόλις, πού ἤμουν ἕτοιμος νά καταρρεύσω,
ἀπό τόν θόρυβο τοῦ κόσμου.
Ἠχοῦσαν ἀκόμη στά αὐτιά μου
οἱ κραυγές τοῦ λαοῦ,
ἤ οἱ φωνές τῆς μάζας.
Παντοῦ χαλάσματα καί συντρίμμια,
στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων
καί στά λιθάρια τοῦ ἄψυχου πολιτισμοῦ.
Ἐδῶ καί αἰῶνες ἔτσι εἶναι αὐτή ἡ πατρίδα,
γεμάτη πέτρες καί σπασμένες κολῶνες.
Ἄλλη φορά ἔπαιρναν τά λιθάρια
καί ἔκτιζαν μιά Ἁγία Τράπεζα,
καί λειτουργοῦσαν πάνω στά χαλάσματα,
καί ἀνασταινόταν ὁ τόπος,
κι ἄλλη φορά, ἄφηναν τά ἐρείπια ἀλειτούργητα,
καί τό μόνο πού ἔμενε,
ἦταν τά ἔσοδα ἀπό τά τέλη εἰσόδου τῶν ξένων ἐπισκεπτῶν.
Θά ἤθελα κι ἐγώ νά μαζέψω τά συντρίμμια τῆς ζωῆς μου
καί πάνω τους, νά κτίσω μιάν Ἁγία Τράπεζα, μέσα στήν καρδιά μου.
Γνώριζα πόσο ἀδύναμος ἤμουν
καί ἐπιθυμοῦσα κάποιος νά κυβερνήσει
τίς αἰσθήσεις μου, τό νοῦ μου καί τήν καρδιά μου.
Οἱ στίχοι τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος,
ἦρθαν σάν δροσερό ἀεράκι στήν ἐσκοτισμένη διάνοιά μου,
«Παρθένε, σύ μέ κυβέρνησον πρός τόν λιμένα σου.....».
Τό ἀποφάσισα:
Ἡ Μητέρα τοῦ Λόγου καί Παρθένος θά γινόταν Κυβερνήτης μου.
Γνώριζα, πώς ἔπρεπε νά δώσω μάχη πνευματική,
γιά νά ἀποφύγω, ὅπως ὁ Ἰσραήλ,
«τήν αἰγυπτίαν μοχθηρίαν» τῶν πειρασμῶν.
Οἱ ὕμνοι τοῦ ποιητοῦ τῆς Παρακλήσεως
ἐχάραξαν τό πλαίσιο τῆς περαιτέρω πορείας μου:
«Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς» καί
«Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί».
Ἔπρεπε νά ἀσκηθῶ καί νά μάθω,
πρῶτον, τούς τρόπους, πού ἡ μακραίωνη Ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση
δέν συνδυαζόταν καί δέν διαλεγόταν μέ τούς πειρασμούς,
καί δεύτερον, νά νικήσω τά «νοσηρά πάθη» μου.
Μέσα ἀπό τή νέα αὐτή προοπτική,
εἶδα τόν ταραγμένο γύρω μου κόσμο,
μέ ἄλλη ματιά καί ἄλλη βεβαιότητα.
Τώρα βρισκόμουν κάτω ἀπό τή σκέπη καί τήν προστασία
μιᾶς «ἄλλης» κυβερνήσεως,
τῆς κυβερνήσεως Ἐκείνου, πού εἶναι μαζί Του.
«πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί», ὁ «Πρόδρομος Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου».
Δέν ἔπρεπε μέν νά κλείσω τά μάτια μου στήν ταραχή τοῦ κόσμου,
ἀλλά οὔτε νά συμπαρασύρωμαι σέ στεῖρες διαμαρτυρίες.
Θά γινόμουν ἔτσι ἕνας ἀληθινός πολίτης, αὐτῆς τῆς νέας μου κυβερνήσεως.
Δέν χρειαζόταν πλέον νά ἔχω ταραχή καί ἀγωνία, ψάχνοντας,
«Πρός τίνα καταφύγω; Ποῦ προσδράμω λοιπόν, καί σωθήσομαι;
Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν;
Ποίαν θερμήν ἀντίληψιν; Ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσιν βοηθόν;»
ü Οἱ πολίτες αύτοῦ τοῦ πολιτεύματος
δέν προσκυνοῦν κανέναν δυνατό τῆς γῆς,
προκειμένου νά ἀποκτήσουν μεγαλύτερο
μερίδιο τοῦ ἐθνικοῦ εἰσοδήματος,
ἀλλά μόνο στήν Δέσποινα τοῦ κόσμου «γόνυ κλίνουν»,
ü Οἱ πολίτες αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος
στήν Παναγία στρέφονται, στίς στιγμές
«τῶν ἀμετρήτων ἀναγκῶν καί θλίψεων»,
ü Οἱ πολίτες αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος
σ’ Αὐτήν καί πάλι ἀπευθύνονται
στόν καιρό τῶν «συμφορῶν» καί τῶν «λυπηρῶν τρικυμιῶν»
λέγοντας «χεῖρά μοι δός βοηθείας».
Ἄκουσα, ἐκεῖ στά ἀγαπημένα χώματα τῆς αὐλῆς τοῦ Κυρίου,
τό Βιβλικό στίχο, πού ἔγινε ὕμνος, προσευχή καί παράκληση:
«Σύ μου ἰσχύς, Κύριε, σύ μου καί δύναμις,
σύ Θεός μου, σύ καί ἀγαλλίαμα».
Γνώριζα, πλέον, πώς «αὐλές»
καί συστήματα τοῦ κόσμου, δέν θά ὑπηρετοῦσα,
οὔτε τή ζωή μου πάνω τους καί στίς παροχές τους θα στήριζα.
Ὁ Βιβλικός στίχος τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος
ἔδινε ὁριστικό τέλος στήν ὁποιαδήποτε ἐξάρτηση τῆς ζωῆς μου,
ἀπό τούς λεγόμενους «δυνατούς» τῆς γῆς:
«Τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον
καί αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις».
Ἡ ἡμέρα τελείωνε,
μιά καινούργια ἡμέρα ἄρχιζε.
Ἔξω οἱ ἀπελπισμένες μάζες,
συνέχιζαν νά καταστρέφουν,
τά ἀπομεινάρια τοῦ πολιτισμοῦ τους.
Θά εἶχαν τήν λεβεντιά
νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ἄν δέν τήν εἶχαν, αὐτήν τήν λεβεντιά,
τότε αὐτός ὁ τόπος ἔπασχε ἀπό ἔλλειψη λαοῦ.
Λίγο παρακεῖ μέσα στά μεγαλοπρεπῆ κτίρια,
πάνω στά τραπέζια τῶν κέντρων ἀποφάσεων,
ἡ μάζα τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἡγετῶν τοῦ τόπου
ἔθαπτε τά ἐναπομείναντα λιθάρια,
ἑνός μακραίωνος πολιτισμοῦ.
Θά εἶχαν τήν λεβεντιά
νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ἄν δέν τήν εἶχαν, αὐτήν τήν λεβεντιά,
τότε αὐτός ὁ τόπος ἔπασχε ἀπό ἔλλειψη ἀρχόντων καί ἡγετῶν.
Τί θά γινόταν ἕνας τόπος χωρίς λαό καί ἄρχοντες,
πού μποροῦν νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ποιός θά ἔμενε ὄρθιος, γιά νά βαστάσει
«τό βάρος καί τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας» ;
Ἡ ἀπάντηση ἤχησε στό νοῦ μου,
μέσα ἀπό τά κατανυκτικά τροπάρια τῆς Παρακλήσεως:
«Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός σου».
Ναί, σ’αὐτόν τον τόπο ὑπάρχει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ,
τῆς κυβερνήσεως Ἐκείνου, πού εἶναι μαζί Του,
«πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί» ὁ «Πρόδρομος Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου».
Σκεπτόμουν δοξολογικά μέσα στόν θόρυβο τοῦ ὄχλου:
«Πάτερ, Λόγε, Πνεῦμα, Τριάς ἡ ἐν Μονάδι,
ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων»,
«Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεήμων,
ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων».
Δῶσε μας Κύριε τή Χάρη καί τή Δύναμη,
γιά νά εἴμαστε πάντοτε λαός Σου,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου».
Ἄς εὐχηθοῦμε, μέ τίς πρεσβεῖές Της, νά ἀνταποκριθοῦμε
στό κάλεσμα τῆς προσκλήσεως Αὐτῆς,
καί νά ζοῦμε κάθε μέρα, ὡς ἀληθινός λαός Της.
Μέ πατρικές ἑόρτιες εὐχές, ἐν Κυρίῳ,
Ὁ Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις καί Ποιμενάρχης Σας
† Ο ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ
Θεογεννῆτορ Παρθένε, σύ μέ κυβέρνησον πρός τόν λιμένα σου.......».
Ἑορτάζοντας τήν ἑορτή τῆς Παναγίας μας,
θέλησα νά μιλήσω στίς καρδιές σας,
μέ ἕνα κείμενο γραμμένο μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ἀγάπης τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ, πρός τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας:
«Κάποιο ἀπόγευμα, αὐτές τίς μέρες,
ἔσυρα τά πόδιά μου, στῆς Ἐκκλησιᾶς τά λημέρια.
Πάτησα στά ἁγιασμένα χώματα τοῦ νάρθηκα,
μόλις, πού ἤμουν ἕτοιμος νά καταρρεύσω,
ἀπό τόν θόρυβο τοῦ κόσμου.
Ἠχοῦσαν ἀκόμη στά αὐτιά μου
οἱ κραυγές τοῦ λαοῦ,
ἤ οἱ φωνές τῆς μάζας.
Παντοῦ χαλάσματα καί συντρίμμια,
στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων
καί στά λιθάρια τοῦ ἄψυχου πολιτισμοῦ.
Ἐδῶ καί αἰῶνες ἔτσι εἶναι αὐτή ἡ πατρίδα,
γεμάτη πέτρες καί σπασμένες κολῶνες.
Ἄλλη φορά ἔπαιρναν τά λιθάρια
καί ἔκτιζαν μιά Ἁγία Τράπεζα,
καί λειτουργοῦσαν πάνω στά χαλάσματα,
καί ἀνασταινόταν ὁ τόπος,
κι ἄλλη φορά, ἄφηναν τά ἐρείπια ἀλειτούργητα,
καί τό μόνο πού ἔμενε,
ἦταν τά ἔσοδα ἀπό τά τέλη εἰσόδου τῶν ξένων ἐπισκεπτῶν.
Θά ἤθελα κι ἐγώ νά μαζέψω τά συντρίμμια τῆς ζωῆς μου
καί πάνω τους, νά κτίσω μιάν Ἁγία Τράπεζα, μέσα στήν καρδιά μου.
Γνώριζα πόσο ἀδύναμος ἤμουν
καί ἐπιθυμοῦσα κάποιος νά κυβερνήσει
τίς αἰσθήσεις μου, τό νοῦ μου καί τήν καρδιά μου.
Οἱ στίχοι τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος,
ἦρθαν σάν δροσερό ἀεράκι στήν ἐσκοτισμένη διάνοιά μου,
«Παρθένε, σύ μέ κυβέρνησον πρός τόν λιμένα σου.....».
Τό ἀποφάσισα:
Ἡ Μητέρα τοῦ Λόγου καί Παρθένος θά γινόταν Κυβερνήτης μου.
Γνώριζα, πώς ἔπρεπε νά δώσω μάχη πνευματική,
γιά νά ἀποφύγω, ὅπως ὁ Ἰσραήλ,
«τήν αἰγυπτίαν μοχθηρίαν» τῶν πειρασμῶν.
Οἱ ὕμνοι τοῦ ποιητοῦ τῆς Παρακλήσεως
ἐχάραξαν τό πλαίσιο τῆς περαιτέρω πορείας μου:
«Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς» καί
«Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί».
Ἔπρεπε νά ἀσκηθῶ καί νά μάθω,
πρῶτον, τούς τρόπους, πού ἡ μακραίωνη Ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση
δέν συνδυαζόταν καί δέν διαλεγόταν μέ τούς πειρασμούς,
καί δεύτερον, νά νικήσω τά «νοσηρά πάθη» μου.
Μέσα ἀπό τή νέα αὐτή προοπτική,
εἶδα τόν ταραγμένο γύρω μου κόσμο,
μέ ἄλλη ματιά καί ἄλλη βεβαιότητα.
Τώρα βρισκόμουν κάτω ἀπό τή σκέπη καί τήν προστασία
μιᾶς «ἄλλης» κυβερνήσεως,
τῆς κυβερνήσεως Ἐκείνου, πού εἶναι μαζί Του.
«πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί», ὁ «Πρόδρομος Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου».
Δέν ἔπρεπε μέν νά κλείσω τά μάτια μου στήν ταραχή τοῦ κόσμου,
ἀλλά οὔτε νά συμπαρασύρωμαι σέ στεῖρες διαμαρτυρίες.
Θά γινόμουν ἔτσι ἕνας ἀληθινός πολίτης, αὐτῆς τῆς νέας μου κυβερνήσεως.
Δέν χρειαζόταν πλέον νά ἔχω ταραχή καί ἀγωνία, ψάχνοντας,
«Πρός τίνα καταφύγω; Ποῦ προσδράμω λοιπόν, καί σωθήσομαι;
Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν;
Ποίαν θερμήν ἀντίληψιν; Ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσιν βοηθόν;»
ü Οἱ πολίτες αύτοῦ τοῦ πολιτεύματος
δέν προσκυνοῦν κανέναν δυνατό τῆς γῆς,
προκειμένου νά ἀποκτήσουν μεγαλύτερο
μερίδιο τοῦ ἐθνικοῦ εἰσοδήματος,
ἀλλά μόνο στήν Δέσποινα τοῦ κόσμου «γόνυ κλίνουν»,
ü Οἱ πολίτες αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος
στήν Παναγία στρέφονται, στίς στιγμές
«τῶν ἀμετρήτων ἀναγκῶν καί θλίψεων»,
ü Οἱ πολίτες αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος
σ’ Αὐτήν καί πάλι ἀπευθύνονται
στόν καιρό τῶν «συμφορῶν» καί τῶν «λυπηρῶν τρικυμιῶν»
λέγοντας «χεῖρά μοι δός βοηθείας».
Ἄκουσα, ἐκεῖ στά ἀγαπημένα χώματα τῆς αὐλῆς τοῦ Κυρίου,
τό Βιβλικό στίχο, πού ἔγινε ὕμνος, προσευχή καί παράκληση:
«Σύ μου ἰσχύς, Κύριε, σύ μου καί δύναμις,
σύ Θεός μου, σύ καί ἀγαλλίαμα».
Γνώριζα, πλέον, πώς «αὐλές»
καί συστήματα τοῦ κόσμου, δέν θά ὑπηρετοῦσα,
οὔτε τή ζωή μου πάνω τους καί στίς παροχές τους θα στήριζα.
Ὁ Βιβλικός στίχος τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος
ἔδινε ὁριστικό τέλος στήν ὁποιαδήποτε ἐξάρτηση τῆς ζωῆς μου,
ἀπό τούς λεγόμενους «δυνατούς» τῆς γῆς:
«Τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον
καί αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις».
Ἡ ἡμέρα τελείωνε,
μιά καινούργια ἡμέρα ἄρχιζε.
Ἔξω οἱ ἀπελπισμένες μάζες,
συνέχιζαν νά καταστρέφουν,
τά ἀπομεινάρια τοῦ πολιτισμοῦ τους.
Θά εἶχαν τήν λεβεντιά
νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ἄν δέν τήν εἶχαν, αὐτήν τήν λεβεντιά,
τότε αὐτός ὁ τόπος ἔπασχε ἀπό ἔλλειψη λαοῦ.
Λίγο παρακεῖ μέσα στά μεγαλοπρεπῆ κτίρια,
πάνω στά τραπέζια τῶν κέντρων ἀποφάσεων,
ἡ μάζα τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἡγετῶν τοῦ τόπου
ἔθαπτε τά ἐναπομείναντα λιθάρια,
ἑνός μακραίωνος πολιτισμοῦ.
Θά εἶχαν τήν λεβεντιά
νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ἄν δέν τήν εἶχαν, αὐτήν τήν λεβεντιά,
τότε αὐτός ὁ τόπος ἔπασχε ἀπό ἔλλειψη ἀρχόντων καί ἡγετῶν.
Τί θά γινόταν ἕνας τόπος χωρίς λαό καί ἄρχοντες,
πού μποροῦν νά κτίσουν Ἅγιες Τράπεζες πάνω στά ἐρείπια;
Ποιός θά ἔμενε ὄρθιος, γιά νά βαστάσει
«τό βάρος καί τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας» ;
Ἡ ἀπάντηση ἤχησε στό νοῦ μου,
μέσα ἀπό τά κατανυκτικά τροπάρια τῆς Παρακλήσεως:
«Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός σου».
Ναί, σ’αὐτόν τον τόπο ὑπάρχει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ,
τῆς κυβερνήσεως Ἐκείνου, πού εἶναι μαζί Του,
«πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί» ὁ «Πρόδρομος Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου».
Σκεπτόμουν δοξολογικά μέσα στόν θόρυβο τοῦ ὄχλου:
«Πάτερ, Λόγε, Πνεῦμα, Τριάς ἡ ἐν Μονάδι,
ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων»,
«Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεήμων,
ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων».
Δῶσε μας Κύριε τή Χάρη καί τή Δύναμη,
γιά νά εἴμαστε πάντοτε λαός Σου,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου».
Ἄς εὐχηθοῦμε, μέ τίς πρεσβεῖές Της, νά ἀνταποκριθοῦμε
στό κάλεσμα τῆς προσκλήσεως Αὐτῆς,
καί νά ζοῦμε κάθε μέρα, ὡς ἀληθινός λαός Της.
Μέ πατρικές ἑόρτιες εὐχές, ἐν Κυρίῳ,
Ὁ Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις καί Ποιμενάρχης Σας
† Ο ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ