Υπήρξε, επίσης, και ο θεμελιωτής της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), γι αυτό και γνωρίζει εκ των ένδον τις αδυναμίες του εγχειρήματος. Αδυναμίες αμιγώς πολιτικο-οικονομικού χαρακτήρα, τις οποίες ο κ. Ζακ Ντελόρ, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική, δεν έπαψε να επισημαίνει και να τονίζει σε κάθε ευκαιρία.
Προσφάτως ακόμα υπογράμμισε σε συνέντευξή του ότι “το ευρώ κινδυνεύει, όχι τόσο γιατί υφίσταται πιέσεις από τις αγορές, όσο γιατί είναι πολιτικά απροστάτευτο και άρα ευάλωτο από όλους αυτούς που όχι μόνον περιμένουν την πτώση του, αλλά συμβάλλουν σε αυτήν…”. Σήμερα, λοιπόν, ο κ.Ζακ Ντελόρ, όπως δήλωσε, αισθάνεται “ντροπή για την Ευρώπη και θεωρεί απαράδεκτα τα όσα συμβαίνουν στους κόλπους της ευρωζώνης”. Από μια άποψη, δεν έχει άδικο. Τελικά, όμως, για άλλα πράγματα θα έπρεπε να είναι οργισμένος.
Εν πρώτοις, ο ίδιος πήρε μέρος στην εκπόνηση της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και αρκετές από τις προτάσεις της υπό την προεδρία του Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγιναν δεκτές. Επίσης, ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής γνωρίζει πολύ καλά ότι η Συμφωνία για την ΟΝΕ είχε συναντήσει την ισχυρή αντίδραση της Γερμανίας. Διότι, βασική προϋπόθεση τότε για την δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν η ένταξη σε αυτό του πανίσχυρου γερμανικού μάρκου, το οποίο, όμως, οι διαχειριστές του δεν επιθυμούσαν καθόλου να εκθέσουν στους κινδύνους των νομισματικών πολιτικών των χωρών της νότιας Ευρώπης –και αυτό το είχαν δηλώσει ξεκάθαρα. Χρειάστηκαν έτσι σκληρές διαπραγματεύσεις για να πεισθεί η γερμανική κυβέρνηση ότι ήταν απαραίτητη η είσοδος της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, γεγονός διόλου εύκολο την εποχή εκείνη.
Ταυτοχρόνως, η γερμανική κυβέρνηση έπρεπε να “πουλήσει” την αντικατάσταση του μάρκου –συμβόλου για τους Γερμανούς– από το ευρώ. Και, αν τελικά επετεύχθη η σχετική συμφωνία, αυτό έγινε δυνατό μόνον όταν οι διάφορες πλευρές αποδέχθηκαν σε μεγάλο ποσοστό τους γερμανικούς όρους δημοσιονομικής και νομισματικής ισορροπίας, όπως και τον αντιπληθωριστικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Επίσης, η γερμανική πλευρά όχι μόνον απέκλεισε κάθε δυνατότητα συνδρομής στα απείθαρχα μέλη της ευρωζώνης, αλλά επέβαλε στην σχετική Συνθήκη και πολύ αυστηρές ποινές, όπως για παράδειγμα την διακοπή των κοινοτικών επιδοτήσεων και την υποχρεωτική κατάθεση κεφαλαίου στην ΕΚΤ.
Όλα τα παραπάνω ο κ. Ζακ Ντελόρ τα είχε ζήσει και μάλιστα αυτός είναι που έπεισε και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιττεράν να βάλει νερό στο κρασί του μπροστά στις γερμανικές αξιώσεις –δεδομένου ότι οι τελευταίες δεν ήσαν ιδιαίτερα συμπαθείς στους σοσιαλιστές τότε αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ένωσης. Παρόλα αυτά, η Συμφωνία υπεγράφη και επικυρώθηκε και από τα εθνικά κοινοβούλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πλην όμως, από την υπογραφή της και μετά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέχθηκε διαδοχικές παραβιάσεις της Συμφωνίας και έκλεινε τα μάτια μπροστά σε κραυγαλέα ποδοπατήματά της, ιδιαιτέρως από την Ελλάδα. Μία Ελλάδα που γνώριζε πάρα πολύ καλά ότι οι Συνθήκες που είχε αποδεχθεί και υπογράψει δεν προέβλεπαν ούτε την διάσωση, ούτε έστω την συστηματική συνδρομή μιας χώρας της ευρωζώνης που θα όδευε συνειδητά προς χρεοκοπία. Ήταν επίσης γνωστό στον πρωθυπουργό της ΟΝΕ κ. Κ. Σημίτη ότι οι διατάξεις περί μη διασώσεως ήταν όροι που απεικόνιζαν το επίπεδο πολιτικής ενοποιήσεως της Ευρώπης την δεδομένη στιγμή. Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις περί ανεξαρτησίας της κεντρικής εκδοτικής αρχής από την πολιτική ηγεσία, καθώς επίσης και για την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως του Δημοσίου, ήτοι απαγορεύσης απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ με έκδοση χρήματος.
Οι όροι αυτοί, όπως γνωρίζουν όλοι οι Ευρωπαίοι αρμόδιοι, ετέθησαν κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– με πρωτοβουλία της Γερμανίας, όταν, κατά την ιστορική της ενοποίηση, τής ζητήθηκε να καταθέσει το πανίσχυρο μάρκο της στην υπηρεσία της Ευρώπης. Το μάρκο ήταν το ύψιστο εθνικό σύμβολο στην μεταπολεμική Γερμανία και οι πολίτες της ήταν αδύνατον να δεχθούν την διάβρωσή του από τον πληθωρισμό και από την χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων με έκδοση χρήματος. Ταυτοχρόνως, όμως, η Γερμανία όφειλε να δώσει στους εταίρους της μία έμπρακτη απόδειξη ότι η ενοποίησή της δεν αποσκοπεί στην δημιουργία μιας γερμανικής Ευρώπης αλλά, αντίθετα, στην δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας.
Ορισμένες χώρες –η Ελλάδα, λόγου χάρη– αποδέχθηκαν αυτούς τους όρους λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος προκειμένου να αντικαταστήσουν τα αδύνατα ως προς το μάρκο εθνικά τους νομίσματα και τις αναποτελεσματικές εθνικές νομισματικές πολιτικές με ένα ευρωπαϊκό νόμισμα που θα ήταν το ίδιο ισχυρό, το ίδιο αξιόπιστο και το ίδιο σταθερό όσο και το μάρκο και με ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Όμως, σύμφωνα με τους όρους της Γερμανίας, αυτή η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να έχει ως πρωταρχικό στόχο την σταθερότητα των τιμών.
Αυτή ήταν η συμφωνία και αποτελεί μέρος της προϊστορίας και όχι της ιστορίας του ευρώ, γιατί αυτά τα θέματα δεν αποτέλεσαν καν αντικείμενο διαπραγμάτευσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Τα περιβόητα κριτήρια για την δημιουργία της ευρωζώνης και στην συνέχεια για την είσοδο σε αυτή, τα οποία περιλαμβάνονται στην Συνθήκη, δεν είναι τίποτα άλλο από κριτήρια ελέγχου της τήρησης των προσυμφωνημένων προδιαγραφών. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Στην πράξη και όσο η παγκόσμια οικονομία πήγαινε καλά, η Ελλάδα επεδόθη σε ένα απίστευτο σοσιαλιστικού τύπου πάρτυ, γράφοντας στα παλαιά της υποδήματα την ΟΝΕ και τους όρους λειτουργίας της. Από την πλευρά τους, η Ισπανία και η Πορτογαλία ενίσχυσαν την φούσκα των ακινήτων, ενώ κάποιες άλλες χώρες εφήρμοζαν κοινωνική πολιτική στηριζόμενες στις γερμανικές πολιτικές λιτότητος που σήμερα καθυβρίζουν ή ειρωνεύονται. Μπροστά λοιπόν στην κρίση που ξέσπασε και που είναι αυτή της προδοσίας της ΟΝΕ, η Ευρώπη, και κυρίως η Γερμανία, εκλήθησαν να παραβούν και να υπερβούν τις Συνθήκες για να σωθεί ένα οικοδόμημα που δεν εμπνέει πλέον καμμία εμπιστοσύνη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κ. Ζακ Ντελόρ έχει λόγους να ντρέπεται. Αλλά όχι για αυτούς που επικαλείται. Πέρα από τις πολιτικές της αδυναμίες, η ΟΝΕ προδόθηκε συνειδητά και όλοι γνωρίζουμε από ποιους.