ζωή πέντε ανθρώπων, η Βρετανία εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις στα γεγονότα αυτά.
Σύμφωνα με τον Ρομέν Γκαρμπέ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Paris-III και συγγραφέα του βιβλίου «Ταραχές ή ενσωμάτωση; Γαλλοβρετανικές συγκρίσεις» (εκδ. Les Presses de Sciences Po, 2011), οι πρόσφατες ταραχές αποκαλύπτουν μια κρίση νέου τύπου: μετά τον ρατσισμό της αστυνομίας κατά τη δεκαετία του ’80 και την έλλειψη κοινωνικής συνοχής το 2001, το στοιχείο που έρχεται σήμερα στο προσκήνιο είναι ο αποκλεισμός ορισμένων κοινωνικών ομάδων από τον καταναλωτισμό, με φόντο τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι ταραχές σηματοδοτούν μια αλλαγή εποχής στη Βρετανία, επισημαίνει ο γάλλος ειδικός. Κλείνουν οριστικά την περίοδο των Νέων Εργατικών και συνιστούν μια μείζονα πρόκληση για τον Ντέιβιντ Κάμερον.
Ο Τόνι Μπλερ είχε γνωρίσει κι αυτός το 2001 ένα κύμα εκτεταμένων ταραχών. Από το κύμα εκείνο, όμως, είχαν πληγεί μόνο οι φτωχές πόλεις της βόρειας Αγγλίας. Και είχαν λάβει μέρος μόνο νεαροί «ασιατικής» καταγωγής, για να χρησιμοποιήσουμε τη συνήθη ορολογία της Βρετανίας για τους ανθρώπους από το Πακιστάν, την Ινδία ή το Μπανγκλαντές.
Οι βίαιες ταραχές είχαν προκληθεί τότε από προκλήσεις ακροδεξιών ομάδων, για να γενικευτούν στη συνέχεια σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Η κυβέρνηση Μπλερ είχε αντιδράσει επιμένοντας στα χωριστά σπίτια και σχολεία που χαρακτηρίζουν αυτές τις πόλεις, όπου οι κοινότητες των «Ασιατών» είναι συγκεντρωμένες στις πιο φτωχές συνοικίες.
Η ανάλυση εκείνη είχε οδηγήσει στην πρώτη επίσημη κριτική του πολυπολιτισμικού μοντέλου και στην υιοθέτηση μιας νέας πολιτικής ενσωμάτωσης, που βασιζόταν στις κοινές αξίες και την κοινωνική συνοχή.
Από ορισμένες απόψεις, οι πρόσφατες ταραχές θυμίζουν περισσότερο εκείνες της εποχής Θάτσερ, που είχαν εκδηλωθεί σε μια αντίστοιχη συγκυρία φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
Το Τότεναμ, όπου ξεκίνησαν όλα αυτή τη φορά, είχε γνωρίσει πολύ βίαιες ταραχές και το 1985, οπότε είχαν γίνει σημαντικές καταστροφές και είχε σκοτωθεί ένας αστυνομικός. Αφορμή ήταν τότε, όπως και τώρα, ο θάνατος ενός μαύρου στη διάρκεια μιας επιχείρησης της αστυνομίας.
Η ερμηνεία που είχε δοθεί περιλάμβανε την κοινωνικοοικονομική καθυστέρηση μιας ομάδας του πληθυσμού, την κρίση των πόλεων και τη ρατσιστική συμπεριφορά της αστυνομίας. Έτσι, δόθηκε έμφαση σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις για να αλλάξει η όψη των υποβαθμισμένων συνοικιών και να βελτιωθούν οι σχέσεις της αστυνομίας με τις μειονότητες.
Πέρα από αυτούς τους παραλληλισμούς, όμως, τονίζει ο Ρομέν Γκαρμπέ, όλα ή σχεδόν όλα είναι σήμερα διαφορετικά. Είναι πιο δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς τις σημερινές ταραχές με βάση τις εθνοτικές εντάσεις ή τον αστυνομικό ρατσισμό, όσο κι αν οι διαστάσεις αυτές είναι παρούσες.
Το προφίλ των ταραχοποιών δεν είναι ενιαίο. Η σύγκρουση με την ακροδεξιά αυτή τη φορά δεν ήταν κυρίαρχη. Και ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ διαφορετικών εθνοτήτων αποτράπηκε. Η δυσπιστία απέναντι στις αρχές ήταν και αυτή τη φορά μεγάλη, αλλά από την περίφημη έκθεση του δικαστή Σκάρμαν για τις ταραχές στο Μπρίξτον, το 1981, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα.
Επιπλέον, πέρα από τις περιοχές που είχαν πληγεί το 1981, αυτή τη φορά οι ταραχές επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς. Λεηλατήθηκε, για παράδειγμα, το κέντρο του Μάντσεστερ, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ. Στις περισσότερες από τις πόλεις όπου σημειώθηκε αναταραχή, επίκεντρο των λεηλασιών ήταν τα εμπορικά κέντρα.
Το καινούργιο στοιχείο αυτών των γεγονότων είναι πράγματι η δίψα για λεηλασία. Οι ειδικοί είχαν προειδοποιήσει: εδώ και αρκετά χρόνια, ο βρετανός γεωγράφος Ντάνι Ντόρλινγκ είχε επισημάνει τους κινδύνους από την αύξηση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων.
Να λοιπόν ένα στοιχείο που πρέπει να προβληματίσει τον Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος μίλησε για μια «άρρωστη» κοινωνία.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, δεν έπαψε να δικαιολογεί την πολιτική των περικοπών με βάση την έννοια του big society: μιας κοινωνίας δηλαδή όπου τις δημόσιες υπηρεσίες δεν θα τις διαχειρίζεται ένα γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό Κράτος, αλλά εθελοντές που θα συμμετέχουν ενεργά στην καθημερινή ζωή της περιοχής τους.
Μένει να φανεί πώς από τα συντρίμμια των ταραχών θα γεννηθεί αυτή η «μεγάλη κοινωνία».
Πηγή: Le Monde , nooz.gr