Η Παιδεία, μαζί με τις αποκρατικοποιήσεις και το φορολογικό είναι κατά δήλωσή του στις προτεραιότητες του πρωθυπουργού.
Και μόνο η ιεράρχησή της δίπλα στις δύο κυρίαρχες επιλογές που έχουν χαρακτήρα εισπρακτικό και συνάμα παράδοσης σε ιδιώτες ζωτικών συμφερόντων της χώρας, επιβεβαιώνει τη στόχευση του ανοίγματος της εκπαίδευσης στην αγορά, με πρόσχημα την βελτίωση της Παιδείας.
Η εμπειρία από τον ενάμισυ χρόνο γιωργαικής διακυβέρνησης έχει προϊδεάσει τους εκπαιδευτικούς και τμήμα της κοινωνίας για το τι θα πει η να είναι η παιδεία στις προτεραιότητες του πρωθυπουργού: δραματικές περικοπές κονδυλίων, συγχωνεύσεις σχολείων, προσεχώς και πανεπιστημίων, αορίστου χρόνου πάγωμα διορισμών, αποψίλωση των σχολείων από εκπαιδευτικό προσωπικό, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, πριμοδότηση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και κολεγίων μέσω της εξίσωσης των πτυχίων με τα μεταλυκειακού χαρακτήρα διπλώματα.
Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων προειδοποιούν με απεργίες και κινητοποιήσεις από Σεπτέμβριο με πρώτη και καλύτερη την ΠΑΣΚ εκπαιδευτικών Π.Ε. η οποία χαρακτήρισε «αίσχος και ντροπή» την απόφαση για περικοπή του κινήτρου απόδοσης, επιπρόσθετα στις μειώσεις που επιβλήθηκαν με τον εφαρμοστικό του μεσοπρόθεσμου νόμου.
Στην ανακοίνωσή της η ΠΑΣΚ εκπαιδευτικών σημειώνει:
«Για τον περήφανο κλάδο των εκπαιδευτικών υπάρχει ένα και μοναδικό χρέος, αυτό του αγώνα, και σίγουρα θα δώσει πάλι την απάντηση, όπως έκανε και το 2006, για να ανατραπούν οι βίαιες και άδικες περικοπές στους πενιχρούς μισθούς μας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι βέβαιο ότι τα σχολεία, εξαιτίας της ανάλγητης και άδικης κυβερνητικής πολιτικής, δε θα ανοίξουν το Σεπτέμβρη».
Την ίδια ώρα η Διδασκαλική Ομοσπονδία μιλά γι αμισθούς – φιλοδώρημα, ενώ η ΟΛΜΕ υπολογίζει ότι οι περικοπές, μαζί με την νέα περικοπή του κινήτρου απόδοσης και τις αναδρομικές κρατήσεις για την ανεργία και το ΤΠΔΥ (που θα εκτοξεύσουν τοποσοστό των κρατήσεων από το 3% στο 7,2%) αλλά και τη μείωση του αφορολόγητου και την «εκτακτη» εισφορά, έχουν οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς σε απώλεια τεσσάρων μισθών ετησίως.
Μέσα σ’ όλα προχωρεί η άγρια ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η παράδοσή τους στα χέρια των ιδιωτών, η απογύμνωση του επαγγέλματος παό το χαρκτήρα του λειτουργήματος και η υποβάθμισή του στο επίπεδο της ανειδείκευτης εργασίας.
Ενδεικτικό είναι το επιχειρησιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Εργασίας «Κοινωνική Εργασία» στο οποίο η ΟΛΜΕ εκφράζει την αντίθεσή της. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Ομοσπονδίας:
«Με το πρόγραμμα αυτό η Κυβέρνηση προωθεί ακόμη περισσότερο την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και δημιουργεί μεσαιωνικές συνθήκες για τους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς. Οι άνεργοι υπογράφουν σύμβαση με φορείς που είναι κυρίως μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) αλλά ακόμα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, και στη συνέχεια υπενοικιάζονται από τους φορείς αυτούς στους δήμους για να εργαστούν.
Μετά τις συμβάσεις αναπληρωτών ΕΣΠΑ, που εφάρμοσε για πρώτη φορά πέρυσι η Κυβέρνηση, τώρα οι άνεργοι εκπαιδευτικοί θα καλούνται να δουλέψουν στο δημόσιο σχολείο αλλά ως εργαζόμενοι σε ιδιώτη εργοδότη και στους δήμους. Σημαντικοί εκπαιδευτικοί τομείς υπάγονται στα προγράμματα αυτά, καθώς με τους τίτλους υπηρεσίες φροντίδας, δράσεις για παιδιά και νέους, φροντίδα ΑμεΑ, εξωσχολικά προγράμματα για μαθητές, οδική ασφάλεια μαθητών, σίτιση σε ολοήμερα σχολεία φτωχών περιοχών, κ.λπ. η κυβέρνηση επιδιώκει να συμπεριλάβει και το χώρο τις εκπαίδευσης στις δράσεις αυτές».
Όσο για το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα καλούνται να καλύψουν οι νέοι, υπενοικιαζόμενοι εκπαιδευτικοί, «αυτό καθορίζεται απ’ ευθείας από την αγορά και τις επιχειρήσεις-ΜΚΟ που θα συμμετέχουν».
Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ, το κράτος:
εξασφαλίζει εργαζόμενους τύπου «γαλέρας», οι οποίοι όμως δεν θα ανήκουν στο δυναμικό του, ώστε να διεκδικούν δικαιώματα,
κατοχυρώνει στο δημόσιο τομέα άθλιες εργασιακές σχέσεις, που θα τις ζηλεύει ο ιδιωτικός. Τα προγράμματα stage επανέρχονται «κανονικά και με το νόμο», και μάλιστα σε χειρότερη μορφή,
επιχειρεί να εξαπατήσει την κοινή γνώμη ότι δήθεν εφαρμόζει κοινωνική πολιτική με εργασιακές σχέσεις δουλείας,
συγκαλύπτει τα πραγματικά ποσοστά ανεργίας μια και οι «εργαζόμενοι» αυτοί δεν θα εμφανίζονται για ένα διάστημα ως άνεργοι,
επιδιώκει να μειώσει τις κοινωνικές πιέσεις για κάλυψη σημαντικών αναγκών στο χώρο της εκπαίδευσης, της υγείας και του περιβάλλοντος με πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Έτσι λοιπόν, κατλήγει η ΟΛΜΕ «με τα προγράμματα της η Ε.Ε. που με τις πολιτικές της διέλυσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια, διαλύει τώρα και τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων με τα προγράμματα απασχολησιμότητας που προωθεί». Με στόχο να «από τη μια να “αποτραβηχθούν” όσο το δυνατό περισσότερο το κράτος και οι Ο.Τ.Α. από την παροχή δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών στους πολίτες και από την άλλη να παγιωθεί το καθεστώς της απασχολησιμότητας στους εργαζόμενους και στο δημόσιο».
Το επιχείρημα των στρεβλώσεων του εκπαιδευτικού συστήματος που πρέπει να διορθωθούν δεν αρκεί για να καλύψει την πραγματικότητα: ότι οι στρεβλώσεις απογειώνονται σε βάρος της εργασίας του εκπαιδευτικού και του περιεχόμενου της εκπαίδευσης. Θέλει η κοινωνία εκπαιδευτικούς φθηνούς και ανειδίκευτους, πεινασμένους και τρομοκρατημένους;