Ο Γιάννης Σερέτης γράφει στο gazzetta.gr
για τη μεγάλη του αγαπημένη την Εθνική Ομάδα μπάσκετ, με την οποία
δέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '80.
Στις ανόητες διαμάχες «ποδοσφαιρικών» και «μπασκετικών» ουδέποτε αναμίχθηκα. Ερεθίστηκα πολλές φορές από κείμενα που ξεχείλιζαν από συμπλέγματα εναντίον του ελληνικού ποδοσφαίρου και όχι του αθλήματος συνολικά (ειδικά λίγο πριν και λίγο μετά το θαύμα του 2004), αλλά μετά σκεφτόμουν ότι πιτσιρικάς ων, κρατούσα στατιστικά μέχρι και για το πανελλήνιο πρωτάθλημα κολύμβησης, θυμόμουν, διάβαζα και ανέτρεχα σε άρθρα του αθλη(μα)τολάτρη Βασίλη Σκουντή και η οργή χανόταν, μετατρεπόταν σε δημιουργικότητα. Βοήθησε, βεβαίως και το γεγονός ότι ανήκω στη γενιά των ελληνοπαίδων που λάτρεψαν το μπάσκετ.
Που χανόμασταν απ΄ το σπίτι για μονά, διπλά και «ρολόι», που στηνόμασταν έξω από το κλειστό του Περιστερίου για να μας βάλουν τζάμπα («στο 10’ παιδιά, να έχουν καθίσει όλοι») που ζηλεύαμε τον μοναδικό αριστερόχειρα της παρέας, γιατί μόνο αυτός μπορούσε να δοκιμάσει τα κόλπα του Ινγκραμ, που δοκιμάζαμε το σουτ του Σούμποτιτς από τη γωνία, τα σπασίματα στον αέρα και το «αράουτ» τρίποντο του Γκάλη, τις βολές του Κόρφα με το ένα χέρι, τη ραβέρσα του Φασούλα (ναι, εγώ ο 1,67 μ. έχω κάνει ολομόναχος άπειρες ραβέρσες στο ανοιχτό της Αμιλλας στο Μπουρνάζι τα πρωινά της εβδομάδας που ήμουν «απογευματινός», γιατί τα Σαββατοκύριακα έβρισκες «ελεύθερη» μπασκέτα μόνο μετά τις 12 το βράδυ), το στυλ του Μπάνε με το περίεργο πιάσιμο της μπάλας από τις δυο πλαϊνές πλευρές της, τα στησίματα του Γιαννάκη για επιθετικό φάουλ (με προίκα μπόλικα καρούμπαλα…). Ειδικά εμείς στο Περιστέρι λίγο περισσότερο το τρίποντο του Κορωνιού με την «κάτι σαν reverse» ντρίμπλα και τον «πυροβολισμό» χωρίς καν να προλάβει να πηδήξει ο αντίπαλος και το σουτ του Νόρις με το αλματάκι και το ένα χέρι.
Αγαπήσαμε τότε αυθεντικά το μπάσκετ εμείς οι Αθηναίοι του ισχυρού αθλητικού και όχι μόνο κατεστημένου, ίσως γιατί στην εφηβεία μας δεν είχαμε τα… οπαδικά μας, λόγω της παρακμής Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ. Ελάχιστες φορές μας άγγιζαν οι κόντρες του ΠΟΚ... Τότε ο Παγκρατιώτης είχε τρέλα με τον Καλαμπάκο, τον Καρατζά, τον Τζαλαλή και τον Μπακατσιά, ο Κυψελιώτης με τον Πανελλήνιο, ο Πατρινός με τους δικούς του, εγώ με τον Τσερτς και τον Κασουρίδη. Και όλοι με τον Αρη και τον ΠΑΟΚ! Αν δεν υποστηρίζαμε έναν από τους δύο, σίγουρα συμπαθούσαμε τον έναν από τους δύο, δεν χάναμε ευρωπαϊκό αγώνα τους και προσπαθούσαμε από τη Δευτέρα να βρούμε το «κονέ» για να μπούμε το Σάββατο στο γήπεδο και να τους δούμε από κοντά όταν κατέβαιναν στη γειτονιά.
Περισσότερο απ΄ όλα αγαπήσαμε την εθνική ομάδα. Ακόμη και στις στραβές της. Δεθήκαμε από το 1987, εγώ προσωπικά περισσότερο από το 1989 με το τρίποντο του Φάνη και το 45άρι του Γκάλη εναντίον του Σαμπόνις στον ημιτελικό, αλλά και με το Παγκόσμιο του Νάσου στις ΗΠΑ το 1990, όταν απουσίαζε ο Νικ, αλλά πήραμε την έκτη θέση. Για έναν και μοναδικό λόγο την λάτρεψα: ότι ανεξαρτήτως προσώπων, είχα την αίσθηση (μπορεί να ήταν και ψευδαίσθηση, αλλά δεν με «χαλάει») ότι πάντα η ομοσπονδία, το προπονητικό τιμ και οι αθλητές έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους. Γιατί δεν με πρόδωσαν ποτέ. Γιατί δεν με πρόδωσε ποτέ. Γιατί πάντα με έκανε να νιώθω «ψηλός» έναντι των άλλων κι ας έχανε. Γιατί αισθανόμουν υπερήφανος όχι τόσο για τις κατά καιρούς πρωτιές, αλλά διότι γνώριζα ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας τομέας όπου κάποιοι δουλεύουν συστηματικά και μεθοδικά, αυτό βγαίνει στο γήπεδο από τους άντρες μέχρι τους παίδες και είμαστε σταθερά σε top επίπεδο παγκοσμίως! Ισως γιατί θυμόμουν τα νιάτα μου που δεν μπορώ να αποχωριστώ…
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτό το σημείωμα τώρα που η Εθνική περνά τα δύσκολα. Τώρα που πάει στο Ευρωμπάσκετ χωρίς τους σούπερ σταρς της. Με τον Φώτση, τον Ζήση, τον Μπουρούση, τον Καϊμακόγλου, τους Καλάθηδες, τον Χαραλαμπίδη, τους πιτσιρικάδες και τον αγαπημένο Κώστα Κουφό. Θα προσπαθήσω να μην χάσω ούτε ένα ματς! Το αξίζουν. Παίζουν στην αγαπημένη μου, πήραν και τα τρία ματς στην Κύπρο, θα νικήσουν και σε αρκετά από τα προσεχή φιλικά, το ξέρω ότι θα τα δώσουν όλα. Και είμαι πολύ περίεργος να δω πώς θα λειτουργήσει χωρίς τόσο ταλέντο, αλλά ίσως με περισσότερη ενότητα, συσπείρωση και ομοψυχία συγκριτικά με κάποιες προηγούμενες παρουσίες της σε μεγάλα τουρνουά και με έναν προπονητή που συμπαθώ από τότε που είχε «κατακρεουργηθεί» δημοσιογραφικά στον Ολυμπιακό, αλλά δεν το έβαλε κάτω και προόδευσε μέχρι του σημείου να κάθεται στον πάγκο της πιο επιτυχημένης εθνικής ομάδας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού (λέτε να την ξεπεράσουν τα κορίτσια του πόλο κάποια στιγμή;)…
Υ.Γ. Sorry για τη… μη μπασκετική ορολογία.
Στις ανόητες διαμάχες «ποδοσφαιρικών» και «μπασκετικών» ουδέποτε αναμίχθηκα. Ερεθίστηκα πολλές φορές από κείμενα που ξεχείλιζαν από συμπλέγματα εναντίον του ελληνικού ποδοσφαίρου και όχι του αθλήματος συνολικά (ειδικά λίγο πριν και λίγο μετά το θαύμα του 2004), αλλά μετά σκεφτόμουν ότι πιτσιρικάς ων, κρατούσα στατιστικά μέχρι και για το πανελλήνιο πρωτάθλημα κολύμβησης, θυμόμουν, διάβαζα και ανέτρεχα σε άρθρα του αθλη(μα)τολάτρη Βασίλη Σκουντή και η οργή χανόταν, μετατρεπόταν σε δημιουργικότητα. Βοήθησε, βεβαίως και το γεγονός ότι ανήκω στη γενιά των ελληνοπαίδων που λάτρεψαν το μπάσκετ.
Που χανόμασταν απ΄ το σπίτι για μονά, διπλά και «ρολόι», που στηνόμασταν έξω από το κλειστό του Περιστερίου για να μας βάλουν τζάμπα («στο 10’ παιδιά, να έχουν καθίσει όλοι») που ζηλεύαμε τον μοναδικό αριστερόχειρα της παρέας, γιατί μόνο αυτός μπορούσε να δοκιμάσει τα κόλπα του Ινγκραμ, που δοκιμάζαμε το σουτ του Σούμποτιτς από τη γωνία, τα σπασίματα στον αέρα και το «αράουτ» τρίποντο του Γκάλη, τις βολές του Κόρφα με το ένα χέρι, τη ραβέρσα του Φασούλα (ναι, εγώ ο 1,67 μ. έχω κάνει ολομόναχος άπειρες ραβέρσες στο ανοιχτό της Αμιλλας στο Μπουρνάζι τα πρωινά της εβδομάδας που ήμουν «απογευματινός», γιατί τα Σαββατοκύριακα έβρισκες «ελεύθερη» μπασκέτα μόνο μετά τις 12 το βράδυ), το στυλ του Μπάνε με το περίεργο πιάσιμο της μπάλας από τις δυο πλαϊνές πλευρές της, τα στησίματα του Γιαννάκη για επιθετικό φάουλ (με προίκα μπόλικα καρούμπαλα…). Ειδικά εμείς στο Περιστέρι λίγο περισσότερο το τρίποντο του Κορωνιού με την «κάτι σαν reverse» ντρίμπλα και τον «πυροβολισμό» χωρίς καν να προλάβει να πηδήξει ο αντίπαλος και το σουτ του Νόρις με το αλματάκι και το ένα χέρι.
Αγαπήσαμε τότε αυθεντικά το μπάσκετ εμείς οι Αθηναίοι του ισχυρού αθλητικού και όχι μόνο κατεστημένου, ίσως γιατί στην εφηβεία μας δεν είχαμε τα… οπαδικά μας, λόγω της παρακμής Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ. Ελάχιστες φορές μας άγγιζαν οι κόντρες του ΠΟΚ... Τότε ο Παγκρατιώτης είχε τρέλα με τον Καλαμπάκο, τον Καρατζά, τον Τζαλαλή και τον Μπακατσιά, ο Κυψελιώτης με τον Πανελλήνιο, ο Πατρινός με τους δικούς του, εγώ με τον Τσερτς και τον Κασουρίδη. Και όλοι με τον Αρη και τον ΠΑΟΚ! Αν δεν υποστηρίζαμε έναν από τους δύο, σίγουρα συμπαθούσαμε τον έναν από τους δύο, δεν χάναμε ευρωπαϊκό αγώνα τους και προσπαθούσαμε από τη Δευτέρα να βρούμε το «κονέ» για να μπούμε το Σάββατο στο γήπεδο και να τους δούμε από κοντά όταν κατέβαιναν στη γειτονιά.
Περισσότερο απ΄ όλα αγαπήσαμε την εθνική ομάδα. Ακόμη και στις στραβές της. Δεθήκαμε από το 1987, εγώ προσωπικά περισσότερο από το 1989 με το τρίποντο του Φάνη και το 45άρι του Γκάλη εναντίον του Σαμπόνις στον ημιτελικό, αλλά και με το Παγκόσμιο του Νάσου στις ΗΠΑ το 1990, όταν απουσίαζε ο Νικ, αλλά πήραμε την έκτη θέση. Για έναν και μοναδικό λόγο την λάτρεψα: ότι ανεξαρτήτως προσώπων, είχα την αίσθηση (μπορεί να ήταν και ψευδαίσθηση, αλλά δεν με «χαλάει») ότι πάντα η ομοσπονδία, το προπονητικό τιμ και οι αθλητές έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους. Γιατί δεν με πρόδωσαν ποτέ. Γιατί δεν με πρόδωσε ποτέ. Γιατί πάντα με έκανε να νιώθω «ψηλός» έναντι των άλλων κι ας έχανε. Γιατί αισθανόμουν υπερήφανος όχι τόσο για τις κατά καιρούς πρωτιές, αλλά διότι γνώριζα ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας τομέας όπου κάποιοι δουλεύουν συστηματικά και μεθοδικά, αυτό βγαίνει στο γήπεδο από τους άντρες μέχρι τους παίδες και είμαστε σταθερά σε top επίπεδο παγκοσμίως! Ισως γιατί θυμόμουν τα νιάτα μου που δεν μπορώ να αποχωριστώ…
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτό το σημείωμα τώρα που η Εθνική περνά τα δύσκολα. Τώρα που πάει στο Ευρωμπάσκετ χωρίς τους σούπερ σταρς της. Με τον Φώτση, τον Ζήση, τον Μπουρούση, τον Καϊμακόγλου, τους Καλάθηδες, τον Χαραλαμπίδη, τους πιτσιρικάδες και τον αγαπημένο Κώστα Κουφό. Θα προσπαθήσω να μην χάσω ούτε ένα ματς! Το αξίζουν. Παίζουν στην αγαπημένη μου, πήραν και τα τρία ματς στην Κύπρο, θα νικήσουν και σε αρκετά από τα προσεχή φιλικά, το ξέρω ότι θα τα δώσουν όλα. Και είμαι πολύ περίεργος να δω πώς θα λειτουργήσει χωρίς τόσο ταλέντο, αλλά ίσως με περισσότερη ενότητα, συσπείρωση και ομοψυχία συγκριτικά με κάποιες προηγούμενες παρουσίες της σε μεγάλα τουρνουά και με έναν προπονητή που συμπαθώ από τότε που είχε «κατακρεουργηθεί» δημοσιογραφικά στον Ολυμπιακό, αλλά δεν το έβαλε κάτω και προόδευσε μέχρι του σημείου να κάθεται στον πάγκο της πιο επιτυχημένης εθνικής ομάδας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού (λέτε να την ξεπεράσουν τα κορίτσια του πόλο κάποια στιγμή;)…
Υ.Γ. Sorry για τη… μη μπασκετική ορολογία.