Στη γενικότερη συζήτηση για τα ζητήματα των αποζημιώσεων που αφορούν εγκλήματα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής δεν έχουν τύχει της δέουσας προσοχής οι διατάξεις των άρθρων 17, 5 και 2 της Συμφωνίας του Λονδίνου της 27.02.1953 περί εξωτερικών Γερμανικών Χρεών (Ν. 3480/1956)1. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Γερμανία ανέλαβε την υποχρέωση, μετά την επανένωσή της (άρθρο 5 παρ. 2), όχι μόνο να ρυθμίσει τις εξωσυμβατικές αποζημιωτικές υποχρεώσεις της (οφειλές από αδικοπραξίες των στρατευμάτων κατοχής) αλλά και να εκδώσει εκείνες τις νομοθετικές διατάξεις και να λάβει εκείνα τα διοικητικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, καθώς επίσης και να τροποποιήσει ή να καταργήσει νομοθετικές διατάξεις και διοικητικές πράξεις που δεν είναι συμβατές με τη Συμφωνία αυτή και τα Παραρτήματα αυτής. Ρητώς συμφωνήθηκε μάλιστα στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 (α) της Συμφωνίας του Λονδίνου ότι ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ή όχι αμοιβαιότητα μεταξύ της Γερμανίας και της χώρας στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, η Γερμανία θα δίνει σε οιονδήποτε πιστωτή το δικαίωμα να πετύχει διά των Γερμανικών Δικαστηρίων και των Γερμανικών Αρχών την εκτέλεση των δικαστικών ή διαιτητικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε κάποια από τις πιστώτριες χώρες μετά την έναρξη της παρούσας Συμφωνίας.
Κατά παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών, η Γερμανία κατήργησε μονομερώς διά της νομοθεσίας της (παρ. 16 του γερμανικού νόμου για τη σύσταση Ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον») γενικά από τις 12.08.2000 τη δυνατότητα άσκησης αξιώσεων αποζημίωσης για τα ναζιστικά εγκλήματα. Ταυτόχρονα, κατ' εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 7 του Νόμου του Ράιχ περί αστικής ευθύνης δημοσίου (1910), η Γερμανία αποστέρησε σε αλλοδαπούς «πιστωτές» (θύματα εγκλημάτων στρατευμάτων κατοχής) κάθε πρόσβαση στα γερμανικά δικαστήρια με το επιχείρημα της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης.
Με βάση την ανωτέρω διάταξη (η οποία ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο) αλλοδαποί δύνανται να ασκούν δικαστικά αξιώσεις αποζημίωσης κατά του γερμανικού Δημοσίου, μόνο εφ' όσον κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας υπήρχε διεθνής συμφωνία μεταξύ του Ράιχ και της χώρας προέλευσης του πιστωτή, με την οποία θεμελιωνόταν αμοιβαιότητα, το δικαίωμα δηλαδή και των υπηκόων του Ράιχ να στραφούν δικαστικώς κατά του αντίστοιχου αλλοδαπού Δημοσίου. Μια τέτοια Διεθνής Συμφωνία δεν υπήρχε, ωστόσο, με καμία ευρωπαϊκή χώρα. Ο κατά τα ανωτέρω αποκλεισμός του δικαιώματος ιδιωτών να στραφούν δικαστικώς κατά του Γερμανικού Δημοσίου (ως καθολικού διαδόχου του Γερμανικού Ράιχ) αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαίου από τη σύγχρονη Γερμανία, αφού συγκρούεται με την προαναφερθείσα υποχρέωσή της, την οποία ανέλαβε με τη Συμφωνία του Λονδίνου (άρθρο 17 παρ. 3 α) και δη ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη αμοιβαιότητας.
Η παραβίαση αυτή έχει συνέπεια ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων στερείται το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας (άρθρο ΙΙ της Συμφωνίας του Λονδίνου της 27.02.1953, άρθρα 3 και 23 της 4ης Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης του 1907 περί των νόμων και των εθίμων του κατά ξηράν πολέμου). Στη Συμφωνία του Λονδίνου η Γερμανία, ως οφειλέτης, αποδέχτηκε κατ' αρχήν τη δυνατότητα της εναγωγής της ενώπιον των Δικαστηρίων των πιστωτριών χωρών αναφορικά με αξιώσεις σχετιζόμενες με τη Συμφωνία αυτή. Κατά τον τρόπο αυτό παραιτήθηκε από το προνόμιο της ετεροδικίας και την ασυλία δικαιοδοσίας και εκτέλεσης. Συνεπώς, στο πλαίσιο του άρθρου 5 της Συμφωνίας του Λονδίνου, τα ελληνικά και τα ιταλικά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να εκδικάσουν αξιώσεις ιδιωτών κατά της Γερμανίας (ως καθολικού διαδόχου του Γερμανικού Ράιχ) που προέρχονται από αδικοπραξίες. Κάτι τέτοιο δεν θα επιτρεπόταν, μόνο αν η Γερμανία είχε συμφωνήσει και καθορίσει κατά τρόπο σαφή και αποκλειστικό στο πλαίσιο των συμβατικών ορίων την πρόσβαση στα δικαστήρια της χώρας της.
Ομως, αντίθετα, αφού η Γερμανία απέκλεισε μονομερώς τη δυνατότητα αυτή, υποχρεούται με βάση τη Συμφωνία του Λονδίνου να αποδέχεται την εναγωγή της ενώπιον των δικαστηρίων των πιστωτριών χωρών.
* Δικηγόρος στη Φλωρεντία, συνήγορος των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου ενώπιον του Ιταλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το εν λόγω Δικαστήριο εξέδωσε στις 12.01.2011 απόφαση, σύμφωνα με την οποία η υπ' αριθμ. 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και η υπ' αριθμ. 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δύνανται να εκτελεστούν στην Ιταλία κατά του Γερμανικού Δημοσίου.
** Δικηγόρος Αθηνών, πρώην υπότροφος του Γερμανικού Φιλελεύθερου Ιδρύματος Friedrich Naumann.
1. Αξιομνημόνευτο είναι στο πλαίσιο αυτό ότι η Συμφωνία του Λονδίνου προβλέπει στο άρθρο 28 τη σύσταση Διαιτητικού Δικαστηρίου για την επίλυση όποιας διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της Συμφωνίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα της ετεροδικίας και της ασυλίας δικαιοδοσίας και εκτέλεσης της Γερμανίας, θα έπρεπε να επιλυθεί ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ομως η ανάπτυξη του θέματος αυτού θα ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος άρθρου.
www.enet.gr