Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν το τελευταίο δεκαήμερο προκαλούν πανικό μια και συνδυάζουν τη ραγδαία μείωση του ΑΕΠ με ανεργία - ρεκόρ, την καταναλωτική εμπιστοσύνη σε ιστορικά χαμηλά και την οικοδομική δραστηριότητα σε ελεύθερη πτώση. Εάν αυτό το δούμε μαζί με τη συνεχιζόμενη μείωση των καταθέσεων (που πλέον δεν φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά απλώς σηκώνονται για να πληρώσουν τους φόρους που επιβάλλονται αθρόα από την κυβέρνηση), τότε έχουμε μπροστά μας ένα θανατηφόρο οικονομικό κοκτέιλ που δείχνει ύφεση χωρίς τέλος. Ένα σπιράλ θανάτου, όπως το έλεγαν παλαιότερα οι οικονομολόγοι, όπου δεν υπάρχει προοπτική εξόδου από την κρίση, χωρίς τουλάχιστον ένα ισχυρό σοκ, αφού κανένας δείκτης ή δραστηριότητα δεν δείχνει ότι μπορεί με κάποιον τρόπο να «ανακάμψει» για να βοηθήσει τους υπόλοιπους. Ας δούμε τα δεδομένα:
ΑΕΠ και ανεργία
Το δεύτερο τρίμηνο του 2011 το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 6,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010 και η πτώση του διαμορφώθηκε στα 40,9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα διορθωμένα μη εποχικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Με βάση τα νέα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, το πρώτο τρίμηνο του 2011 το ΑΕΠ είχε μειωθεί κατά 8,1%. Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη ανακοίνωσή της η ΕΛΣΤΑΤ είχε εκτιμήσει την πτώση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο στο... 5,5%!
Τον μήνα Μάιο η ανεργία εκτινάχθηκε στο 16,6% από 15,8% τον Απρίλιο. Δηλαδή σε ποσοστό 1% σε έναν μήνα, και μάλιστα σε μία περίοδο που αρχίζουν οι προσλήψεις των εποχικών υπαλλήλων που απασχολούνται στον τουρισμό.
Έναν χρόνο πριν, τον Μάιο του 2010, η ανεργία βρισκόταν στο 12%. Έτσι, μέσα σε έναν χρόνο «γράψαμε» σχεδόν 300.000 νέους ανέργους. Το σύνολο των απασχολουμένων υποχώρησε σε 4.131.528 άτομα και πλέον αυτοί που δουλεύουν στην Ελλάδα είναι λιγότεροι από όσους δεν απασχολούνται. Οι άνεργοι έφτασαν τους 822.719, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός φτάνει πια τα 4.383.374 άτομα.
Βιομηχανία... καπούτ
Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα του τελευταίου έτους (Ιούνιος 2010 - Ιούνιος 2011) η βιομηχανική παραγωγή έγραψε μείωση της τάξης του 13,1%. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος δείκτης βιομηχανικής παραγωγής της περιόδου Ιανουαρίου - Ιουνίου 2011 έδειξε μείωση 8,8%. Και στην περίπτωση αυτή τα τελικά στοιχεία διαψεύδουν τις εαρινές ενδείξεις που έδειχναν μία μικρή βελτίωση.
Την ίδια στιγμή η διάχυση της κρίσης στην Ευρώπη αρχίζει να κλείνει την αντλία του «οξυγόνου» που έπαιρναν από τις εξαγωγές οι εξωστρεφείς ελληνικές βιομηχανικές ή εξειδικευμένες βιοτεχνικές μονάδες. Και στην περίπτωση αυτή η λεπτομερής ανάγνωση δείχνει την αλήθεια:
♦ Η συνολική αξία των εξαγωγών και αποστολών τον Ιούνιο του 2011 έφτασε τα 1,938 δισ. ευρώ. Εάν ο αριθμός συγκριθεί με τον αντίστοιχο του 2010 (1,427 δισ. ευρώ) παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 35,8%. Αν όμως εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, τότε διαμορφώνεται μια άλλη εικόνα. Το σύνολο των εξαγωγών του Ιουνίου περιορίζεται σε 1,344 δισ. ευρώ έναντι 1,286 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2010, δηλαδή έχει αύξηση 4,5%.
♦ Εάν σε αυτό το ποσοστό αντιπαρατεθεί η αύξηση του Μαΐου, που ήταν σχεδόν 15%, τότε γίνεται κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος στις εξαγωγές. Η συνολική αξία των εξαγωγών και αποστολών χωρίς τα πετρελαιοειδή για το δωδεκάμηνο Ιουλίου 2010 - Ιουνίου 2011 έδειξε αύξηση 13,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο Ιουλίου 2009 - Ιουνίου 2010, ρυθμός που επίσης παρουσιάζει πτωτική τάση.
Κλείνουν σωρηδόν
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με την αγορά ακινήτων σε ιστορικά χαμηλά, δεν είναι τυχαίο ότι και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα παρουσίασε πτώση 30,3% τον Απρίλιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι (με βάση τον όγκο των νέων οικοδομών), ενώ το τετράμηνο Ιανουαρίου - Απριλίου η πτώση ανήλθε στο 49,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2010.
Η δραματική εικόνα δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί και στον δείκτη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που ίσως είναι το σοβαρότερο κριτήριο για την υγεία μιας οικονομίας.
Στην περίπτωση αυτή, όπως καταγράφουν τα στατιστικά στοιχεία, οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση επιδεινώνονται αισθητά και διαμορφώνονται επίσης σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ενώ ιδιαίτερα δυσοίωνες είναι και οι εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η μικρή άνοδος στην πρόθεση για αποταμίευση και στην αγορά εργασίας τον Ιούλιο, μετά τις ιστορικά χαμηλές επιδόσεις τους τον Ιούνιο, δεν αρκεί για να αντιστρέψει την επιδείνωση του συνολικού δείκτη.
Το χειρότερο είναι ότι, μαζί με την καταναλωτική εμπιστοσύνη, ραγδαία πτώση παρουσιάζει και η κατανάλωση. Τα περισσότερα νοικοκυριά χρησιμοποιούν τα μηνιαίο εισόδημα για τα λεγόμενα βασικά, ενώ, παρά την... υψηλή πρόθεση για αποταμίευση, οι τραπεζικοί λογαριασμοί συνεχίζουν να αδειάζουν όχι για να πάνε τα λεφτά στην Ελβετία ή την Κύπρο, αλλά προκειμένου να πληρωθούν οι έκτακτες εισφορές και τα συνεχή χαράτσια ή οι δόσεις των δανείων, που ιδιαίτερα στα κυμαινόμενα στεγαστικά έχουν πάρει τον ανήφορο. Το πρόβλημα από τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης είναι πλέον ορατό σε όλους τους δρόμους της Αθήνας και των μεγάλων επαρχιακών πόλεων, όπου τα εμπορικά καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο αφήνοντας πίσω ως «ίχνος» μία πινακίδα με τη λέξη «μεταφερθήκαμε» ή «διατίθεται», αν ένα μεσιτικό έχει αναλάβει την ενοικίαση... Την κατάσταση αποτύπωσε πριν από μερικές ημέρες και έρευνα της ένωσης των εμπόρων (ΕΣΕΕ), η οποία αναφέρει ότι μέσα σε έναν χρόνο (από πέρυσι τον Αύγουστο) το ποσοστό των κλειστών επιχειρήσεων στο κέντρο της Αθήνας έχει αυξηθεί στο 24% από 17%. Εάν δεν το έχετε αντιληφθεί, πρόκειται για μια αύξηση της τάξης του 42%.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους πάλαι ποτέ εμπορικούς δρόμους, η Σταδίου έχει το πιο μεγάλο πρόβλημα, με το 38% των καταστημάτων να έχει κλείσει, ενώ η Ακαδημίας (με 26%) και η Ερμού (25%) ακολουθούν. Η οδός Πατησίων, ανάλογα με τη γειτονιά, πλήττεται ακόμη περισσότερο, αφού στις πιο υποβαθμισμένες ζώνες της τα λουκέτα φτάνουν το 30%. Μεγάλο πλήγμα έχει υποστεί και η αγορά της Κηφισιάς, η οποία είχε πολλούς πελάτες από άλλες περιοχές, που κάποτε συνδύαζαν τα ψώνια με έναν καφέ στο δροσερό προάστιο. Τώρα που αυτό απλώς... δεν υφίσταται, οι πέντε μεγαλύτεροι εμπορικοί της δρόμοι έχουν λουκέτα αυξημένα σε ποσοστό 24% συγκριτικά με πέρυσι, ενώ τον περασμένο Ιανουάριο η κρίση έδειχνε να μην αγγίζει την περιοχή, με τα λουκέτα μόλις στο 12%. Ακριβώς ίδια η εικόνα και στο (επίσης εμπορικό) Χαλάνδρι, όπου το ποσοστό των κλειστών εμπορικών καταστημάτων αγγίζει το 22%, συγκρινόμενο με το 17% τον περυσινό Αύγουστο. Στον Πειραιά το 21% των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους είναι κλειστό. Πιο ανθεκτική η Καλλιθέα, με τα λουκέτα στην περιοχή της λεωφόρου Θησέως να έχουν «κρατήσει» στο 18%, ποσοστό που εμφανίζουν επίσης το Μαρούσι και η Νέα Ιωνία.
Νέο κύμα λουκέτων εν όψει...
Επιστρέφοντας στα προβλήματα των μεγάλων αστικών κέντρων, οι εκπρόσωποι της αγοράς εκτιμούν ότι με το τέλος των εκπτώσεων θα σημειωθεί ένα ακόμη κύμα κλεισίματος καταστημάτων. Οι προσφορές, για μια ακόμη φορά, δεν δείχνουν να αποφέρουν σημαντικές πωλήσεις (αφού ένα μεγάλο ποσοστό των καταναλωτών απλώς... «δεν έχει για να αγοράσει») και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στο όριο θα οδηγηθούν στο κλείσιμο για να αποφύγουν μεγαλύτερες ζημιές.
Άλλωστε όλοι οι έμποροι και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι ο χειμώνας θα είναι δύσκολος, με ακόμη μεγαλύτερο σφίξιμο στην κατανάλωση λόγω της τριπλής πένσας στην οποία μπαίνουν οι Έλληνες με τη δραματική αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων, την αύξηση των τιμών στα καύσιμα (κυρίως) θέρμανσης και τις ανατιμήσεις που έρχονται από την 1η Σεπτεμβρίου από την αύξηση του ΦΠΑ (από 13 σε 23%) σε βασικά είδη διατροφής που διατίθενται από υπηρεσίες εστίασης.
Η αύξηση θα προκαλέσει ανατιμήσεις σε εκατοντάδες καταναλωτικά προϊόντα, όπως τα αναψυκτικά, τα έτοιμα ροφήματα, ο καφές, οι χυμοί αλλά και σε όσα πωλούνται μέσα από τις μεγάλες αλυσίδες εστίασης (καφές, τυρόπιτα, σάντουιτς, σουβλάκι κ.λπ.), τα «ντελίβερι» και τα κέτερινγκ.
Την πληρώνει ο καταναλωτής
Ήδη οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου διέρρευσαν ότι θα μεταφέρουν στην κατανάλωση την αύξηση αυτή, κάτι που θα πλήξει ταυτόχρονα το εισόδημα των καταναλωτών, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, των οποίων οι πωλήσεις και τα μερίδια εκτιμάται ότι θα πιεστούν ακόμη περισσότερο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν η αύξηση του ΦΠΑ θα φέρει στα κρατικά ταμεία χρήμα, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή αν θα επιδεινώσει περισσότερο μια ήδη ζορισμένη κατάσταση. Οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης αγοράς υποστηρίζουν ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση των τσιγάρων, των ποτών, των καυσίμων και των αυτοκινήτων, τα μέτρα θα φέρουν τελικά μείωση των κρατικών εσόδων της τάξης του 15%. Η κυβέρνηση λέει τώρα ότι επανεξετάζει αυτή την επιλογή, ενώ συζητάει και μια αλλαγή της φορολογίας στην οικοδομή, αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που αποσυρθεί το μέτρο της μετάταξης στον υψηλό ΦΠΑ, αυτό θα αντικατασταθεί από κάποιο... ισοδύναμο, το οποίο ωστόσο πάλι θα αφαιρεί χρήμα από τα εισοδήματα και την κατανάλωση και άρα θα έχει... ισοδύναμες συνέπειες στην ήδη καταρρέουσα οικονομία. Αλλαγή κατεύθυνσης, πάντως, δεν προβλέπεται, αφού οι «γραφές» των δανειστών τηρούνται σαν ευαγγέλιο, όποια επικοινωνιακή διαχείριση κι αν γίνει...
Και στην περιφέρεια
Ραγδαία η αύξηση των λουκέτων και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η οποία άντεχε μέχρι πέρυσι. Έτσι, από 10% το 2010 φτάσαμε στο 20% φέτος το καλοκαίρι. Στην περίπτωση της συμπρωτεύουσας ορισμένοι παραδοσιακοί εμπορικοί δρόμοι, όπως η Μητροπόλεως και η Αγίας Σοφίας, αντέχουν, εμφανίζοντας χαμηλά ποσοστά λουκέτων, με 9% και 8% αντίστοιχα, ενώ άλλοι, όπως η Εγνατία, η Βενιζέλου και η Βασιλίσσης Όλγας, έχουν πληγεί περισσότερο, με το 19%, το 18% και το 18,5% των καταστημάτων να έχουν κλείσει. Στη μέση βρίσκεται η Τσιμισκή, με τα λουκέτα στο 11%.
Πολύ καλύτερη η εικόνα στη Λάρισα, την Καβάλα και το Ηράκλειο Κρήτης με τα λουκέτα στο όριο του 15%, δείχνει ότι στις μικρότερες επαρχιακές πόλεις η αγορά, που συνήθως στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, αντέχει περισσότερο.