Στον τραπεζικό κλάδο είναι πλέον διάχυτη η εικόνα ότι από τις αρχές του επόμενου χρόνου, οπότε θα δημοσιοποιηθούν τα αποτελέσματα του ελέγχου, οι βασικοί μέτοχοι των τραπεζών θα βρεθούν αντιμέτωποι με το δίλημμα είτε να συμμετάσχουν σε αυξήσεις κεφαλαίου, βάζοντας αρκετά λεφτά από την τσέπη τους, είτε να χάσουν τον έλεγχο.
Οι βασικοί λόγοι είναι η καταγραφή των ζημιών από τα ομόλογα που θα ανταλλαγούν ή μετακυλιστούν, αλλά και τα επιπλέον βάρη που πιθανότατα θα προκύψουν από τα χαρτοφυλάκια δανείων τους. Και αυτό θα κρίνει το πόσο βαθιά θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη οι μέτοχοι.
♦ Αν προχωρήσουν, θα κρατήσουν τις τράπεζες, που θα είναι όμως πια πολύ μικρές σε κεφαλαιοποίηση, δεδομένης της μεγάλης χρηματιστηριακής πτώσης, άρα και ευάλωτες σε επιθετικές εξαγορές.
♦ Αν δεν το κάνουν, θα πρέπει να προχωρήσουν σε συνεργασίες και συγχωνεύσεις, όπως είναι και η κρυφή επιταγή του Μνημονίου. Σε αντίθετη περίπτωση είναι πολύ πιθανό να αναγκαστούν να προσφύγουν στη βοήθεια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τελικά να κρατικοποιηθούν.
Κρίσιμη η ρευστότητα
Ήδη το ενδεχόμενο αύξησης κεφαλαίου διαγράφεται ως «χρήσιμο» στο άμεσο μέλλον για τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες και θα γίνει «αναγκαίο» όταν τελειώσει η διαπραγμάτευση για το rollover των ελληνικών ομολόγων. Και μπορεί οι εξελίξεις στο πλαίσιο του ελέγχου να μην επηρεάζουν τη ρευστότητα των τραπεζών και την ασφάλεια των καταθέσεων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σκηνικό θα παραμείνει το ίδιο.
Αντίθετα όλες οι ενδείξεις (χρηματιστηριακές, θεσμικές και κεφαλαιακές) συνηγορούν στο ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κινείται με μαθηματική ακρίβεια πίσω στην εποχή που βρισκόταν πριν από τη μεγάλη του ανάπτυξη με τον σχηματισμό των μεγάλων ομίλων και την ευρωπαϊκή του επέκταση.
Άλλωστε τόσο η τρόικα όσο και η ΤτΕ, μέσω της οποίας θα γίνει ο έλεγχος, αντιλαμβάνονται ότι, αν η οικονομική κρίση εξελιχθεί σε τραπεζική, το παιχνίδι θα χαθεί. Ήδη η «ανάληψη» αρκετών δισ. ευρώ τουΔημοσίου στις αρχές της εβδομάδας από τις τράπεζες, προκειμένου να πληρωθούν οι υποχρεώσεις των ομολόγων και του δανεισμού, έδειξε ότι η ρευστότητα είναι σε κρίσιμα επίπεδα. Μπορεί να μην χρειάστηκε η προσφυγή στον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδότησης (ELA), αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Έτσι θεωρείται απαραίτητο οι τράπεζες να μπορούν να καλύπτουν τους νέους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε, με δεδομένη την ύφεση της οικονομίας, να μπορούν να απορροφούν ακόμη καιαπρόβλεπτες επισφάλειες. Παράλληλα (εδώ είναι και ο όρος που θέτουν οι ξένοι για να μπουν ως ιδιώτες στο πακέτο βοήθειας της Ελλάδας) να εμπνέουν εμπιστοσύνη σε ξένες τράπεζες και επενδυτές, ώστε να μπορούν να αντλούν κεφάλαια είτε από τη διατραπεζική είτε από τις ξένες αγορές κεφαλαίων. Και έτσι να μειώσουν και την εξάρτησή τους από την ΕΚΤ, που τον Ιούλιο σκαρφάλωσε στα ιστορικά υψηλά των 105 δισ. ευρώ αντί να μειωθεί στα 70-80 που ήταν ο στόχος... Το πρόβλημα, επομένως, είναι σοβαρό και πολλαπλό.
Όπως... Ιρλανδία;
Από την άλλη πλευρά, οι τραπεζίτες έχουν και τα δίκια τους για τα κριτήρια που επελέγη η BlackRock, όπως και για μερικές άλλες παραμέτρους που θα δούμε πιο κάτω. Ο πρώτος φόβος των τραπεζιτών είναι ότι στην Ιρλανδία, μετά την έλευση της BlackRock για έναν αντίστοιχο έλεγχο, όλεςοι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν.
Στην περίπτωση των ιρλανδικών τραπεζών, μετά τα τεστ, προέκυψαν επιπρόσθετες προβλέψεις ύψους 20 δισ. ευρώ. Όμως οι ιρλανδικές τράπεζες είχαν πολλά στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια subprime (απ’ αυτά ξεκίνησε η διεθνής κρίση, αν θυμάστε), κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν άλλου τύπου ζητήματα. Για παράδειγμα τις δεκάδες χιλιάδες ρυθμίσεις που κάνουν για να κρατούν ενήμερα δάνεια τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να έχουν γίνει «κόκκινα» και είτε να διαγράφονται είτε να παίρνουν προβλέψεις. Τα «κόκκινα» δάνεια σε χώρες με ύφεση τύπου Ελλάδας έφτασαν στο 20%-30% στο απόγειο της κρίσης. Άρα και εδώ τα ποσοστά θα φτάσουν ανάλογα επίπεδα αντί του 10%-15% που έχουν προβλέψει οι τράπεζες.
Εδώ λοιπόν οι τράπεζες ανησυχούν ότι το πόρισμα του ελέγχου θα ανεβάσει τις επισφάλειες και θα αξιολογήσει την οικονομική τους επάρκεια κάτω από το όριο του 10%, κάτι που θα πλήξει τη φερεγγυότητά τους. Η ανησυχία δεν είναι παράλογη, αφού από το δίκτυο της ΤτΕ έχει «μεταδοθεί» ότι ο έλεγχος στα δανειακά χαρτοφυλάκια θα είναι εξονυχιστικός.
Οι αισιόδοξοι τραπεζίτες λένε ότι δεν μπορεί τα διαγνωστικά τεστ της BlackRock να διαφέρουν πολύ από τα αποτελέσματα των stress tests της ΕΚΤ που βασίστηκαν σε δυσμενείς υποθέσεις (π.χ. με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 15%). Άλλοι, όμως, ανησυχούν ότι, αν η BlackRock «μπουκάρει» στα λογιστήρια, «θα τα δουν όλα». Και εδώ δεν εννοούν μόνο ένα έμμεσο due dilligence, αλλά πιθανές πρακτικές τραπεζών για τον περιορισμό των προβλέψεων ώστε να μην πέσουν περισσότεροι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Έτσι, σε αυτές τις συνθήκες, τα διαγνωστικά τεστ ίσως αναγκάσουν αρκετές τράπεζες να προχωρήσουν σεμεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου για να ικανοποιούν το ελάχιστο όριο επάρκειας του 10% για τον δείκτη Core Tier Ι από το 2012. Κάτι που, όπως θα δούμε, θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε αναδιάταξη του κλάδου και ίσως το πέρασμά του σε... ξένα (ή άλλα) χέρια.
Η «ταυτότητα» της BlackRock
Ποια είναι, επιτέλους, αυτή η BlackRock, η οποία θα αποτελέσει τον ελεγκτή και... τρόμο των ελληνικών τραπεζών μέχρι το τέλος του έτους; Ας γνωρίσουμε τον νέο αυτόν παίκτη, αφού κανείς δεν φρόντισε να μας τον... συστήσει.
Σήμερα η BlackRock θεωρείται ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος διαχειριστής χρήματος στον κόσμο. Έχει έδρα στη Νέα Υόρκη, πελάτες σε 60 χώρες, περίπου 10.000 υπαλλήλους, ενώ εδώ και μόλις δύο χρόνια κατέχει τα πρωτεία - από τότε, δηλαδή, που εξαγόρασε την Barclays Global Investors σε ένα στρατηγικό ντιλ 14 δισ. δολαρίων.
Σε αντίθεση με τις Goldman και Lazard, που σφύζουν από... εκατονταετίες τραπεζικής συνωμοσιολογίας, η BlackRock μετρά μόνο 23 χρόνια ζωής. Ιδρύθηκε το 1988 και αρχικά προσέφερε μόνο προϊόντα σταθερής απόδοσης, φροντίζοντας να μένει μακριά από τις δημόσιες ή τις ηχηρές υποθέσεις. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει όταν δύο μεγαλοστελέχη της (τότε) First Boston , οι Λάρι Φινκ και Ρομπερτ Κάπιτο, άφησαν την τράπεζα για να δημιουργήσουν μια εταιρεία συμβούλων διαχείρισης κεφαλαίου, η οποία τέθηκε κάτω από την «ομπρέλα» της BlackStone Private Equity . Η νέα εταιρεία ονομάστηκε BlackStone Financial Management.
Το 1992 η κεντρική ομάδα αποφάσισε να εγκαταλείψει την «ομπρέλα» της BlackStone και μετονομάστηκε σε BlackRock. Μέχρι το 1999 είχε σχεδόν διπλασιάσει τα υπό διαχείριση κεφάλαιά της. Σιγά σιγά ήρθε και η ώρα των εξαγορών, με σημείο καμπής αυτή της Merrill Lynch Investment Managers (MLIM), το 2006. Η επέκταση δεν είχε τέλος, με τις συμφωνίες να πέφτουν σαν το χαλάζι και τους πελάτες να έρχονται σε αντίστοιχους ρυθμούς, είτε προς διαχείριση είτε προς... εξαγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι η BlackRock είναι σήμερα ο μεγαλύτερος μέτοχος της Apple με 5,5% - ένα μερίδιο που αντιστοιχεί σε 15 δισ. δολάρια. Η συμφωνία με την Barclays στα 13,5 δισ. δολάρια ήταν μάλλον «ψωμοτύρι» γι’ αυτή, που όμως την έβαλε σε ένα νέο πεδίο διαχείρισης κεφαλαίων, περίπου 1 τρισ. δολαρίων. Μετά τη συμφωνία αυτή, τα υπό διαχείριση κεφάλαιά της αγγίζουν τα 3,5 τρισ. δολ., ενώ το χαρτοφυλάκιο για το οποίο παρέχει επενδυτικές συμβουλές ξεπερνά τα 9 τρισ. Είναι, δηλαδή, η μεγαλύτερη διεθνώς επενδυτική εταιρεία.
Οι θεωρίες... συνωμοσίας
Καλά όλα αυτά για το... αμερικανικό όνειρο. Με την Ελλάδα, όμως, τι γίνεται; Ιδιαίτερα, αφού η αμερικανική επενδυτική τράπεζα πρακτικά βάζει στο μάτι (και στο χέρι) όλα τα δεδομένα των ελληνικών τραπεζών. Τόσο «αθώα» είναι τα πράγματα;
Τι λέει η... συνωμοσιολογία; Καταρχάς, ότι η BlackRock ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την BlackStone: η απόσχιση ήταν εικονική, ούτως ώστε να μην έχει τα όποια «βάρη» του ομίλου Blackstone, ο οποίος παρείχε τις «διασυνδέσεις». Μέλη της οικογένειας Ρότσιλντ βρίσκονται ανέκαθεν στο Δ.Σ. της BlackStone - μέχρι το 2008 ήταν ο Nathaniel Jacob Rothsch ild και έκτοτε ο Randall Rothsch ild, ως διευθύνων σύμβουλος.
Επίσης η Black Rock , μέσω των κεφαλαίων που διαχειρίζεται προς όφελος τρίτων, τυχαίνει να είναι οδεύτερος μεγαλύτερος διεθνής επενδυτής στο Χ.Α. με θέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος, την ΕΤΕ, την EFG Euroba nk και την Εμπορική. Και όλως τυχαίως - πάλι μέσω των υπό διαχείριση κεφαλαίων ή των συμβουλών ρίσκου - θεωρείται και σημαντικός μέτοχος των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s καιS&P. Ακόμη, αξιωματούχοι της κατείχαν υψηλά αξιώματα ή ήταν συνδεδεμένοι με τους τρεις βασικούς οίκους αξιολόγησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ρίτσαρντ Τζενρέτ, μέλος του Δ.Σ. της Blackstone (μητρικής της BlackRock) και πρώην διευθυντής της McGraw-Hill, μητρικής του οίκου Standard & Poor’s.
Εάν λοιπόν όλα αυτά... αληθεύουν, γιατί η Τράπεζα της Ελλάδος κάλεσε την BlackRock να αξιολογήσει τις ελληνικές τράπεζες; Γιατί της έδωσε τη δυνατότητα να «ξεσκονίσει» τα λογιστήρια, όπως θα έπραττε ένας μελλοντικός αγοραστής; Κι επίσης, γιατί της έδωσε προνόμιο να είναι η μόνη που θα μιλήσει για το μέλλον των ελληνικών τραπεζών, καθορίζοντας απολύτως την τύχη τραπεζών και μετόχων τους προσεχείς μήνες;
Η απάντηση είναι απλή: Με τον μηχανισμό ενίσχυσης ρευστότητας στη διάθεση της Ελλάδας και των τραπεζών της, η ΤτΕ απλώς... δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτοί που (μας) πληρώνουν, θέλουν συγκεκριμένες εγγυήσεις. Εγγυήσεις τις οποίες, στην παρούσα φάση, κλήθηκε να προσφέρει η BlackRock. Το τι θα συμβεί ή μπορεί να συμβεί το έχετε ήδη διαβάσει σε αυτό το αφιέρωμα...
Τι θα κάνει στην Ελλάδα
Η ανάλυση της κατάστασης των ελληνικών τραπεζών θα γίνει από την BlackRock με τα στοιχεία της 30.6.2011, ενώ το πόρισμά της θα παραδοθεί στην ΤτΕ. Η ΤτΕ έχει επισήμως την ευθύνη να δώσει στον οίκο τα μακροοικονομικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν στοιχεία καθοριστικής σημασίας για τις εκτιμήσεις του. Εδώ υπάρχει και η πρώτη ασάφεια, αφού το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν είναι απολύτως ακριβές λόγω της διεθνούς συγκυρίας, ενώ υπάρχουν εκκρεμότητες στην υλοποίηση των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της 21ης Ιουλίου, στις αποκρατικοποιήσεις και σε άλλους παράγοντες, που δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί.
Εκτός από τον διαγνωστικό έλεγχο, η BlackRock θα κάνει και εκτίμηση για τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών μέχρι το 2014. Στο μικροσκόπιο θα μπουν όλες οι τράπεζες με έδρα τη χώρα μας. Δηλαδή, εκτός από τις ελληνικές τράπεζες, θα ελεγχθούν και οι θυγατρικές πολυεθνικών που εδρεύουν στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η Geniki και η Emporiki, αλλά όχι η Marfin και η τράπεζα Κύπρου.
Στην πρώτη ομάδα ελέγχου εντάσσονται επτά τράπεζες. Πρόκειται δηλαδή για τις τέσσερις μεγάλες (ΕΤΕ, Alpha, Eurobank, Πειραιώς), καθώς και τις ΑΤΕ, Τ.Τ. και Emporiki. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι 11 μικρότερες. Η Black Rock θα ξεκινήσει αυτή τη βδομάδα συναντήσεις με τις υπό έλεγχο τράπεζες, για να τους αποσαφηνίσει τη μεθοδολογία του ελέγχου και τα στοιχεία που θα χρειαστεί από τις τράπεζες, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον έλεγχο. Οι συναντήσεις αρχίζουν στις 29 Αυγούστου και λήγουν στις 14 Σεπτεμβρίου για την πρώτη ομάδα, ενώ για τη δεύτερη θα γίνουν από 15 έως 29 Σεπτεμβρίου. Στόχος η έρευνα να έχει ολοκληρωθεί έως τον Νοέμβριο, έτσι ώστε το πόρισμα να παραδοθεί στην ΤτΕ στο τέλος του έτους. Με βάση τη διαγνωστική μελέτη της BlackRock, το κόστος του rollover για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και το κριτήριο του 10% για την επάρκεια κεφαλαίων τους (που τίθεται από την 1η Ιανουαρίου του 2012), η ΤτΕ θα υποδείξει ποιες θα πρέπει να προχωρήσουν (αν πρέπει) σε αυξήσεις κεφαλαίου.