Στα ίδια πλαίσια κινείται και το πρότερο έργο της «Οι νεκροί περιμένουν» με την διαφορά ότι η ιστορία εκτυλίσσεται λίγο πριν ξεσπάσει το ολοκαύτωμα της Σμύρνης και κατόπιν εστιάζουν στα αποτελέσματα της προσφυγιάς. Ο Βρεττάκος αποτιμώντας την αξία του κειμένου έγραψε: «Οι σελίδες της χυμώδεις, περιεκτικές, πειστικές, αναμφισβήτητες, αληθινές οι πιο δυνατές του είδους τους. Χαιρόμαστε ένα συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία αλλά ζωή. Ένα συγγραφέα που ανακαλύπτει τις πτυχώσεις του ατομικού και του ομαδικού ανθρώπινου δράματος». Πιο ιστορικό χαρακτήρα είχε το έργο της «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην ανατολική Ευρώπη», στο οποίο πραγματεύεται το ζήτημα με μια εμβριθή πολιτική ματιά.
Σπούδασε στην Γαλλία και κατά την επιστροφή της στην πατρίδα άρχισε να ασχολείται με την δημοσιογραφία αρθρογραφώντας στο περιοδικό «Γυναίκα» αλλά και σε άλλα έντυπα της εποχής και το 1944 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη». Κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο θα λάβει ενεργό μέρος στην αντίσταση και αυτή η περίοδος σε συνδυασμό κυρίως με την μεταπολεμική πολιτική κατάσταση που επικράτησε θα τροφοδοτήσει αργότερα την συγγραφική της πένα στα έργα «Η εντολή», «Κατεδαφιζόμεθα» και «Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου», μέσα από τα οποία σκιαγραφεί τις ζυμώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Η γραφή της ήταν έντονα βιωματική και βασίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην πλούσια σε γεγονότα ζωή της. Από εκεί κι έπειτα σκοπός της υπήρξε πάντα να αποδίδει τα μυθιστορηματικά της πρόσωπα και δρώμενα μέσα από ένα χωνευτήρι ιστορικής ανάλυσης. Ακόμη κι όταν υπέκυπτε σε προσωπικούς συναισθηματισμούς που μπορεί να αλλοίωναν σε σημεία τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κειμένων αυτό οφείλονταν εν πολλοίς ότι ποτέ δεν έπαψε να γράφει με αμέριστο πάθος την κάθε λέξη της.