Από την εποχή της προσφυγής της Ελλάδας στον μηχανισμό «στήριξης» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ έχει αρχίσει στην Ελλάδα μια μεγάλη συζήτηση περί «εθνικής κυριαρχίας».
Όπως όλες οι σημαντικές συζητήσεις, όμως, σ’ αυτή τη χώρα, έτσι και τούτη γίνεται με όρους υπαίθριου σφαγείου: αστοιχείωτοι και φανατικοί κάθε απόχρωσης ερίζουν χωρίς καν να αντιλαμβάνονται για ποιο πράγμα συζητούν.
Ένα βασικό ερώτημα, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, είναι σε ποιον παραχωρεί η Ελλάδα όλο και μεγαλύτερα κομμάτια από την εθνική της κυριαρχία στο πλαίσιο της διαχείρισης της «κρίσης χρέους». Πολλοί, υπερασπιστές της (κατά την έκφραση του συρμού) «μνημονιακής» λογικής, ισχυρίζονται ότι η εκχώρηση αυτή έχει αποδέκτη τους «εταίρους» μας, οι οποίοι, με τα συνεχή νέα δάνεια, διασώζουν την Ελλάδα από την επίσημη πτώχευση και, συνεπώς, δικαιούνται να έχουν αυξημένο λόγο στη διαχείριση των ελληνικών οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων. Ως διασφάλιση της επιστροφής των δανείων.
Εξ άλλου «εμείς» φταίμε, που για χρόνια «ζούσαμε με δανεικά». Ποιοι «εμείς»; Αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση, στην οποία μια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση δίνει ένα εκπληκτικό στοιχείο από την ανάλυση του Δημήτρη Καζάκη στο σημερινό «Π». Γράφει:
«Για 20 δισ. ευρώ που ήταν περίπου το πρωτογενές συσσωρευμένο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού για όλη τη δεκαετία 2000-2009, το Ελληνικό Δημόσιο πήρε γύρω στα 490 δισ. ευρώ νέα δάνεια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών. Με άλλα λόγια, το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται σχεδόν 25 φορές περισσότερα από αυτά που είναι οι πραγματικές δανειακές του ανάγκες με βάση τα πρωτογενή του ελλείμματα. Γιατί άραγε; Για να προικοδοτεί τράπεζες, δανειστές και αρπακτικά της αγοράς».
Το πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι ο υπέρογκος δανεισμός, αυτός που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, δεν αφορούσε τις πληρωμές μισθών και συντάξεων, όπως μετ’ επιτάσεως «πυροβολούν» κυβέρνηση και πολλά ΜΜΕ. Επομένως η απόπειρα συλλογικής ενοχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας ως άφρονος δανειολήπτριας πάσχει σοβαρά – κι αυτό αποδεικνύεται από τους εθνικούς λογαριασμούς. Συνεπώς πάσχει σοβαρά και η λογική της «συλλογικής ευθύνης», η οποία αποτελεί τη «νομιμοποιητική» βάση για την επιβολή των απεχθών και επαχθών όρων των δανειακών συμβάσεων. Έως εδώ, λοιπόν, έχουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: Ο επί της ουσίας χρεοκοπημένος και υπόλογος έναντι των τραπεζών και άλλων δανειστών και «επενδυτών» δεν είναι η ελληνική κοινωνία, αλλά οι διαχειριστές του κράτους.
Ωστόσο η παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας δεν βλάπτει τους υπαιτίους της χρεοκοπίας, οι οποίοι, ως πολιτικοί οργανισμοί, αλλά και ως πρόσωπα συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να ασκούν την εξουσία και τα προνόμια που απορρέουν απ’ αυτήν, αλλά... τα θύματά τους. Επ’ αυτού η διεθνής νομολογία έχει ήδη απαντήσει: Δεν μπορεί να πληρώνονται χρέη με τίμημα την εξαθλίωση και την υποδούλωση ενός λαού. Εδώ λοιπόν ανακύπτει ένα ακόμη ζήτημα: Πριν από τη σύναψη του δανείου από τον μηχανισμό «στήριξης», η Ελλάδα ήταν υπόλογη έναντι ιδιωτών δανειστών. Και δέχτηκε, προκειμένου να τους αποπληρώσει «στο ακέραιο», όπως τόσες φορές διακήρυξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, να μετατρέψει τα χρέη προς ιδιώτες σε χρέη προς κράτη – υποβιβάζοντας δραματικά τη νομική θέση της χώρας και αναβαθμίζοντας το νομικό καθεστώς του δανεισμού της. Επομένως είναι προφανές ότι η παραίτηση της Ελλάδας από την εθνική κυριαρχία δεν έχει να κάνει με τους «εταίρους» ως έθνη, αλλά έγινε προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες και απαιτήσεις ιδιωτών δανειστών. Αυτά για να μην διατελούμε σε πλήρη σύγχυση...
Μια ενδιαφέρουσα γαλλική άποψη
Για το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας γράφτηκε αυτές τις μέρες ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στη γαλλική εφημερίδα Le Monde. Συντάκτης του ο Ιμπέρ Βεντρίν, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας από το 1997 έως το 2002 στην κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν, επί προεδρίας Ζακ Σιράκ, ενώ από το 1991 ως το 1995 ήταν γ.γ. της προεδρίας της Γαλλικής Δημοκρατίας, όταν πρόεδρος ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες στην Ελλάδα από την Αυγή με τίτλο «Ο φεντεραλισμός δεν είναι η θαυματουργός λύση για την κρίση».
Επιλέγω μερικά εκτενή αποσπάσματα, τα οποία αφορούν τη συζήτηση για το αν θα πρέπει η Ευρώπη να γίνει περισσότερο «φεντεραλιστική», δηλαδή περισσότερο ομοσπονδιακή, άρα αν θα πρέπει οι ευρωπαϊκές χώρες, υπό το βάρος της κρίσης χρέους, να εκχωρήσουν ακόμη περισσότερα ποσοστά εθνικής κυριαρχίας προς όφελος μιας «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης»:
«Έχουμε ήδη ξεχάσει ότι η δραματική επιδείνωση του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους δεν προκύπτει μόνο από την ανεύθυνη διαχείριση του κράτους πρόνοιας και από δεκαετίες ελλειμματικών προϋπολογισμών, αλλά επίσης και από τις επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα της έκρηξης της αμερικανικής οικονομίας, που έγινε "δημόσιος κίνδυνος", σύμφωνα με τον τραπεζίτη και πρώην πρώην πρέσβη επί Κλίντον των ΗΠΑ στο Παρίσι, Φέλιξ Ροχέιτιν;
Και ότι αυτή προήλθε από την απορρύθμιση, δηλαδή... από τις μαζικές παραιτήσεις από τα κυριαρχικά δικαιώματα για πάνω από είκοσι χρόνια από την πλευρά πολλών αμερικανικών κυβερνήσεων προς όφελος των αγορών; Τι πρέπει ακόμη να εγκαταλείψουμε ή να μεταβιβάσουμε;
Πρέπει να γίνουμε πιο "φεντεραλιστές" γιατί το απαιτούν οι αγορές (χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που ανησυχούν ειλικρινά για τις δυνατότητες των κρατών που έχουν δανειστεί να ξεπληρώσουν, αυτών που είναι αμιγώς κερδοσκόποι και εκείνων που το μόνο που θέλουν είναι να αποσταθεροποιήσουν το ευρώ); Και να παραλύουμε από τους τρεις οίκους αξιολόγησης, που διαθέτουν υπερβολική εξουσία και οι οποίοι υποβαθμίζουν σήμερα για να ξεχάσουμε ότι υπερτιμούσαν, λόγω τυφλού συγχρωτισμού, μέχρι το 2007;».
«(...) Αλλά, αν "φεντεραλισμός" σημαίνει επιπλέον μεταφορά κυριαρχίας, γιατί αυτό συνιστά αυτομάτως πρόοδο; Μετά από τόσες παραιτήσεις, ελάχιστα πειστικές, ή μεταφορές κυριαρχίας σε ανεξέλεγκτα όργανα; Βέβαια, χρειάζεται "ένας επικεφαλής των οικονομκών δυνάμεων της ευρωζώνης" (Ζαν Ερβέ Λορενζί, Κριστιάν ντε Μπουασιέ), που να διορίζεται από το Συμβούλιο, για να αντιδρά στις επιθέσεις.
Αλλά οι νέοι φεντεραλιστές προτείνουν κι άλλα πράγματα: έναν "υπουργό Οικονομικών" ή "Οικονομίας" που να μπορεί να δίνει λύση ενάντια σε μια κυβέρνηση ή ένα εθνικό κοινοβούλιο. Αυτό το βήμα θα σήμαινε ότι ανοίγει νέο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής Ιστορίας, αυτό της μετα-δημοκρατικής Ευρώπης -μια τάση που διακρίνεται στους οικονομικούς, ευρωπαϊκούς, τεχνοκρατικούς και μιντιακούς κύκλους. (...)
Δεν πρέπει, αντιθέτως, να κλείσει το χάσμα, που ήδη είναι μεγάλο, μεταξύ ελίτ και λαών, δίνοντας ξανά ευθύνες στις εθνικές κυβερνήσεις, αντί να το κάνουμε ακόμη βαθύτερο, δείχνοντας τόσηαπειλητική χαλαρότητα έναντι της δημοκρατίας; Επιπλέον εκείνοι που απαιτούν αυτό το άλμα στο άγνωστο δεν αμφισβητούν την επιβολή σε όλη την Ευρωζώνη (που γίνεται πειθαρχικός χώρος με επιτηρήσεις και κυρώσεις), τη μονοδιάστατη πολιτική λιτότητας γερμανικού τύπου, εκεί όπου θα χρειαζόταν ένα μείγμα πολιτικής (δηλαδή ο συνδυασμός δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής) (...)».
«(...) Όταν θα έλθει, το φθινόπωρο, η στιγμή διαλεύκανσης του "ποιος" αποφασίζει στην Ευρωζώνη, δηλαδή σε τι συνίσταται η οικονομική διακυβέρνηση που επιθυμεί η Γαλλία από την αρχή, ας μην κόψουμε το λεπτό νήμα που υφίσταται μεταξύ της "Ευρώπης" και της δημοκρατικής νομιμοποίησης».
Αυτή, λοιπόν, είναι η πραγματική αντιπαράθεση: η δημοκρατία εναντίον των αγορών. Στον βαθμό, επομένως, που η εθνική κυριαρχία συνιστά τη σημαντικότερη εγγύηση για την άσκηση της δημοκρατίας, αυτή ακριβώς είναι η αμεσότερη προτεραιότητα: η υπεράσπισή της με κάθε τίμημα.
Άλλωστε, όπως οι περισσότεροι πλέον παραδέχονται – παραδόξως (;) ακόμη και η Ανανεωτική Αριστερά, παρά την επί πολλά χρόνια λατρεία τής άνευ όρων «ομοσπονδοποίησης» της Ευρώπης –, το εθνικό κράτος αποτελεί το τελευταίο εναπομείναν πεδίο άσκησης της ίδιας της πολιτικής...