Το ενδιαφέρον είναι ιδιαίτερο, όχι μόνο γιατί στην έκθεση προβάλλεται ένα πιθανό μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης σε κάθε βαθμίδα της, αλλά και γιατί στη σύνταξή της έχει συμμετάσχει και ο καθηγητής της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του τμήματος ΦΠΨ, Παναγιώτης Παπακωνσταντίνου.
Η έκθεση τιτλοφορείται «EducationPolicyadviceforGreece» και συντάχθηκε φέτος, ενώ άλλα μέλη της ομάδας που εργάστηκε για τη σύνταξή της, της «taskforce», πλην του κ. Παπακωνσταντίνου, είναι οιΓκάμπι Χόστενς, τέως γραμματέας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Βέλγιο, Ζόρζε Πεντρέιρα, τέως γραμματέας υπουργείου Παιδείας Πορτογαλίας, Μάικλ Σάτοκ από το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και ο δεύτερος Έλληνας της ομάδας, ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόεδρος της ομάδας εργασίας ήταν ο Έιμς μακ Γκίνες, μέλος του Εθνικού Κέντρου Διαχείρισης Ανώτατης Εκπαίδευσης των ΗΠΑ. Η έκθεση υπογράφεται από τον πρόεδρο του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία και μέχρι στιγμής, είναι διαθέσιμη μόνο στα αγγλικά.
Ποσοτικά κριτήρια
Η βασική της αρχή μάλλον…δεν θα αρέσει ιδιαίτερα στις συνδικαλιστικές εκπαιδευτικές ενώσεις (άλλωστε ήδη η ΟΛΜΕ έχει εκδώσει ανακοίνωση, βλ. πιο κάτω), καθώς σταθμίζει την εκπαίδευση ως επιτυχημένη, αν είναι ικανοποιητική η σχέση απόδοσης για κάθε μαθητή με το ποσό που δαπανά το κράτος γι αυτόν. Το κριτήριο όμως για την απόδοση είναι μάλλον σχετικό (όπως είναι και τα περισσότερα, ποσοτικά στην εκπαίδευση παγκόσμια): Πρόκειται για το PISA, σε ελεύθερα ελληνικά το πρόγραμμα του ΟΟΣΑ για την αξιολόγηση μαθητών που «τρέχει» σε όλες τις χώρες-μέλη του πανίσχυρου οργανισμού.
Επίσης, η έκθεση είναι από αντίθετη έως επιθετική σε κομμάτια της λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης: στο πανεπιστημιακό άσυλο, στην πολιτική δραστηριότητα των φοιτητών και στο μερίδιο συμμετοχής τους στη διοίκηση, στο κεντρικό σύστημα διοίκησης. Διακριτικά, προσπερνάει με μια απλή αναφορά στο άρθρο 16 του Συντάγματος που ουσιαστικά απαγορεύει την ιδιωτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, ενώ είναι πολύ καλά πληροφορημένη για τη διάρθρωση του συστήματος, αλλά και για τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Λέει για παράδειγμα ότι η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως ύψιστο αγαθό, με μεγάλο κομμάτι των οικογενειακών προϋπολογισμών να επενδύεται εκεί, αλλά και ότι τα τελευταία χρόνια έχει πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των τμημάτων, ειδικά των ΤΕΙ, αρκετά από τα οποία όμως δεν έχουν φοιτητές.
Υποστηρικτική του νόμου
Η έκθεση είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό υποστηρικτική του νέου νόμου-πλαίσιο που φέρνει η κυβέρνηση. Επικαλείται πολύ συχνά δηλώσεις της υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου από την ανάληψη του υπουργείου και οι παρατηρήσεις βαδίζουν σχεδόν παράλληλα με τις προβλέψεις του νόμου ή και ισχύουσες αποφάσεις του υπουργείου. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι η αριθμητική σχέση μαθητών-εκπαιδευτικών στην Ελλάδα είναι μικρότερη από το μέσο αριθμό των περισσότερων χωρών του οργανισμού και υποδεικνύει ως λύση τις συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων. Παρατηρεί πάντως ότι πολλά σχολεία στην Ελλάδα είναι σε απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές, αισιοδοξεί όμως ότι «αποτελεί πρόκληση η εφαρμογή του συστήματος που δοκιμάστηκε επιτυχημένα σε άλλες χώρες».
Αντιδρούν οι καθηγητές
Η ΟΛΜΕ ήταν η πρώτη ένωση που αντέδρασε στην έκθεση και το περιεχόμενό της. Κατηγόρησε την… υπουργό Παιδείας, λέγοντας ότι πρόκειται για μια «κατά παραγγελίαν έκθεση, η σύνταξη της οποίας κόστισε 127.653 €, χωρίς να υπολογίσουμε τους φόρους και τις κρατήσεις που σκοπό έχει να ενισχύσει την Κυβέρνηση και την Τρόικα στην προσπάθειά τους να λάβουν ακόμα πιο επώδυνες αποφάσεις για τη δημόσια εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς». Οι καθηγητές παρατηρούν επίσης ότι γίνονται αρκετές συγκρίσεις με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά όχι για παράδειγμα με τα ωράρια των καθηγητών σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Γαλλία, όπου είναι μικρότερα (σχεδόν τα μισά) σε σχέση με τα δικά τους. Η ΟΛΜΕ καταλήγει στην ανακοίνωση τονίζοντας ότι «καμιά σοβαρή αλλαγή στην εκπαίδευση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αναγκαία αύξηση των δαπανών και χωρίς την ουσιαστική και πολύπλευρη στήριξη των εκπαιδευτικών, την ενεργό συμμετοχή τους και τη σύμφωνη γνώμη τους».