αλλά και την επάνοδο στο προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς σχετικά με το χρόνο κτήσης του εισοδήματός τους.
Στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου για το νέο φορολογικό σύστημα, απέστειλε στο υπουργείο Οικονομικών πολυσέλιδο υπόμνημα, στο οποίο διατυπώνει τις προτάσεις του για τις νέες νομοθετικές παρεμβάσεις που επιχειρεί η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με το ΔΣΑ, η επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες πρέπει να καταργηθεί γιατί:
- Η επιβολή του είναι απολύτως ασύμβατη προς το δικηγορικό λειτούργημα. Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζει, από το κοινοτικό δίκαιο δεν απορρέει καμία υποχρέωση επιβολής του στις δικηγορικές υπηρεσίες, ούτε από την κατοχύρωση της δικηγορίας ως δημόσιου λειτουργήματος, ενώ το μέτρο επιβαρύνει δυσβάσταχτα τον πολίτη, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δικαιούται έννομης προστασίας.
- Δημιουργεί πρόσθετες στρεβλώσεις στην περίπτωση του legal aid και στις δίκες που αφορούν τον καθορισμό της αποζημίωσης στην αναγκαστική απαλλοτρίωση. Όπως τονίζει, ο ΦΠΑ θα έπρεπε να υπολογίζεται επί της δικηγορικής αμοιβής όπως αυτή καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις και να καταβάλλεται στο δικηγόρο από το Ελληνικό Δημόσιο, εντούτοις υπολογίζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ως μέρος της ως άνω καθορισμένης αμοιβής.
Ο ΔΣΑ ζητεί να διευκρινιστεί από τις αρχές ότι δεν συνιστά φορολογική παράβαση η απουσία έγγραφης συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πολίτη ως προς το ύψος της δικηγορικής αμοιβής και ότι δεν επηρεάζει την αναγνώριση της σχετικής δαπάνης ως εκπεστέας για τον εντολέα.
Παράλληλα, αντιτίθεται και στη μεταβολή ως προς το χρόνο έκδοσης της Απόδειξης Παροχής Υπηρεσιών. Όπως αναφέρει, αυτό έχει ως συνέπεια το εισόδημα να θεωρείται κτηθέν με μόνη την παροχή της υπηρεσίας παραγνωρίζοντας όχι μόνον την οικονομική συγκυρία, αλλά και το γεγονός ότι κατά κανόνα μεσολαβεί πολύ μεγάλο διάστημα από τη σύνταξη και κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, οπότε και είθισται να καταβάλλεται η αμοιβή του δικηγόρου.
Στο υπόμνημά τους οι δικηγόροι προτείνουν και μια σειρά αλλαγών στο φορολογικό νόμο, καθώς όπως υποστηρίζουν υπάρχουν πολλές αυθαίρετες διατάξεις «που στοχεύουν στην πάση θυσία εύρεση φορολογητέας ύλης», τονίζοντας ότι το υπουργείο πρέπει να δώσει έμφαση στην αντιμετώπιση των καθυστερήσεων στην επιστροφή των οφειλόμενων φόρων και της μη δυνατότητας συμψηφισμού τους με τις φορολογικές οφειλές των πολιτών.
Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζουν αυθαίρετο και αδικαιολόγητο το μέτρο που επιβάλλει την αντικατάσταση της πλήρους έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα των εισφορών σε ασφαλιστικά ταμεία με μείωση από το φόρο σε ποσοστό 20% για εισοδήματα μέχρι 40.000 € και 10% για το τμήμα των εισφορών που αναλογεί στο πέραν των 40.000 € εισόδημα, τη στιγμή που για τους μισθωτούς εκπίπτει το σύνολο των εισφορών τους από το εισόδημά τους από μισθωτές υπηρεσίες.
Επίσης, προτείνει:
- Να μην ξεπερνά την 5ετία το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους.
- Να γενικευθεί, ανεξάρτητα από την κάλυψη του αφορολόγητου ορίου, η έκπτωση δαπανών από το εισόδημα βάσει αποδείξεων.
- Να υπάρξει κωδικοποίηση όλων των φορολογικών διατάξεων για να εκκαθαριστεί η φορολογική νομοθεσία από διατάξεις που έχουν καταργηθεί ή δεν ισχύουν στην πράξη.
- Την κατάργηση του αναλογικού παραβόλου στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές.
- Αλλαγές στις διατάξεις για τις αναστολές επί φορολογικών δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες δίδονται πλέον πολύ δύσκολα (μόνο σε περίπτωση προφανούς βασιμότητας του ενδίκου μέσου).
- Να συνδέεται ο φόρος που καταβάλλεται λόγω της κατοχής περιουσίας, με το εισόδημα που παράγεται από αυτή.