Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την περίοδο που ήταναρμόδιος για τη διεύρυνση Επίτροπος της Ένωσης.
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε ο Φινλανδός να γίνει μέρος της ελληνικής καθημερινότητας, από τη στιγμή που διαδέχτηκε τον Χοακίν Αλμούνια στη θέση του Επιτρόπου για την οικονομία. Και μάλιστα, στην εποχή της μεγάλης κρίσης, που επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης, την Ελλάδα, και έφερε την Αθήνα στο επίκεντρο της διεθνούς ανησυχίας.
Σε αυτή τη διαδρομή, ο Όλι Ρεν υπήρξε υπέρμαχος μια στοργικής ευρωπαϊκής αγκαλιάς προς τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα, θέτοντας ωστόσο πολύ συχνά, περίπου ως προαπαιτούμενο, τη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.
Η συναίνεση δεν ήρθε ποτέ, η Ευρώπη όμως υποχρεώθηκε να παράσχει στην Ελλάδα τη βοήθεια που θα έκανε τις αγορές να αναζητήσουν αλλού… θύματα. Με τη Συμφωνία των Βρυξελλών, της 21ης Ιουλίου, τέθηκαν οι βάσεις για την πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, δηλαδή πρωτίστως και κυρίως της Ελλάδας.
Μόνο που από τότε πέρασε σχεδόν ένας μήνας, και η Ευρώπη έχει αφήσει τις τύχες της στα χέρια του προέδρου του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, Τσαρλς Νταλάρα, ο οποίος έχει πάρει πάνω του την άσκηση πειθούς στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να συμμετάσχει στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, επαναγοράζοντας ελληνικά ομόλογα.
Η αδράνεια αυτή, σε συνδυασμό με τις παράπλευρες συνέπειες από το θρίλερ με την επέκταση του ορίου δανεισμού της αμερικανικής οικονομίας, κατέστησε ευάλωτη την υπόλοιπη ευρωζώνη. Κυρίως την Ιταλία και την Ισπανία, με το Βέλγιο να αποτελεί τον επόμενο στόχο των αγορών, και τη Γαλλία με τη Γερμανία να μοιάζουν ως τα «πετράδια του στέμματος», για όσους κατ’ επάγγελμα φιλοδοξούν να γίνουν πλούσιοι, μέσω της δυστυχίας των λαών, και της κατάρρευσης των οικονομιών.
Μπροστά σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Όλι Ρεν… πήρε και πάλι τον λόγο. Στέλνοντας εκ νέου τελεσίγραφα. Αυτή τη φορά όμως, όχι με παραλήπτη την Ελλάδα, και όχι με ζητούμενο τη συναίνεση των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Αλλά με αποδέκτη τις Βρυξέλλες, ως σημειολογικό κέντρο των αποφάσεων για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης.
Ο Όλι Ρεν κάλεσε τις «μεγάλες δυνάμεις» να θέσουν άμεσα σε εφαρμογή τις αποφάσεις που προέκυψαν από τη Συμφωνία των Βρυξελλών. Επισημαίνοντας ότι όσο περισσότερο καθυστερούν, τόσο θα βαθαίνει η κρίση στην Ευρώπη. Και τόσο πιο δύσκολη θα καθίσταται η απόπειρα υπέρβασης ενός αδιεξόδου το οποίο έχει απλώσει πέπλο μελαγχολίας στο όραμα μιας πολιτικά Ενωμένης Ευρώπης. Που θα είχε την ευκαιρία να κυριαρχήσει, απέναντι στις παραπαίουσες Ηνωμένες Πολιτείες, και σε μια Κίνα που χρειάζεται χρόνο για να διαδραματίσει ρόλο ηγέτιδας δύναμης.