«Η κυβέρνηση οφείλει έστω και τώρα να
προβεί στην πλήρη ανατροπή του φορολογικού συστήματος της χώρας, και να
θεσπίσει ένα απλό...
σταθερό, δίκαιο και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα που θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα γενικότερου εκσυγχρονισμού, αλλά και μέσο άρσης σειράς επενδυτικών αντικινήτρων».
Στην δήλωση αυτή προέβει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, δίνοντας στην δημοσιότητα τις βασικές θέσεις του ΕΒΕΑ στο πλαίσιο του διαλόγου για την τροποποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ τόνισε ακόμη ότι: «Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για άλλους πειραματισμούς, και η σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών δεν θα πρέπει να επαναλάβει τα ίδια λάθη με την προηγούμενη. Και κυρίως, δεν θα πρέπει να ακολουθήσει την ίδια αποτυχημένη συνταγή αύξησης των φόρων που αποδείχθηκε καταστροφική. Καθήκον του υπουργού Οικονομικών και της κυβέρνησης δεν είναι να διαπιστώσουν απλά τις δραματικές εξελίξεις που έχουν προκαλέσει οι επιλογές τους, αλλά να αναζητούν τα πραγματικά αίτια των εξελίξεων αυτών που δεν είναι άλλα από τις διαδοχικές φορολογικές αφαιμάξεις και την οριζόντια λιτότητα. Καθήκον τους είναι να αποδοκιμάσουν έμπρακτα την αποδεδειγμένη πλέον λανθασμένη «θεραπευτική αγωγή» και να υιοθετήσουν έγκαιρα μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και ενίσχυσης της ανάπτυξης».
Το ΕΒΕΑ θεωρεί ότι η αισθητή μείωση των υπέρογκων, σήμερα, φορολογικών επιβαρύνσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας, την ενθάρρυνση των επενδύσεων, την άνοδο της ζήτησης, της παραγωγής, των εξαγωγών και της απασχόλησης.
Ο υπουργός Οικονομικών, θέτοντας ως προϋπόθεση κάθε αλλαγής στο φορολογικό μας σύστημα τη διατήρηση των σημερινών δημοσιονομικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και των διαδοχικών μνημονίων, που όλα έχουν σχεδιαστεί με βάση μία καθαρά φοροεισπρακτική λογική, περιόρισε αισθητά, την έκταση της φορολογικής μεταρρύθμισης, αφού κάθε αλλαγή θα πρέπει να συνοδεύεται, υποχρεωτικά, από μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος ( η μείωση π.χ. ενός φόρου θα πρέπει να συνοδεύεται με ανάλογες αυξήσεις άλλων φόρων). Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι σύντομα θα βρεθούμε στην ανάγκη μιας νέας φορολογικής μεταρρύθμισης, αφού οι αναγκαίες ανατροπές απαιτούν αποκήρυξη της μνημονιακής λογικής.
Το ΕΒΕΑ πιστεύει ότι η χώρα, μόνο με την ανάπτυξη θα βγει από την κρίση και ανάπτυξη, με τη σημερινή υπερφορολόγηση των πάντων, δεν είναι εφικτή.
Παράλληλα, το ΕΒΕΑ είναι πεπεισμένο ότι η δραστική μείωση των φορολογικών, άμεσων και έμμεσων, συντελεστών, θα οδηγήσει, μέσω της ανάπτυξης, που θα προκαλέσει, σε αύξηση και όχι σε μείωση, των συνολικών φορολογικών εσόδων, σε αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και σε περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, με συνέπεια τελικά και τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων.
Ι. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε, κατ’ αρχήν, επιτακτικά αναγκαία τη δραστική σταθερή μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, ως εξής:
• Ενιαίος και χαμηλός (15%) συντελεστής φορολόγησης διανεμόμενων και μη, επιχειρηματικών κερδών (τα διανεμόμενα κέρδη συχνά χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση νέων καινοτόμων επενδυτικών σχεδίων, ενώ τα μη διανεμόμενα κέρδη δε χρησιμοποιούνται πάντοτε ορθολογικά). Με τον τρόπο αυτόν, πέραν της επαναδραστηριοποίησής της παραγωγικής μηχανής, θα περιοριστούν η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, ενώ θα μειωθεί και η ένταση του ενδοκοινοτικού φορολογικού ντάμπινγκ.
• Μείωση του υψηλού φορολογικού συντελεστή Φ.Π.Α., από το σημερινό 23% στο 18% και του χαμηλού, από το σημερινό 13% στο 8% και κατάργηση του μειωμένου (6,5%) συντελεστή Φ.Π.Α. Στο χαμηλό συντελεστή θα υπάγονται τα προϊόντα που καταναλώνονται κυρίως από τις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις και εκείνα που ενθαρρύνουν ή υπηρετούν πολιτικές περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ στον υψηλό συντελεστή θα υπάγονται τα προϊόντα που καταναλώνονται κυρίως από εύπορες εισοδηματικές τάξεις.
• Μείωση των άμεσων και έμμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων που έχουν σήμερα καταστήσει απαγορευτική την αγορά ακινήτων και κατ’ επέκταση, την επανδραστηριοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας.
• Επαναφορά του αφορολόγητου ποσού των 12.000€ (μηδενικός φορολογικός συντελεστής) για όλα τα νοικοκυριά των οποίων το συνολικό εισόδημα είναι μικρότερο του επίσημου ορίου της φτώχειας.
ΙΙ. Οι μειώσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων για να αποδώσουν πρέπει να πείθουν ότι θα είναι σταθερές.
Για το σκοπό αυτό θεωρούμε αναγκαία τα κάτωθι:
• Σαφής νομοθετική διαβεβαίωση ότι οι νέοι φορολογικοί συντελεστές δε θα διαφοροποιηθούν, δυσμενέστερα, κατά την επόμενη πενταετία, τουλάχιστον.
• Κατηγορηματική πολιτική δέσμευση ότι δε θα επιβληθούν νέες «έκτακτες» εισφορές και δε θα γίνουν άλλες «περαιώσεις» ή «αναβιώσεις περαιώσεων».
ΙΙΙ. Όμως, ακόμη και οι σταθερές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών δε θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα εάν δεν προηγηθεί απλοποίηση και ριζικός εκσυγχρονισμός του θεσμικού και νομικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις φορολογούμενων και φορολογικών αρχών και ειδικότερα:
• Προσδιορισμός σύντομης (5 χρόνια) προθεσμίας παραγραφής χωρίς δυνατότητα παράτασης των φορολογικών υποχρεώσεων, πέραν της οποίας τα φορολογικά βιβλία και στοιχεία θα μπορούν να καταστρέφονται.
• Πλήρης κατάργηση του αναχρονιστικού, πολύπλοκου και τυπολατρικού Κ.Β.Σ.
• Κωδικοποίηση όλων των ισχυουσών φορολογικών διατάξεων.
IV. Τέλος, για την ενίσχυση της ρευστότητας, αλλά και για την αποκατάσταση σχέσεων ισότητας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους φορολογούμενους, επιβάλλεται η άμεση απόδοση στις επιχειρήσεις όλων των οφειλόμενων από το δημόσιο ποσών, με τη ρητή διαβεβαίωση ότι δε θα υπάρξουν στο μέλλον, παρόμοιες, απαράδεκτες μεθοδεύσεις.
V. Όσον αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής, που πράγματι αποτελεί οικονομική και κοινωνική μάστιγα, πιστεύουμε ότι οι προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν συστηματικά προς δύο κατευθύνσεις:
• Την πλήρη και αναλυτική καταγραφή του εθνικού μας πλούτου και όλων των κατόχων του
• Την ευρύτερη εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων διασταύρωσης φορολογικών πληροφοριών
• Την επιτάχυνση της παραγωγικής μας αναδιάρθρωσης, με την ενθάρρυνση της δημιουργίας μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, που πιο εύκολα ελέγχονται φορολογικά και πιο δύσκολα φοροδιαφεύγουν και τον περιορισμό των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, όπου οι ελεγκτικές παρεμβάσεις των φορολογικών οργάνων είναι, τις περισσότερες φορές, προβληματικές.
Τα υψηλά πρόστιμα, η ποινικοποίηση της φοροδιαφυγής και η φυλάκιση επιχειρηματιών, ακόμη και για μικρές οφειλές προς την εφορία, σε εποχές αρνητικής πιστωτικής επέκτασης και ανεξόφλητων υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 6 δισ. ευρώ και πλέον, ενθαρρύνουν παραοικονομικές συμπεριφορές και εντείνουν το αίσθημα αδικίας που δημιουργεί το φορολογικό μας σύστημα στους συνεπείς φορολογούμενους.
σταθερό, δίκαιο και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα που θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα γενικότερου εκσυγχρονισμού, αλλά και μέσο άρσης σειράς επενδυτικών αντικινήτρων».
Στην δήλωση αυτή προέβει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, δίνοντας στην δημοσιότητα τις βασικές θέσεις του ΕΒΕΑ στο πλαίσιο του διαλόγου για την τροποποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ τόνισε ακόμη ότι: «Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για άλλους πειραματισμούς, και η σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών δεν θα πρέπει να επαναλάβει τα ίδια λάθη με την προηγούμενη. Και κυρίως, δεν θα πρέπει να ακολουθήσει την ίδια αποτυχημένη συνταγή αύξησης των φόρων που αποδείχθηκε καταστροφική. Καθήκον του υπουργού Οικονομικών και της κυβέρνησης δεν είναι να διαπιστώσουν απλά τις δραματικές εξελίξεις που έχουν προκαλέσει οι επιλογές τους, αλλά να αναζητούν τα πραγματικά αίτια των εξελίξεων αυτών που δεν είναι άλλα από τις διαδοχικές φορολογικές αφαιμάξεις και την οριζόντια λιτότητα. Καθήκον τους είναι να αποδοκιμάσουν έμπρακτα την αποδεδειγμένη πλέον λανθασμένη «θεραπευτική αγωγή» και να υιοθετήσουν έγκαιρα μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και ενίσχυσης της ανάπτυξης».
Το ΕΒΕΑ θεωρεί ότι η αισθητή μείωση των υπέρογκων, σήμερα, φορολογικών επιβαρύνσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας, την ενθάρρυνση των επενδύσεων, την άνοδο της ζήτησης, της παραγωγής, των εξαγωγών και της απασχόλησης.
Ο υπουργός Οικονομικών, θέτοντας ως προϋπόθεση κάθε αλλαγής στο φορολογικό μας σύστημα τη διατήρηση των σημερινών δημοσιονομικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και των διαδοχικών μνημονίων, που όλα έχουν σχεδιαστεί με βάση μία καθαρά φοροεισπρακτική λογική, περιόρισε αισθητά, την έκταση της φορολογικής μεταρρύθμισης, αφού κάθε αλλαγή θα πρέπει να συνοδεύεται, υποχρεωτικά, από μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος ( η μείωση π.χ. ενός φόρου θα πρέπει να συνοδεύεται με ανάλογες αυξήσεις άλλων φόρων). Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι σύντομα θα βρεθούμε στην ανάγκη μιας νέας φορολογικής μεταρρύθμισης, αφού οι αναγκαίες ανατροπές απαιτούν αποκήρυξη της μνημονιακής λογικής.
Το ΕΒΕΑ πιστεύει ότι η χώρα, μόνο με την ανάπτυξη θα βγει από την κρίση και ανάπτυξη, με τη σημερινή υπερφορολόγηση των πάντων, δεν είναι εφικτή.
Παράλληλα, το ΕΒΕΑ είναι πεπεισμένο ότι η δραστική μείωση των φορολογικών, άμεσων και έμμεσων, συντελεστών, θα οδηγήσει, μέσω της ανάπτυξης, που θα προκαλέσει, σε αύξηση και όχι σε μείωση, των συνολικών φορολογικών εσόδων, σε αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και σε περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, με συνέπεια τελικά και τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων.
Ι. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε, κατ’ αρχήν, επιτακτικά αναγκαία τη δραστική σταθερή μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, ως εξής:
• Ενιαίος και χαμηλός (15%) συντελεστής φορολόγησης διανεμόμενων και μη, επιχειρηματικών κερδών (τα διανεμόμενα κέρδη συχνά χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση νέων καινοτόμων επενδυτικών σχεδίων, ενώ τα μη διανεμόμενα κέρδη δε χρησιμοποιούνται πάντοτε ορθολογικά). Με τον τρόπο αυτόν, πέραν της επαναδραστηριοποίησής της παραγωγικής μηχανής, θα περιοριστούν η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, ενώ θα μειωθεί και η ένταση του ενδοκοινοτικού φορολογικού ντάμπινγκ.
• Μείωση του υψηλού φορολογικού συντελεστή Φ.Π.Α., από το σημερινό 23% στο 18% και του χαμηλού, από το σημερινό 13% στο 8% και κατάργηση του μειωμένου (6,5%) συντελεστή Φ.Π.Α. Στο χαμηλό συντελεστή θα υπάγονται τα προϊόντα που καταναλώνονται κυρίως από τις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις και εκείνα που ενθαρρύνουν ή υπηρετούν πολιτικές περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ στον υψηλό συντελεστή θα υπάγονται τα προϊόντα που καταναλώνονται κυρίως από εύπορες εισοδηματικές τάξεις.
• Μείωση των άμεσων και έμμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων που έχουν σήμερα καταστήσει απαγορευτική την αγορά ακινήτων και κατ’ επέκταση, την επανδραστηριοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας.
• Επαναφορά του αφορολόγητου ποσού των 12.000€ (μηδενικός φορολογικός συντελεστής) για όλα τα νοικοκυριά των οποίων το συνολικό εισόδημα είναι μικρότερο του επίσημου ορίου της φτώχειας.
ΙΙ. Οι μειώσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων για να αποδώσουν πρέπει να πείθουν ότι θα είναι σταθερές.
Για το σκοπό αυτό θεωρούμε αναγκαία τα κάτωθι:
• Σαφής νομοθετική διαβεβαίωση ότι οι νέοι φορολογικοί συντελεστές δε θα διαφοροποιηθούν, δυσμενέστερα, κατά την επόμενη πενταετία, τουλάχιστον.
• Κατηγορηματική πολιτική δέσμευση ότι δε θα επιβληθούν νέες «έκτακτες» εισφορές και δε θα γίνουν άλλες «περαιώσεις» ή «αναβιώσεις περαιώσεων».
ΙΙΙ. Όμως, ακόμη και οι σταθερές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών δε θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα εάν δεν προηγηθεί απλοποίηση και ριζικός εκσυγχρονισμός του θεσμικού και νομικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις φορολογούμενων και φορολογικών αρχών και ειδικότερα:
• Προσδιορισμός σύντομης (5 χρόνια) προθεσμίας παραγραφής χωρίς δυνατότητα παράτασης των φορολογικών υποχρεώσεων, πέραν της οποίας τα φορολογικά βιβλία και στοιχεία θα μπορούν να καταστρέφονται.
• Πλήρης κατάργηση του αναχρονιστικού, πολύπλοκου και τυπολατρικού Κ.Β.Σ.
• Κωδικοποίηση όλων των ισχυουσών φορολογικών διατάξεων.
IV. Τέλος, για την ενίσχυση της ρευστότητας, αλλά και για την αποκατάσταση σχέσεων ισότητας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους φορολογούμενους, επιβάλλεται η άμεση απόδοση στις επιχειρήσεις όλων των οφειλόμενων από το δημόσιο ποσών, με τη ρητή διαβεβαίωση ότι δε θα υπάρξουν στο μέλλον, παρόμοιες, απαράδεκτες μεθοδεύσεις.
V. Όσον αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής, που πράγματι αποτελεί οικονομική και κοινωνική μάστιγα, πιστεύουμε ότι οι προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν συστηματικά προς δύο κατευθύνσεις:
• Την πλήρη και αναλυτική καταγραφή του εθνικού μας πλούτου και όλων των κατόχων του
• Την ευρύτερη εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων διασταύρωσης φορολογικών πληροφοριών
• Την επιτάχυνση της παραγωγικής μας αναδιάρθρωσης, με την ενθάρρυνση της δημιουργίας μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, που πιο εύκολα ελέγχονται φορολογικά και πιο δύσκολα φοροδιαφεύγουν και τον περιορισμό των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, όπου οι ελεγκτικές παρεμβάσεις των φορολογικών οργάνων είναι, τις περισσότερες φορές, προβληματικές.
Τα υψηλά πρόστιμα, η ποινικοποίηση της φοροδιαφυγής και η φυλάκιση επιχειρηματιών, ακόμη και για μικρές οφειλές προς την εφορία, σε εποχές αρνητικής πιστωτικής επέκτασης και ανεξόφλητων υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 6 δισ. ευρώ και πλέον, ενθαρρύνουν παραοικονομικές συμπεριφορές και εντείνουν το αίσθημα αδικίας που δημιουργεί το φορολογικό μας σύστημα στους συνεπείς φορολογούμενους.