τον πόλεμο κατά των Αθηναίων. Πρόκειται για την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Από τότε μέχρι τις ημέρες μας το χρήμα και ο δανεισμός διένυσαν μία απίστευτη περίοδο πολλών αιώνων, στην διάρκεια της οποίας, κατά κανόνα, βασιλείς, αυτοκράτορες, άρχοντες και στρατιωτικοί ηγέτες δανείζονταν για να κάνουν πολέμους ή να ζουν οι ίδιοι μέσα στην χλιδή. Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει κάπου στα μέσα του 16ου μ.Χ. αιώνα, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Ι δανείζεται 200.000 λίρες από τους εμπόρους του Παρισιού, όχι μόνον για να χρηματοδοτήσει στρατιωτικές δαπάνες αλλά και για να κάνει κάποια έργα κοινής ωφελείας. Κατά πολλούς ιστορικούς, αυτός ο δανεισμός ίσως να είναι και ο πρώτος δημόσιος στην οικονομική ιστορία.
Από θεωρητικής πλευράς, πάντως, για τον υπογράφοντα, η πρώτη σοβαρή θεωρητική προσέγγιση του δημοσίου χρέους έγινε από τον Άγγλο οικονομολόγο Νταίηβιντ Ρικάρντο, στο «Δοκίμιο για το Χρηματοδοτικό Σύστημα». Στο έργο του αυτό, ο Ρικάρντο αποδεικνύει ότι ένα δημόσιο χρέος έχει την ίδια επίπτωση με έναν φόρο. Και εξηγεί ότι η χρηματοδότηση δημοσίων αγαθών μπορεί να γίνει είτε δια της φορολογήσεως, είτε δια του δανεισμού. Στην πρώτη περίπτωση, οι φορολογούμενοι καλούνται να μειώσουν την κατανάλωσή τους για να πληρώσουν φόρους. Στην δεύτερη περίπτωση, εκ νέου περιορίζουν την ιδιωτική κατανάλωση για να αποταμιεύσουν. Δηλαδή, εμμέσως αποταμιεύουν για να πληρώσουν μελλοντικούς φόρους.
Με βάση την ρικαρντιανή συλλογιστική, εφόσον το χρέος είναι ισοδύναμο του φόρου, στον εθνικό πλούτο μετράει μόνον το μερίδιο των δημοσίων δαπανών και όχι η χρηματοδότησή τους. Έτσι, ο Ρικάρντο θεωρούσε, πρώτον, ότι το δημόσιο χρέος πρέπει να ισούται με τα φορολογικά έσοδα και, δεύτερον, ότι οι φορολογούμενοι είναι αιώνιοι. Όμως, στην περίφημη θεωρία του δεν έλεγε τίποτε για τον ρόλο των επιτοκίων στην χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους και στις επιπτώσεις τους όταν ο δανεισμός είναι υπερβολικός.
Στο επίπεδο αυτής της θεώρησης, επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, το κράτος είναι όντως αθάνατο. Συνεπώς, το κρίσιμο πρόβλημα του χρέους του δεν είναι αυτό της αποπληρωμής του, αλλά της ανθεκτικότητάς του. Με άλλα λόγια, ένα κράτος μπορεί εσαεί να είναι χρεωμένο –το θέμα είναι πόσο αντέχει να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του από το χρέος του. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική και πάνω της στηρίζεται η θεωρία περί “καλού” και “κακού” χρέους.
Ένα χρέος θεωρείται “καλό” όταν είναι ορθολογικώς χρήσιμο, δηλαδή όταν η ύπαρξή του αποφέρει περισσότερα κέρδη από την επιβάρυνση που αυτό συνεπάγεται. Ένα “καλό” χρέος είναι αυτό που, μέσω της χρησιμοποιήσεώς του, αυξάνεται το καθαρό ενεργητικό του κράτους, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μπορεί να το αποπληρώνει. Υποτίθεται, συνεπώς, ότι το χρέος χρηματοδοτεί αποδοτικές υλικές επενδύσεις μακροπρόθεσμης διάρκειας (μεταφορές, νοσοκομεία, κλπ.), ή άϋλες δραστηριότητες, όπως είναι η επιστημονική έρευνα, η επιμόρφωση του κοινού και το επίπεδο της δημόσιας τάξεως. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, η αποδοτικότητα των δημοσίων επενδύσεων είναι μετρήσιμη, γιατί μπορούμε να τις αξιολογούμε από τα έσοδα και τις δαπάνες που συνεπάγονται. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι “καλό” δημόσιο χρέος είναι το παραγωγικό, δηλαδή αυτό που μπορεί να παράγει προστιθέμενη αξία έστω και αν ο χαρακτήρας της τελευταίας είναι άϋλος.
Αντιθέτως, ένα δημόσιο χρέος είναι “κακό” όταν χρηματοδοτεί δαπάνες που αφορούν μιαν αδιαφανή άσκηση της εξουσίας και επενδύσεις μηδενικής χρησιμότητας. Είναι, επίσης, “κακό” ένα δημόσιο χρέος όταν χρησιμοποιείται για σκανδαλώδεις εξαγορές ψήφων και για δαπάνες που θα κληθούν να πληρώσουν οι προσεχείς γενιές. Κλασσική, από την άποψη αυτή, είναι η δομή και η λειτουργία του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος. Περιττόν, βέβαια, να τονιστεί ότι “κακό” χρέος είναι και το άθροισμα των τόκων που καλείται να πληρώσει μία υπερχρεωμένη κυβέρνηση.
Παρενθετικά σημειώνουμε –επειδή έγινε αρκετός λόγος στην Ελλάδα– ότι “επαχθές” θεωρείται ένα δημόσιο χρέος το οποίο χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση μιας δικτατορίας ή των αποκλειστικών συμφερόντων των δανειστών. Για το 2006, τα “επαχθή” χρέη ανέρχονταν σε 760 δισεκατ. δολλάρια και αφορούσαν 13 χώρες (Ινδονησία, Νιγηρία, Φιλιππίνες, Σουδάν, Περού, Κονγκό, Γκάνα, Νικαράγουα, Αϊτή, Μαλάουϊ, Μαλί, Πακιστάν και Νότιο Αφρική).
Με βάση τα κριτήρια της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά μέσον όρο, τα δημόσια χρέη σε ποσοστό 80% θεωρούνται “καλά”. Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, στην οποία το ποσοστό “κακού” χρέους είναι 60%. Και αυτό είναι σήμερα το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας μας. Έχει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος που είναι “στείρο” –δηλαδή, δεν έχει καμμιά απολύτως παραγωγική αξία. Ακόμα χειρότερα, επειδή το χρέος αυτό χρησιμοποιήθηκε για την διόγκωση της απασχόλησης στο Δημόσιο, είχε και σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις. Καλλιέργησε στην κοινωνία την “δημοσιολαγνεία”, η οποία, σε περιπτώσεις κρίσεων, παίζει σαφέστατο αρνητικό ρόλο: αφαιρεί από την κοινωνία σοβαρά στοιχεία δυναμισμού της, ενώ, αντιθέτως, ευνοεί στείρες κοινωνικές διεκδικήσεις από τους βολεμένους.
Αυτοί οι βολεμένοι αποτελούν σήμερα και το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και στην ουσία είναι εχθροί της. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αυτοί όχι! Και το στοίχημα για την χώρα είναι αυτό της εκβάσεως που θα έχει η αντιπαράθεση μεταξύ βολεμένων και δημιουργών.
postnews.gr