δευτεροβάθμιας έγινε με τρόπο διαφανή και αξιοκρατικό. Σε αντίθεση με τις σκοταδιστικές και αμφιλεγόμενες μεθόδους του παρελθόντος, η φετινή αξιολόγηση έγινε βάσει μορίων με έμφαση στην ακαδημαϊκή και επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών, ενώ ακολούθησε και συνέντευξη των υποψηφίων. Οι πίνακες αναρτήθηκαν στις ! κατά τόπους Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και οι υποψήφιοι επέλεξαν τα σχολεία της προτίμησής τους, στα οποία τοποθετήθηκαν βάσει της τελικής τους κατάταξης στον σχετικό πίνακα. Ωστόσο, κάτι που δεν αξιολογήθηκε ως κριτήριο ήταν τα διοικητικά προσόντα των υποψηφίων και η προσφορά των μέχρι πρότινος διευθυντών στη σχολική μονάδα που υπηρετούσαν. Η προσφορά, βέβαια, είναι κάτι υποκειμενικό, και σαφέστατα δεν συνιστά συγκρίσιμο μέγεθος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρκετοί διευθυντές απομακρύνθηκαν και τη θέση τους πήραν άλλοι, οι οποίοι μοριοδοτήθηκαν υψηλότερα στους πίνακες αξιολόγησης. Άλλοι. Όχι καλύτεροι ή χειρότεροι από τους προηγούμενους, αλλά με μεγαλύτερο επιστημονικό έργο ή/και περισσότερες σπουδές. Εκεί, άλλωστε, επικεντρώθηκε και η διαδικασία κρίσης. Στην κατάρτιση. Όχι στη διοικητική εμπειρία ή την πρότερη προσφορά. Καλώς; Κακώς; Ερωτήσεις που αφορούν το Υπουργείο Παιδείας.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι εδώ δεν τίθεται θέμα ηθικής υποχρέωσης των νέων έναντι των απερχόμενων διευθυντών. Το σχολείο δεν το κουβαλάμε από το σπίτι μας και σε καμία περίπτωση δεν μας ανήκει, δεν είναι φέουδό μας, είμαστε υπηρέτες του, υπηρέτες του παιδαγωγικού μας οράματος και της διάθεσής μας να το αναβαθμίσουμε, να του δώσουμε το ρόλο που του αρμόζει μέσα σε μία εκπαιδευτικά υπανάπτυκτη χώρα.
Αναγνώστης