του Θανάση Νικολαΐδη
ΟΔΗΓΟΥΣΕ μηχανάκι πάνω(!) στο πεζοδρόμιο. Με το παιδάκι του στην αγκαλιά, να βλέπει και να καμαρώνει. Για τον πατέρα και τη μαγκιά του, για την αδιάφορη Πολιτεία και την…κατανόηση» του τροχονόμου. Η «καταγραφή» έγινε, η ατιμωρησία πέρασε στο παιδικό μυαλό και τα χρόνια πέρασαν. Πήγε το παιδάκι του σχολείο και δεν του επέβαλαν κανόνες. Πήγε στο γυμνάσιο της αποστήθισης και στο λύκειο των καταλήψεων, ψήφισε για πρόεδρο της τάξης τον «χειρότερο» και το’ χε καμάρι που καμιά δύναμη δεν περιόρισε την ορμή του. Ύστερα έγινε…οδηγός. Με καταγραμμένη στο υποσυνείδητο την πατρική μαγκιά και την κρατική αδιαφορία.
ΚΙ ύστερα ήρθε ο…Ανδρέας. Ο λαός διψούσε και ξεδίψασε. Για δημοκρατία (πριν γίνει ασυδοσία) και για ελευθερίες κουτσουρεμένες στις δεκαετίες της δεξιοκρατίας. «Ο λαός στην εξουσία», αλλά οι χειρότεροι σε πόστα. Οι σοσιαλιστές να κορδώνονται και οι συνεταιρισμοί να συρρικνώνονται. Πριν γίνουν πλούσιοι επιτήδειοι σε προεδρεία και συμβούλια, πριν ο Παπανδρέου προλάβει να αντιδράσει. Ήταν αργά. Η Αστυνομία ατόνησε, η κοινωνία «ανέπνευσε» (χωρίς να διαβλέπει κινδύνους) και η δημοκρατία γλίστρησε σε χέρια ανώριμων, πριν γίνουν βρόμικα. Σαν ξυράφι σε χέρια νηπίου.
ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΕ η ασυδοσία και ο κακομαθημένος δεν κάνει πίσω. Δεν συμμορφώνεται πρωθύστερα, θέλει να «εκφραστεί» και το κάνει σε κάθε ευκαιρία. Με τα βιώματα και την παιδεία του. Για μικρά και μεγάλα. Με καταχωνιασμένη στο υποσυνείδητο την ανυπακοή, μιας και η ατιμωρησία είναι δεδομένη. Έργα και ενέργειες κατά το δοκούν, πρωτοβουλίες χωρίς το άγχος του νόμου και με την ψήφο του «ανταλλακτική σταθερά». Για την μακροημέρευση του πολιτικού στο πόστο του και το προεκλογικό του χαμόγελο να πιστοποιεί τη «φιλία» με τον ψηφοφόρο.
ΑΣΥΔΟΣΙΑ, λοιπόν, κι οι νόμοι να παραβιάζονται ατιμωρητί(!) απ’ την κορυφή ως τη βάση στην Ελλάδα-εργοτάξιο της κομπίνας, των «έργων» και…κατορθωμάτων. Κανένας δεν σκιάζεται κανέναν και το’ παμε αυτό ελευθερία. Για να διασκεδάζουν οι ξένοι τουρίστες στην «ατραξιόν» και να το θεωρούμε τιμή και καμάρι μας. Και δεν το ‘χουμε προσέξει πως ξεσαλώνουν στα νησιά μας πνιγμένοι στο ουίσκι, αλλά επιστρέφουν στην πατρίδα τους σοβαροί και «εξανθρωπισμένοι».
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ το ακριβώς αντίστροφο στον πηγαιμό για την…Ευρώπη. Ξεκινάς απ’ την κοινωνική μας αταξία με τους νόμους πεταμένους δίπλα στα σκουπίδια των ελληνικών δρόμων, διασχίζεις τα Βαλκάνια της «ίδιας γεύσης», γεύεσαι την «αυστριακή» φροντίδα για τη δημόσια εικόνα και φτάνεις στη Γερμανία της αυστηρότητας. Δεν αστειεύονται μαζί σου κι ούτε αστειεύεσαι μ’ αυτούς. Ωστόσο, νιώθεις ασφαλής, ίσος προς τον διπλανό σου απέναντι στον νόμο, δεν είσαι ο «κάποιος» κι αν δεν…γουστάρεις, ξανανοίγεις τα πανιά για την Ελλάδα, που «όπου και να’ σαι σε πληγώνει» (συνεχίζεται).