tromaktiko: Σε σπιράλ θανάτου χωρίς προοπτική

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Σε σπιράλ θανάτου χωρίς προοπτική



Μπορεί τα προβλήματα της ευρωζώνης να με­τέφεραν προσωρινά τις «πολεμικές ανταπο­κρίσεις» των δελτίων ειδήσεων της τηλεόρασης... σε ένα πιο... ουδέτερο πεδίο (αν μπορεί να θεωρηθεί «ου­δέτερο πεδίο» η σχεδόν υπαρξιακή εμβάθυνση της κρίσης στη ζώνη του ευρώ...), αλλά η δραματική κατά­σταση της ελληνικής οικονομίας δεν αλλάζει. Η (σε έναν βαθμό επικοινωνιακή!) αγωνία για το μέλλον του ευρώ και η σκληρή διαπραγμάτευση μεταξύ των παραγόντων της ευρωζώνης και των «αγορών» δεν μπορεί να καλύψει τον εφιάλτη που ξημερώ­νει για την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα στη χώρα μας. Όλοι πια εκτιμούν ότι από τον Σε­πτέμβριο θα αρχίσει να αποτυπώ­νεται και να λογιστικοποιείται η πιο σκληρή ύφεση στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία. Δεν υπάρχει ούτε ένας αριθμός, ούτε ένας δείκτης που να μην δείχνει αυτήν την εξέλιξη.

Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν το τελευταίο δεκαήμερο προκαλούν πανικό μια και συνδυάζουν τη ρα­γδαία μείωση του ΑΕΠ με ανεργία - ρεκόρ, την καταναλωτική εμπιστο­σύνη σε ιστορικά χαμηλά και την οι­κοδομική δραστηριότητα σε ελεύθε­ρη πτώση. Εάν αυτό το δούμε μαζί με τη συνεχιζόμενη μείωση των κατα­θέσεων (που πλέον δεν φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά απλώς σηκώνονται για να πληρώσουν τους φόρους που επιβάλλονται αθρόα από την κυβέρ­νηση), τότε έχουμε μπροστά μας ένα θανατηφόρο οικονομικό κοκτέιλ που δείχνει ύφεση χωρίς τέλος. Ένα σπιράλ θανάτου, όπως το έλε­γαν παλαιότερα οι οικονομολόγοι, όπου δεν υπάρχει προοπτική εξόδου από την κρίση, χωρίς τουλάχιστον ένα ισχυρό σοκ, αφού κανένας δεί­κτης ή δραστηριότητα δεν δείχνει ότι μπορεί με κάποιον τρόπο να «ανα­κάμψει» για να βοηθήσει τους υπό­λοιπους. Ας δούμε τα δεδομένα:

ΑΕΠ και ανεργία
Το δεύτερο τρίμηνο του 2011 το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 6,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010 και η πτώση του διαμορφώθη­κε στα 40,9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα διορθωμένα μη εποχικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Με βάση τα νέα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, το πρώτο τρί­μηνο του 2011 το ΑΕΠ είχε μειωθεί κατά 8,1%. Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη ανακοίνωσή της η ΕΛ­ΣΤΑΤ είχε εκτιμήσει την πτώση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο στο... 5,5%!

Τον μήνα Μάιο η ανεργία εκτινά­χθηκε στο 16,6% από 15,8% τον Απρίλιο. Δηλαδή σε ποσοστό 1% σε έναν μήνα, και μάλιστα σε μία περί­οδο που αρχίζουν οι προσλήψεις των εποχικών υπαλλήλων που απασχο­λούνται στον τουρισμό.

Έναν χρόνο πριν, τον Μάιο του 2010, η ανεργία βρισκόταν στο 12%. Έτσι, μέσα σε έναν χρόνο «γράψαμε» σχεδόν 300.000 νέους ανέργους. Το σύνολο των απασχολουμένων υπο­χώρησε σε 4.131.528 άτομα και πλέ­ον αυτοί που δουλεύουν στην Ελλά­δα είναι λιγότεροι από όσους δεν απασχολούνται. Οι άνεργοι έφτασαν τους 822.719, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός φτάνει πια τα 4.383.374 άτομα.

Βιομηχανία... καπούτ
Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα του τελευταίου έτους (Ιούνιος 2010 - Ιούνιος 2011) η βιομηχανική παρα­γωγή έγραψε μείωση της τάξης του 13,1%. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος δείκτης βιομηχανικής παραγωγής της περιό­δου Ιανουαρίου - Ιουνίου 2011 έδει­ξε μείωση 8,8%. Και στην περίπτωση αυτή τα τελικά στοιχεία διαψεύδουν τις εαρινές ενδείξεις που έδειχναν μία μικρή βελτίωση.

Την ίδια στιγμή η διάχυση της κρί­σης στην Ευρώπη αρχίζει να κλείνει την αντλία του «οξυγόνου» που έπαιρναν από τις εξαγωγές οι εξω­στρεφείς ελληνικές βιομηχανικές ή εξειδικευμένες βιοτεχνικές μονά­δες. Και στην περίπτωση αυτή η λε­πτομερής ανάγνωση δείχνει την αλή­θεια:

♦ Η συνολική αξία των εξαγωγών και αποστολών τον Ιούνιο του 2011 έφτασε τα 1,938 δισ. ευρώ. Εάν ο αριθμός συγκριθεί με τον αντίστοιχο του 2010 (1,427 δισ. ευρώ) παρουσι­άζει αύξηση της τάξης του 35,8%. Αν όμως εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, τότε διαμορφώνεται μια άλλη εικό­να. Το σύνολο των εξαγωγών του Ιου­νίου περιορίζεται σε 1,344 δισ. ευρώ έναντι 1,286 δισ. ευρώ τον αντίστοι­χο μήνα του 2010, δηλαδή έχει αύ­ξηση 4,5%.

♦ Εάν σε αυτό το ποσοστό αντιπαρα­τεθεί η αύξηση του Μαΐου, που ήταν σχεδόν 15%, τότε γίνεται κατανοη­τό το μέγεθος του προβλήματος στις εξαγωγές. Η συνολική αξία των εξα­γωγών και αποστολών χωρίς τα πετρελαιοειδή για το δωδεκάμηνο Ιου­λίου 2010 - Ιουνίου 2011 έδειξε αύ­ξηση 13,5% σε σύγκριση με το αντί­στοιχο δωδεκάμηνο Ιουλίου 2009 - Ιουνίου 2010, ρυθμός που επίσης παρουσιάζει πτωτική τάση.

Κλείνουν σωρηδόν
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με την αγορά ακινήτων σε ιστορικά χα­μηλά, δεν είναι τυχαίο ότι και η ιδι­ωτική οικοδομική δραστηριότητα πα­ρουσίασε πτώση 30,3% τον Απρίλιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέ­ρυσι (με βάση τον όγκο των νέων οι­κοδομών), ενώ το τετράμηνο Ιανουα­ρίου - Απριλίου η πτώση ανήλθε στο 49,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2010.

Η δραματική εικόνα δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί και στον δείκτη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που ίσως είναι το σοβαρότερο κριτή­ριο για την υγεία μιας οικονομίας.

Στην περίπτωση αυτή, όπως κατα­γράφουν τα στατιστικά στοιχεία, οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση επιδεινώνονται αισθητά και διαμορφώνο­νται επίσης σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ενώ ιδιαίτερα δυσοίωνες είναι και οι εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η μικρή άνο­δος στην πρόθεση για αποταμίευση και στην αγορά εργασίας τον Ιούλιο, μετά τις ιστορικά χαμηλές επιδόσεις τους τον Ιούνιο, δεν αρκεί για να αντιστρέψει την επιδείνωση του συ­νολικού δείκτη.

Το χειρότερο είναι ότι, μαζί με την καταναλωτική εμπιστοσύνη, ραγδαία πτώση παρουσιάζει και η κατανά­λωση. Τα περισσότερα νοικοκυριά χρησιμοποιούν τα μηνιαίο εισόδημα για τα λεγόμενα βασικά, ενώ, παρά την... υψηλή πρόθεση για αποταμί­ευση, οι τραπεζικοί λογαριασμοί συ­νεχίζουν να αδειάζουν όχι για να πάνε τα λεφτά στην Ελβετία ή την Κύπρο, αλλά προκειμένου να πληρωθούν οι έκτακτες εισφορές και τα συνεχή χα­ράτσια ή οι δόσεις των δανείων, που ιδιαίτερα στα κυμαινόμενα στεγαστι­κά έχουν πάρει τον ανήφορο. Το πρόβλημα από τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης είναι πλέ­ον ορατό σε όλους τους δρόμους της Αθήνας και των μεγάλων επαρχια­κών πόλεων, όπου τα εμπορικά κα­ταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο αφήνοντας πίσω ως «ίχνος» μία πινακίδα με τη λέξη «μεταφερθήκα­με» ή «διατίθεται», αν ένα μεσιτικό έχει αναλάβει την ενοικίαση... Την κατάσταση αποτύπωσε πριν από μερικές ημέρες και έρευνα της ένωσης των εμπόρων (ΕΣΕΕ), η οποία αναφέρει ότι μέσα σε έναν χρόνο (από πέρυσι τον Αύγουστο) το πο­σοστό των κλειστών επιχειρήσεων στο κέντρο της Αθήνας έχει αυξηθεί στο 24% από 17%. Εάν δεν το έχετε αντιληφθεί, πρόκειται για μια αύξη­ση της τάξης του 42%.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους πάλαι ποτέ εμπορικούς δρόμους, η Σταδίου έχει το πιο μεγάλο πρόβλη­μα, με το 38% των καταστημάτων να έχει κλείσει, ενώ η Ακαδημίας (με 26%) και η Ερμού (25%) ακολου­θούν. Η οδός Πατησίων, ανάλογα με τη γειτονιά, πλήττεται ακόμη πε­ρισσότερο, αφού στις πιο υποβαθμι­σμένες ζώνες της τα λουκέτα φτά­νουν το 30%. Μεγάλο πλήγμα έχει υποστεί και η αγορά της Κηφισιάς, η οποία είχε πολλούς πελάτες από άλλες περιο­χές, που κάποτε συνδύαζαν τα ψώ­νια με έναν καφέ στο δροσερό προάστιο. Τώρα που αυτό απλώς... δεν υφίσταται, οι πέντε μεγαλύτεροι εμπορικοί της δρόμοι έχουν λουκέ­τα αυξημένα σε ποσοστό 24% συ­γκριτικά με πέρυσι, ενώ τον περα­σμένο Ιανουάριο η κρίση έδειχνε να μην αγγίζει την περιοχή, με τα λου­κέτα μόλις στο 12%. Ακριβώς ίδια η εικόνα και στο (επί­σης εμπορικό) Χαλάνδρι, όπου το ποσοστό των κλειστών εμπορικών καταστημάτων αγγίζει το 22%, συγκρινόμενο με το 17% τον περυσι­νό Αύγουστο. Στον Πειραιά το 21% των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους είναι κλειστό. Πιο ανθεκτική η Καλλιθέα, με τα λουκέτα στην περιοχή της λεωφόρου Θησέως να έχουν «κρατήσει» στο 18%, ποσοστό που εμ­φανίζουν επίσης το Μα­ρούσι και η Νέα Ιωνία.

Νέο κύμα λουκέτων εν όψει...
Επιστρέφοντας στα προβλήματα των μεγά­λων αστικών κέντρων, οι εκπρόσωποι της αγο­ράς εκτιμούν ότι με το τέλος των εκπτώσεων θα σημειωθεί ένα ακόμη κύμα κλεισίματος καταστημάτων. Οι προσφορές, για μια ακόμη φορά, δεν δείχνουν να αποφέρουν σημαντι­κές πωλήσεις (αφού ένα μεγάλο ποσοστό των καταναλωτών απλώς... «δεν έχει για να αγο­ράσει») και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στο όριο θα οδηγηθούν στο κλείσιμο για να αποφύγουν μεγαλύτερες ζημιές.

Άλλωστε όλοι οι έμποροι και οι μικρομε­σαίοι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι ο χειμώ­νας θα είναι δύσκολος, με ακόμη μεγαλύτερο σφίξιμο στην κατανάλωση λόγω της τριπλής πένσας στην οποία μπαίνουν οι Έλληνες με τη δραματική αύξηση των φορολογικών υποχρε­ώσεων, την αύξηση των τιμών στα καύσιμα (κυρίως) θέρμανσης και τις ανατιμήσεις που έρχονται από την 1η Σεπτεμβρίου από την αύ­ξηση του ΦΠΑ (από 13 σε 23%) σε βασικά είδη διατροφής που διατίθενται από υπηρεσίες εστίασης.

Η αύξηση θα προκαλέσει ανατιμήσεις σε εκατοντάδες καταναλωτικά προϊόντα, όπως τα αναψυκτικά, τα έτοιμα ροφήματα, ο κα­φές, οι χυμοί αλλά και σε όσα πωλούνται μέ­σα από τις μεγάλες αλυσίδες εστίασης (κα­φές, τυρόπιτα, σάντουιτς, σουβλάκι κ.λπ.), τα «ντελίβερι» και τα κέτερινγκ.

Την πληρώνει ο καταναλωτής
Ήδη οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλά­δου διέρρευσαν ότι θα μεταφέρουν στην κα­τανάλωση την αύξηση αυτή, κάτι που θα πλή­ξει ταυτόχρονα το εισόδημα των καταναλω­τών, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, των οποίων οι πωλήσεις και τα μερίδια εκτιμάται ότι θα πιεστούν ακόμη περισσότερο.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν η αύξηση του ΦΠΑ θα φέρει στα κρατικά ταμεία χρήμα, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή αν θα επιδεινώσει περισσότερο μια ήδη ζορισμένη κα­τάσταση. Οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης αγοράς υποστηρίζουν ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση των τσιγάρων, των ποτών, των καυσίμων και των αυτοκινήτων, τα μέτρα θα φέρουν τελικά μείωση των κρατικών εσό­δων της τάξης του 15%. Η κυβέρνηση λέει τώρα ότι επανεξετάζει αυτή την επιλογή, ενώ συζητάει και μια αλλα­γή της φορολογίας στην οικοδομή, αλλά, ακό­μη και στην περίπτωση που αποσυρθεί το μέ­τρο της μετάταξης στον υψηλό ΦΠΑ, αυτό θα αντικατασταθεί από κάποιο... ισοδύναμο, το οποίο ωστόσο πάλι θα αφαιρεί χρήμα από τα εισοδήματα και την κατανάλωση και άρα θα έχει... ισοδύναμες συνέπειες στην ήδη καταρ­ρέουσα οικονομία. Αλλαγή κατεύθυνσης, πάντως, δεν προβλέ­πεται, αφού οι «γραφές» των δανειστών τη­ρούνται σαν ευαγγέλιο, όποια επικοινωνιακή διαχείριση κι αν γίνει...

Και στην περιφέρεια
Ραγδαία η αύξηση των λου­κέτων και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η οποία άντε­χε μέχρι πέρυσι. Έτσι, από 10% το 2010 φτάσαμε στο 20% φέτος το καλοκαίρι. Στην περίπτωση της συμπρω­τεύουσας ορισμένοι παρα­δοσιακοί εμπορικοί δρόμοι, όπως η Μητροπόλεως και η Αγίας Σοφίας, αντέχουν, εμφανίζοντας χαμηλά ποσο­στά λουκέτων, με 9% και 8% αντίστοιχα, ενώ άλλοι, όπως η Εγνατία, η Βενιζέλου και η Βασιλίσσης Όλγας, έχουν πληγεί περισσότερο, με το 19%, το 18% και το 18,5% των καταστημάτων να έχουν κλείσει. Στη μέση βρίσκεται η Τσιμισκή, με τα λουκέτα στο 11%.

Πολύ καλύτερη η εικόνα στη Λάρισα, την Καβάλα και το Ηράκλειο Κρήτης με τα λουκέτα στο όριο του 15%, δείχνει ότι στις μικρότερες επαρχιακές πόλεις η αγορά, που συνήθως στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, αντέχει περισσότερο.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!