Tο Διεθνές Φεστιβάλ «Κύπρια 2011» αρχίζει
με δύο συναυλίες από τη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου με διεθνή
συμμετοχή, με τίτλο «Με Νεανικό Πάθος».
Το πρόγραμμα, υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου Άγι Ιωαννίδη και με σολίστ τη βιολονίστρια Μελίνα Χάρρερ- Κάνθου, περιλαμβάνει το «Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα» του Τσαϊκόφκι και την «1η Συμφωνία» του Μάλερ, για τα 100 χρόνια από το θάνατό του. Δύο βραδινές συναυλίες θα πραγματοποιηθούν την 1η και στις 2 Σεπτεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου στη Λευκωσία και το Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, αντίστοιχα.
Το πρόγραμμα προετοιμάζεται στο πλαίσιο της Διεθνούς Θερινής Ακαδημίας. Οι νεαροί μουσικοί από την Κύπρο και από άλλες 14 τουλάχιστον χώρες παρακολουθούν μαθήματα από διακεκριμένους καθηγητές από την Κύπρο και το εξωτερικό. Η Ακαδημία διοργανώνεται στο Γυμνάσιο Πεδουλά. Φέτος πραγματοποιείται από τις 16 μέχρι τις 30 Αυγούστου. Σχεδόν κάθε μεσημέρι, στις 12:30 παρουσιάζεται για το κοινό συναυλία μουσικής δωματίου, ενώ τρεις βραδινές συναυλίες θα δοθούν στις 20, 27 και 29 Αυγούστου, στις 7.30μμ. Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλες τις συναυλίες.
Το πρόγραμμα
Η ανάκαμψη από τραυματικές εμπειρίες στη ζωή των δημιουργών τους είναι το κοινό στοιχείο που συνδέει τα δυο έργα του προγράμματος. Ο γάμος του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840- 1893) το καλοκαίρι του 1877, ασυμβίβαστος με τη σεξουαλικότητά του, σύντομος και ολέθριος, είχε ως συνέπεια την ψυχική του κατάρρευση που τον οδήγησε μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας. Αναρρώνοντας την άνοιξη του 1878 στο χωριό Κλάρενς, στις όχθες της Λίμνης της Γενεύης, εμπνεύστηκε από την επίσκεψη του πρώην μαθητή του, βιολιστή Άντολφ Μπρόντσκι, να γράψει με αστραπιαία ταχύτητα το μοναδικό του «Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα».
Ακόμη και οι καλύτεροι βιολιστές της εποχής δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις τεχνικές δυσκολίες του έργου και το θεώρησαν αδύνατο να παιχτεί. Μόνο ο Μπρόντσκι κατάφερε να ανέβει στο ύψος της πρόκλησης και μετά από μελέτη δύο χρόνων το πρωτόπαιξε στη Βιέννη το 1881, αλλά δίχως επιτυχία. Σήμερα, το έργο όχι μόνο μέσα από τη δεξιοτεχνική επίδειξη, αλλά και μέσα από το ελκυστικό θεματικό υλικό που διέπεται διακριτικά με το ρωσικό μουσικό πνεύμα, έχει γίνει από τα πιο αγαπητά έργα του κλασικού ρεπερτορίου, τόσο για τους βιολονίστες όσο και για το μουσικόφιλο κοινό.
Το 1884 ο 24χρονος Γκούσταβ Μάλερ (1860- 1911) ξεπερνούσε μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση και σοβαρή προσωπική κρίση όταν άρχισε να εργάζεται πάνω στην πρώτη του συμφωνία. Η σύνθεση του έργου προχώρησε με αργούς ρυθμούς και διήρκεσε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, έπρεπε συγχρόνως να ανταποκρίνεται στις απαιτητικές του επαγγελματικές υποχρεώσεις ως μαέστρος.
Η συμφωνία πρωτοπαίχτηκε υπό τη δική του διεύθυνση τον Νοέμβριο του 1889 στη Βουδαπέστη, όπου ο συνθέτης ήταν διευθυντής της Εθνικής Όπερας.
Σίγουρα η έμπνευσή του ήταν βιωματική και ο αρχικός τίτλος περιέγραφε το έργο, τότε με πέντε μέρη, ως «συμφωνικό ποίημα». Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερα στο πρώτο και στο τρίτο μέρος κάποια θέματα σχετίζονται με τον κύκλο τραγουδιών του «Τραγούδια του οδοιπόρου» που έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Ο Μάλερ, που μεγάλωσε μακριά από αριστοκρατικές γειτονιές στην επαρχία της Βοημίας, άκουσε και απορρόφησε κάθε λογής μουσική, δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, χορούς, εμβατήρια και πολλά άλλα. Πάμπολλα στοιχεία αυτής της πολύ προσιτής μουσικής είναι ενσωματωμένα και επεξεργασμένα στο δικό του μουσικό ιδίωμα. Ιδιαίτερα η πρώτη του συμφωνία σφύζει από ωραίες μελωδίες, που ρέουν πότε πηγαία και αυθόρμητα, πότε με ειρωνεία και πότε με συγκινητική εσωστρέφεια. Ήδη εδώ αρχίζει να δημιουργεί μια δικτυωτή μουσική υφή, μέσα από το συνδυασμό διαφόρων μοτίβων, κάτι που ανέπτυξε στο έπακρο στις επόμενές του εννιά συμφωνίες.
Η επίδρασή του στους Αυστριακούς συνθέτες της επόμενης γενιάς, Σένμπεργκ, Μπεργκ και Βέμπερν ήταν καθοριστική. Λειτούργησε σαν γέφυρα από τον όψιμο ρομαντισμό στη μουσική του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής η μουσική του απαγορεύτηκε από τους ναζιστές και παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό μέχρι τη μεταπολεμική εποχή. Μέσα από τον υψηλό βαθμό συναισθηματισμού που τη χαρακτηρίζει, τον πολύ ευφάνταστο χειρισμό της μεγάλης ορχήστρας, πολλές φορές σε συνδυασμό με χορωδία και σολιστικές φωνές, έχει κερδίσει τις μουσικές καρδιές παγκοσμίως.
* Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 22410181
Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, 24665759
Το πρόγραμμα, υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου Άγι Ιωαννίδη και με σολίστ τη βιολονίστρια Μελίνα Χάρρερ- Κάνθου, περιλαμβάνει το «Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα» του Τσαϊκόφκι και την «1η Συμφωνία» του Μάλερ, για τα 100 χρόνια από το θάνατό του. Δύο βραδινές συναυλίες θα πραγματοποιηθούν την 1η και στις 2 Σεπτεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου στη Λευκωσία και το Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, αντίστοιχα.
Το πρόγραμμα προετοιμάζεται στο πλαίσιο της Διεθνούς Θερινής Ακαδημίας. Οι νεαροί μουσικοί από την Κύπρο και από άλλες 14 τουλάχιστον χώρες παρακολουθούν μαθήματα από διακεκριμένους καθηγητές από την Κύπρο και το εξωτερικό. Η Ακαδημία διοργανώνεται στο Γυμνάσιο Πεδουλά. Φέτος πραγματοποιείται από τις 16 μέχρι τις 30 Αυγούστου. Σχεδόν κάθε μεσημέρι, στις 12:30 παρουσιάζεται για το κοινό συναυλία μουσικής δωματίου, ενώ τρεις βραδινές συναυλίες θα δοθούν στις 20, 27 και 29 Αυγούστου, στις 7.30μμ. Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλες τις συναυλίες.
Το πρόγραμμα
Η ανάκαμψη από τραυματικές εμπειρίες στη ζωή των δημιουργών τους είναι το κοινό στοιχείο που συνδέει τα δυο έργα του προγράμματος. Ο γάμος του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840- 1893) το καλοκαίρι του 1877, ασυμβίβαστος με τη σεξουαλικότητά του, σύντομος και ολέθριος, είχε ως συνέπεια την ψυχική του κατάρρευση που τον οδήγησε μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας. Αναρρώνοντας την άνοιξη του 1878 στο χωριό Κλάρενς, στις όχθες της Λίμνης της Γενεύης, εμπνεύστηκε από την επίσκεψη του πρώην μαθητή του, βιολιστή Άντολφ Μπρόντσκι, να γράψει με αστραπιαία ταχύτητα το μοναδικό του «Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα».
Ακόμη και οι καλύτεροι βιολιστές της εποχής δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις τεχνικές δυσκολίες του έργου και το θεώρησαν αδύνατο να παιχτεί. Μόνο ο Μπρόντσκι κατάφερε να ανέβει στο ύψος της πρόκλησης και μετά από μελέτη δύο χρόνων το πρωτόπαιξε στη Βιέννη το 1881, αλλά δίχως επιτυχία. Σήμερα, το έργο όχι μόνο μέσα από τη δεξιοτεχνική επίδειξη, αλλά και μέσα από το ελκυστικό θεματικό υλικό που διέπεται διακριτικά με το ρωσικό μουσικό πνεύμα, έχει γίνει από τα πιο αγαπητά έργα του κλασικού ρεπερτορίου, τόσο για τους βιολονίστες όσο και για το μουσικόφιλο κοινό.
Το 1884 ο 24χρονος Γκούσταβ Μάλερ (1860- 1911) ξεπερνούσε μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση και σοβαρή προσωπική κρίση όταν άρχισε να εργάζεται πάνω στην πρώτη του συμφωνία. Η σύνθεση του έργου προχώρησε με αργούς ρυθμούς και διήρκεσε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, έπρεπε συγχρόνως να ανταποκρίνεται στις απαιτητικές του επαγγελματικές υποχρεώσεις ως μαέστρος.
Η συμφωνία πρωτοπαίχτηκε υπό τη δική του διεύθυνση τον Νοέμβριο του 1889 στη Βουδαπέστη, όπου ο συνθέτης ήταν διευθυντής της Εθνικής Όπερας.
Σίγουρα η έμπνευσή του ήταν βιωματική και ο αρχικός τίτλος περιέγραφε το έργο, τότε με πέντε μέρη, ως «συμφωνικό ποίημα». Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερα στο πρώτο και στο τρίτο μέρος κάποια θέματα σχετίζονται με τον κύκλο τραγουδιών του «Τραγούδια του οδοιπόρου» που έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Ο Μάλερ, που μεγάλωσε μακριά από αριστοκρατικές γειτονιές στην επαρχία της Βοημίας, άκουσε και απορρόφησε κάθε λογής μουσική, δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, χορούς, εμβατήρια και πολλά άλλα. Πάμπολλα στοιχεία αυτής της πολύ προσιτής μουσικής είναι ενσωματωμένα και επεξεργασμένα στο δικό του μουσικό ιδίωμα. Ιδιαίτερα η πρώτη του συμφωνία σφύζει από ωραίες μελωδίες, που ρέουν πότε πηγαία και αυθόρμητα, πότε με ειρωνεία και πότε με συγκινητική εσωστρέφεια. Ήδη εδώ αρχίζει να δημιουργεί μια δικτυωτή μουσική υφή, μέσα από το συνδυασμό διαφόρων μοτίβων, κάτι που ανέπτυξε στο έπακρο στις επόμενές του εννιά συμφωνίες.
Η επίδρασή του στους Αυστριακούς συνθέτες της επόμενης γενιάς, Σένμπεργκ, Μπεργκ και Βέμπερν ήταν καθοριστική. Λειτούργησε σαν γέφυρα από τον όψιμο ρομαντισμό στη μουσική του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής η μουσική του απαγορεύτηκε από τους ναζιστές και παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό μέχρι τη μεταπολεμική εποχή. Μέσα από τον υψηλό βαθμό συναισθηματισμού που τη χαρακτηρίζει, τον πολύ ευφάνταστο χειρισμό της μεγάλης ορχήστρας, πολλές φορές σε συνδυασμό με χορωδία και σολιστικές φωνές, έχει κερδίσει τις μουσικές καρδιές παγκοσμίως.
* Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 22410181
Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, 24665759