Ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος παραμένει λόγος ἀγάπης, στοργῆς, ἀληθείας καί γνησιότητος καί δέν στρέφεται κατά προσώπων, πού ἀποτελοῦν εἰκόνες θεοειδεῖς τοῦ αἰωνίου Θεοῦ, ἀλλά κατά τῆς τραγικότητος τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς γενεσιουργοῦ αἰτίας τῶν πολλῶν θλίψεων τοῦ κόσμου πού εἶναι ἡ σήμερον ἀπενοχοποιημένη ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς αὐτονομήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Δημιουργό του καί τῆς στρεβλῆς, ἀσταθοῦς καί ἀφελοῦς ἀποδοχῆς τοῦ δολίου δαιμονικοῦ περιπαίγματος περί λατρείας τῆς κτίσεως ὡς δῆθεν πηγῆς ἀκτίστου καί ἀφθίτου ζωῆς καί ἀληθείας, ἐνῷ στήν πραγματικότητα αὐτό ὁδηγεῖ ἀναποδράστως καί μαθηματικῶς στό θάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία, Σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἀδιαπτώτως περιβάλλει μέ ἄπειρη ἀγάπη καί συγκατάβαση τόν πεσμένο ἄνθρωπο ἀλλά κηδομένη τῆς αἰωνίου προοπτικῆς του, ὡς φιλόστοργος μήτηρ δέν δικαιοῦται νά ἀποδέχεται σιωπώσα τήν στρέβλωση τῆς παρούσης καί μελλούσης πραγματικότητος.
Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει στόν κόσμο κατά τόν λόγο τοῦ Δομήτορός Της Κυρίου, ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο ἀλλά γιά νά τόν σώσει, ἡ σωτηρία ὅμως δέν μπορεῖ νά ἑδράζεται στήν ἀναλήθεια καί στόν συμπνιγμό στήν ἐπιδερμικότητα.
Ἡ στρέβλωση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί ἡ ἐγκληματική ἀπομείωση καί ὁ εὐτελισμός τοῦ μεγίστου δώρου τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα σάν ἐφαλτηρίου ὑγιοῦς ψυχοσωματικῆς κοινωνίας ἀνδρός καί γυναικός, γιά τήν «συγκλήρωσιν τοῦ βίου παντός», πρέπει νά καταγγέλωνται καί κυρίως νά ἀποδομοῦνται στήν διάδοχη γενεά, ὥστε νά ἀποφεύγωνται ὡς «λοιμική νόσος».
Πλήρη ἀπόδειξη τῶν ἀνωτέρω ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι κατόπιν τῆς ἀπορρίψεως τῆς μηνύσεως κατά τοῦ προσώπου μου θά μποροῦσα ὅπως προβλέπεται στό δικαιϊκό μας σύστημα νά ζητήσω τήν αὐτεπάγγελτη ποινική δίωξη τῶν ἀνωτέρω γιά τήν ψευδῆ σέ βάρος μου καταμήνυση, δυνατότητα πού δέν προτίθεμαι νά ἐνεργοποιήσω ἐκ λόγων χριστιανικῆς πρός αὐτούς ἀγάπης καί συμπαθείας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ