Ντρέπομαι και κλαίω, που πέρασα τριάντα επαγγελματικά χρόνια σε ένα ίδρυμα και τώρα αυτό καταστρέφεται. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα έφτανε μία μέρα που θα πουλιέται για… παλιοσίδερα. Θα ερχόταν ο παλιατζής να πάρει ότι καλό υπήρχε εκεί προκειμένου να ξεχρεώσει ο αδίστακτος σημερινός ιδιοκτήτης του. Για τη ΕΤ-1 μιλάω τόση ώρα. Από τα τέλη του 1982 βρέθηκα εκεί για να ξεκινήσω έναν άλλο δρόμο της δημοσιογραφίας. Μετά από 5-6 χρόνια εφημεριδάς, μου προσφέρθηκε μια θέση στην τηλεόραση, που θάμπωνε από τα φώτα της μικρούς και μεγάλους. Εκεί βρήκα (και δούλεψα μαζί τους) μεγάλους σε ηλικία συναδέλφους όλων των ειδικοτήτων που έσκυβαν δίπλα σου να σε βοηθήσουν, να λύσουν όποιο πρόβλημα υπήρχε. Και δεν ήταν λίγοι οι προηγούμενοι. Στρατιές ολόκληρες. Και πόσοι άλλοι μετά από μας. Για σκέψου ότι σ΄ αυτό τον χώρο, λειτούργησε για πρώτη φορά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Η ιστορία λέει πως από ένα παράπηγμα κάποια … τζιμάνια της εποχής ένωσαν 2-3 πομπούς και κάποια άλλα μηχανήματα και έβαλαν ένα πικάπ να παίζει. Άκουσαν οι φυματικοί από το νοσοκομείο Σωτηρία απέναντι και έβαλαν τις φωνές: «Από δω τα μεγάφωνα. Δεν ακούμε καλά». Αυτή ήταν η πρώτη εκπομπή. Σιγά –σιγά, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας διεθνώς, ο σταθμός Αθηνών έγινε σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων, μετά ΥΕΝΕΔ, στη συνέχεια τηλεοπτικός, μετά ΕΡΤ 2 (σαν τηλεόραση και 4ο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας), και τα τελευταία χρόνια μετονομάστηκε σε ΕΤ-1. Σ’ αυτά τα στούντιο λοιπόν γράφτηκε η ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την μεταπολίτευση και μετά. Χιλιάδες άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για να καταγράψουν στα πιο σύγχρονα (για την εποχή τους) μηχανήματα τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και τον κόσμο μεταφέροντας από τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς δέκτες τον παλμό της χώρας σε όλη την χώρα. Αυτοί ανέβηκαν στα βουνά για να στήσουν κεραίες ώστε το σήμα να φτάνει παντού. Αυτοί ίδρωναν ή βρέχονταν στους δρόμους καλύπτοντας όλα τα γεγονότα. Έτρεχαν από το αεροδρόμιο στο γήπεδο, από τη φωτιά στην εκκλησία και από εκεί στο έγκλημα, στην έκθεση ζωγραφικής χωρίς αυταπάρνηση, χωρίς υπερωρίες. Δεν θα ξεχάσω την πρόσφατη εκπομπή του Σερ. Φυντανίδη, για το πόσοι και ποιοι σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, υπηρέτησαν την στρατιωτική τους θητεία, σ΄αυτό το κτίριο. Σίγουρα έγιναν και λάθη. Η «λούφα και παραλλαγή» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όμως άλλοι ήταν οι ρυθμοί της ζωής. Υπήρχε το κάτι άλλο, το ξεχωριστό, που σε έδενε με τον χώρο δουλειάς. Υπήρξαν κι εποχές που έβλεπαν όλοι ότι το καράβι δεν στρίβει καλά για να μπει στο λιμάνι. Ξοδεύονταν περισσότερα απ΄ όσα έμπαιναν στο ταμείο. Ακριβές παραγωγές και διάφορα άλλα, για τα οποία οι εργαζόμενοι δεν είχαν καμία ανάμειξη και σχέση. Μπορεί οι διοικούντες ή οι πιο πάνω τους. Και σήμερα όλα αλλάζουν. Η γωνία Μεσογείων και Κατεχάκη κατεδαφίζεται. Παύει να είναι το ιστορικό κτίριο της ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Όπως βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες την εποχή της αντιπαροχής, όπου ο εργολάβος πετάει στα σκουπίδια ότι υπάρχει και οι ιδιοκτήτες κλαίνε. Όπως έγινε και σ εκείνη με τον τίτλο: «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα». Όταν ο συνονόματος μου Αντωνάκης (Γιώργος Κωνσταντίνου) βρέθηκε με την γυναίκα του (Μάρω Κοντού) στα χαλάσματα του σπιτιού τους και ο εργολάβος δεν τους άφηνε να φιληθούν. Όμως μερικά χρόνια αργότερα θα κλαίμε όλοι όχι τόσο για την ανοικοδόμηση, αλλά γιατί ξεπουλήσαμε όλα τα νεοκλασικά κτίρια για να πέσει μπετόν. Όλοι όσοι υπηρέτησαν σ΄ αυτό το ιστορικό κτίριο θα πρέπει να υψώσουμε την φωνή μας ώστε να μην πέσει το μπετόν, τα ισοπεδώσει και τα πλακώσει όλα. Μπορούμε; Ναι, μπορούμε.
Αντ. Χ.
Δημοσιογράφος, μόλις 8 μήνες συνταξιούχος.