Με τη χρήση των διευκολύνσεων αυτών, αποκτούν παράλληλα και δυνατότητα απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα έως και πέντε χρόνια.
Το πράσινο φως για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης ανάβει χθεσινή εγκύκλιος του υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Ντίνου Ρόβλια, με την οποία παρέχονται διευκρινίσεις για τη διαδικασία χορήγησης της αδείας ή του μειωμένου ωραρίου που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Για χρονικό διάστημα έως πέντε έτη, αντί για δύο που ίσχυε έως σήμερα, οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα να παίρνουν άδεια άνευ αποδοχών. Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου και σχετική θετική γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Στην αίτησή τους, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αναφέρουν συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους επιθυμούν τη χορήγηση της αδείας, οι οποίοι θα συνεκτιμηθούν από το υπηρεσιακό συμβούλιο σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας.
Παράλληλα, μπορούν με αίτησή τους να ζητήσουν τη μείωση των ωρών εργασίας τους μέχρι και 50%, με αντίστοιχη μείωση των μηνιαίων αποδοχών. Η απασχόληση με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, ενώ δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουν εάν επιθυμούν μείωση των ημερήσιων ωρών ή λιγότερες ημέρες εργασίας την εβδομάδα.
Στο διάστημα που βρίσκονται σε άδεια άνευ αποδοχών ή κάνουν χρήση του μειωμένου ωραρίου μπορούν να εργάζονται και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό την προϋπόθεση να έχουν λάβει σχετική έγκριση από το υπηρεσιακό τους συμβούλιο. Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες ή δικηγορικό επάγγελμα, έχουν όμως δικαίωμα ύστερα από άδεια της υπηρεσίας να συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
Οι διευκολύνσεις αυτές αφορούν το τακτικό προσωπικό και το προσωπικό με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου που απασχολείται σε υπηρεσίες του στενού δημόσιου τομέα, σε ΝΠΔΔ καθώς και σε δήμους και περιφέρειες της χώρας. Η περίοδος που κάνουν χρήση αδείας ή μειωμένου ωραρίου δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής απασχόλησης, δηλαδή δεν λογίζεται ως συντάξιμος. Σύμφωνα, όμως, με την εγκύκλιο η χρήση των διευκολύνσεων «δεν αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο για τον υπάλληλο», δηλαδή δεν θα έχει καμία επίπτωση στην εξέλιξη τους στην υπηρεσία ή κατά τη διαδικασία των κρίσεων.
Στόχος των ρυθμίσεων είναι - όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα - «αφενός η αντιμετώπιση σοβαρών λόγων που επικαλείται ο υπάλληλος και αναφέρονται όχι μόνο στον ίδιο αλλά και σε άτομα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, αφετέρου δε και σε ανάλογη εξοικονόμηση οικονομικών πόρων ενόψει και των δημοσιονομικών συνθηκών».