tromaktiko: Δεσποτικό: Το ιερό της Αντιπάρου

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Δεσποτικό: Το ιερό της Αντιπάρου



Το Δεσποτικό είναι νησίδα των Κυκλάδων και βρίσκεται νοτιοδυτικά της Αντιπάρου. Έχει έκταση 6,6 τ.χλμ. και είναι ακατοίκητο.
Αν και ακατοίκητο σήμερα, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι το Δεσποτικό κατά τους προϊστορικούς και αρχαίους χρόνους -λόγω της κεντρικής θέσης του στις Κυκλάδες και του μεγάλου όρμου ανάμεσα στο νησί και στην Αντίπαρο, που παρείχε ασφαλές αγκυροβόλιο- έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τομέα των θαλάσσιων οδών επικοινωνίας. Το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο. Άλλη ονομασία του νησιού είναι Επισκοπή. Όπως αποκαλύπτουν οι ανασκαφές, στο Δεσποτικό βρισκόταν ένα ιερό -πιθανώς της Άρτεμης και του Απόλλωνα- με πανελλήνια ακτινοβολία.

Τα πλουσιότατα αρχαιολογικά ευρήματα σε ηδιάφορες θέσεις του νησιού (Ζουμπάρια, Μάντρα, Χειρόμυλος, Λιβάδι κ.α.) χρονολογούνται σε διάφορες εποχές (Πρωτοκυκλαδική, Γεωμετρική, Αρχαϊκή, Κλασσική, Ρωμαϊκή κ.α.) και δείχνουν τη σύνδεση του νησιού με την ηπειρωτική Ελλάδα, την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμα και τη Βόρεια Αφρική. Ανάμεσα στα ευρήματα αυτά περιλαμβάνονται τάφοι, λείψανα και αρχιτεκτονικά μέλη (σπόνδυλοι, κιονόκρανα, τρίγλυφα κ.λπ.) από οικίες και άλλα κτήρια (π.χ. βοηθητικοί χώροι ιερού), ερείπια δωρικού ναού (περίπου 500 π.Χ.), βωμός αφιερωμένος στην Εστία Ίσθμια (των Κλασσικών χρόνων), πήλινα ειδώλια, αλάβαστρα, κοτύλες, αρύβαλλοι, σφραγιδόλιθοι κ.α. Γκραβούρες του 15ου και του 17ου αιώνα, οι οποίες σημειώνουν την ύπαρξη κάστρου στη θέση Μάντρα, και ευρήματα που χρονολογούνται στους Μεσαιωνικούς χρόνους πιστοποιούν την κατοίκηση του νησιού και κατά την περίοδο αυτή.

Το 1675, ο διαβόητος Γάλλος πειρατής Ντανιέλ, όταν ηττήθηκε από τους Οθωμανούς στη ναυμαχία που έγινε στη θαλάσσια περιοχή της Αντιπάρου και του Δεσποτικού, έβαλε φωτιά στο πλοίο του και αποβιβάστηκε στο Δεσποτικό. Οι κάτοικοι του νησιού τον παρέδωσαν όμως στις οθωμανικές δυνάμεις. Στη συνέχεια, ο Υγκό ντε Κρεβαλιέ, ο Οράνζ, ο Ονορά και άλλοι Γάλλοι πειρατές, για να εκδικηθούν, λεηλάτησαν το νησί και κατέσφαξαν τους κατοίκους του. Έκτοτε παραμένει ακατοίκητο και χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος. Ωστόσο διαθέτει όμορφες παραλίες και είναι εξαιρετικός ψαρότοπος.

Πέρασε ένας αιώνας από τότε που ένας μεγάλος αρχαιολόγος, ο Χρήστος Τσούντας, διενήργησε τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στο Δεσποτικό, ένα από τα τρία μικρά και ερημικά νησάκια που βρίσκονται στα δυτικά της Αντιπάρου, όπου τότε είχε αποκαλύψει δύο κυκλαδικά νεκροταφεία σε δύο διαφορετικές θέσεις. Εξήντα χρόνια αργότερα δύο άλλοι αρχαιολόγοι, οι κυρίες Φ. Ζαφειροπούλου και Α. Λεμπέση, ανέσκαψαν στο Δεσποτικό 20 πρωτοκυκλαδικούς τάφους και έναν ρωμαϊκό και περίπου την ίδια εποχή εντοπίστηκε και ερευνήθηκε από τον αείμνηστο έφορο Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Ν. Ζαφειρόπουλο μια άλλη αρχαία θέση, η Μάντρα, που βρίσκεται σε έναν ειδυλλιακό κόλπο στα ΒΑ της μικρής νησίδας. Μετά πέρασαν χρόνια και τα αγριόχορτα σκέπασαν τις προκαταρκτικές έρευνες καθώς άλλες, άμεσες αρχαιολογικές προτεραιότητες απέσπασαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Ετσι το Δεσποτικό ξεχάστηκε.

Τα τελευταία χρόνια ένας άλλος αρχαιολόγος της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ο κ. Γιάννος Κουράγιος, επέστρεψε στο Δεσποτικό. Καθάρισε από τα αγριόχορτα τον αρχαίο χώρο της Μάντρας, η οποία στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε... μαντρί, απομάκρυνε τα χώματα και την κοπριά των κοπαδιών και προχώρησε σε συστηματική ανασκαφή του χώρου με χορηγία του υπουργείου Αιγαίου. Ετσι, μετά την ανασκαφή και του εφετινού καλοκαιριού ήρθαν στο φως δύο κτιριακά συγκροτήματα που αποτελούνται από πέντε συνεχόμενους χώρους διαστάσεων περίπου 8Χ8 μ. και μια πληθώρα κινητών ευρημάτων καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη. Ευρήματα δηλαδή πολύ σημαντικά για ένα τόσο μικρό νησί. Τόσο η ποιότητα κατασκευής των κτιρίων όσο και τα αγγεία και τα διάσπαρτα σχεδόν παντού τριγύρω αρχιτεκτονικά μέλη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εδώ θα πρέπει να βρισκόταν από τους αρχαϊκούς χρόνους ένα ιερό που μπορεί να ταυτιστεί με ιερό του Απόλλωνα. Στην ταύτιση του ιερού με τον Απόλλωνα συντελεί και ένα αττικό αγγείο στο οποίο σώζεται η επιγραφή «...Απόλλω...».

Πέρα όμως από την ταύτιση του ιερού της Μάντρας με τον Απόλλωνα αξίζει να σημειωθεί γενικότερα η σημασία που θα πρέπει να είχαν κατά την αρχαιότητα τα κτιριακά συγκροτήματα που βρέθηκαν από τον κ. Κουράγιο στον όμορφο όρμο του Δεσποτικού. Κατ' αρχήν λοιπόν είναι η αποκάλυψη ενός στυλοβάτη μήκους 18 μ. κατά μήκος των δωματίων τού ενός συγκροτήματος ο οποίος είναι κατασκευασμένος από σχιστόπλακες που φέρουν ίχνη για την έδραση τριών δωρικών κιόνων με θεμελίωση από μαρμάρινους καλοδουλεμένους δόμους. Μετά είναι ένα μεγάλο μαρμάρινο κατώφλι μήκους 2,80 μ. που προέρχεται από το ίδιο κτίριο και τοποθετείται με βεβαιότητα στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του κτίσματος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα τυχαίο αρχαίο κτίριο. Βρέθηκε επίσης ένα μαρμάρινο αρχαϊκό κιονόκρανο εντοιχισμένο σε τοίχο μεταγενέστερης περιόδου, ενώ τέλος εντύπωση κάνει η εξαιρετικά επιμελημένη κατασκευή του κεντρικού δωματίου που χρονολογείται στην κλασική εποχή.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Κάτω από τις μεγάλες σχιστόπλακες ενός δωματίου διαστάσεων 7Χ7 μ. βρέθηκε ένα πλήθος κεραμικών και άλλων αντικειμένων της αρχαϊκής περιόδου. Βρέθηκαν ακέραιοι αρύβαλλοι, ρυτά με μορφή ζώων, χάλκινες πόρπες, σιδερένια εγχειρίδια, κοσμήματα από χαλκό και χρυσό, ένα ειδώλιο από φαγεντιανή, κοτυλίσκοι κορινθιακού εργαστηρίου, σκαραβαίοι και σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμες πέτρες. Και μέσα σε όλα αυτά βρέθηκε και ένα μικρό δαιδαλικό ειδώλιο γυναικείας θεότητας (650 π.Χ.) με πόλο στην κεφαλή και γραπτή απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, της κόμμωσης και της διακόσμησης του ενδύματος. Σχεδόν όλα τους είναι ευρήματα που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τα ευρήματα που προέρχονται από το ιερό του Δηλίου της Πάρου που ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και στην Αρτεμη. Ενώ στο άμεσο περιβάλλον της ανασκαφής υπάρχει πληθώρα προϊστορικών, αρχαϊκών και ελληνιστικών οστράκων καθώς και μεγάλος αριθμός λεπίδων οψιανού. Με άλλα λόγια, το σήμερα σχεδόν άγνωστό μας Δεσποτικό ήταν από τη βαθιά αρχαιότητα ένας τόπος κατοικημένος που κάποτε φιλοξένησε ένα σημαντικό ιερό του Απόλλωνα.

Οπως είναι φυσικό η τύχη του Δεσποτικού ήταν συνδεδεμένη με την τόσο κοντινή του Αντίπαρο. Έτσι μαζί με την Αντίπαρο πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών, αρχικά του οίκου των Σανούδων το 1207 και στη συνέχεια των άλλων Βενετσιάνων ως το 1537 που η Αντίπαρος και οι λοιπές Κυκλάδες πέρασαν στους Οθωμανούς. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι Κυκλαδίτες είχαν να αντιμετωπίσουν από τη μια μεριά τους κατακτητές και από την άλλη τους πειρατές που λυμαίνονταν εκείνη την εποχή το Αιγαίο. Οι τελευταίοι διάλεγαν τα μικρότερα νησιά που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια και ένα τέτοιο ήταν το Δεσποτικό το οποίο κατοικούνταν ως το 1675 όταν ο διαβόητος γάλλος πειρατής Δανιέλ αφού κυκλώθηκε από τους Οθωμανούς επιχείρησε να εξαγοράσει τους κατοίκους του για να του δώσουν άσυλο. Αντ' αυτού οι κάτοικοι του Δεσποτικού παρέδωσαν τον πειρατή και τους άνδρες του στους Τούρκους που τους έσφαξαν. Το περιστατικό εξόργισε τους άλλους γάλλους πειρατές που έφθασαν στο Δεσποτικό και κατέσφαξαν τους κατοίκους του μέχρι του τελευταίου.
Η φετινή ανασκαφή:

Η φετινή έρευνα ξεκίνησε από το τειχισμένο Νότιο Συγκρότημα. Κάτω από τα ύστερα κτίσματα της μεταβυζαντινής εποχής αποκαλύφθηκε ο βόρειος τοίχος του ήδη ανεσκαμμένου μεγάλου τετράγωνου αρχαϊκού κτίσματος Θ (β΄ μισό 6ου π.Χ.), οι τοίχοι του οποίου σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,50μ. το οποίο επικοινωνεί με το λουτρό του ιερού. Αποκαλύφθηκαν επίσης έξι νέοι τοίχοι, βαθύτερα θεμελιωμένοι από τους ήδη ορατούς του Νοτίου Συγκροτήματος και κάτω από το λουτρό, γεγονός που αποδεικνύει πως προϋπήρχε αυτών ακόμα ένα κτίσμα χρονολογούμενο στην πρώτη φάση λειτουργίας του ιερού (550π.Χ.).

Η έρευνα συνεχίστηκε στο ναόσχημο οικοδόμημα του τειχισμένου λατρευτικού περιβόλου του ιερού. Διαπιστώθηκε ότι αυτό εκτός από σηκό και άδυτο έχει και πρόδομο αποτελούμενο από πλακόστρωτο διάδρομο, τέσσερις μικρούς χώρους εκατέρωθεν αυτού και κατώφλι μεγάλων διαστάσεων. Στο κατώφλι αυτό βρέθηκε εντοιχισμένος σε β΄ χρήση ο άνω κορμός-χωρίς το κεφάλι- αρχαϊκού κούρου, κομμένος στο ύψος της μέσης. Το γλυπτό είχε τοποθετηθεί ανάποδα στο έδαφος και έφερε δύο μολυδβοχοημένες εντορμίες για την υποδοχή του στροφέα της θύρας. Ήταν σφηνωμένο με μαρμάρινους λίθους για την καλύτερη στήριξη της θύρας και η πίσω επιφάνειά του ήταν επεξεργασμένη με βελόνι, ώστε να εφάπτεται στην πλάκα του κατωφλιού. Ο κούρος έχει το αριστερό χέρι λυγισμένο πάνω στο θώρακα-χαρακτηριστικό γνώρισμα των παριανών εργαστηρίων γλυπτικής του τέλους του 6ου αι. π.Χ. Η αποκάλυψη του κούρου είναι πολύ σημαντική, καθώς είναι μόλις το τρίτο γλυπτό αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας κούρων. Ιδιαίτερα σημαντική για την μελέτη των πολυάριθμων θραυσμάτων γλυπτών που έχουν βρεθεί στο ιερό είναι η διαπίστωση ότι το παραπάνω θραύσμα συνανήκει με τον κάτω κορμό κούρου που είχε αποκαλυφθεί εντοιχισμένος σε τοίχο του Νότιου Συγκροτήματος το 2005. Στο ίδιο γλυπτό πιθανότατα πρέπει να αποδοθεί το κεφάλι κούρου που είχε βρεθεί το 2010. Επίσης, αποκαλύφθηκαν δύο συνανήκοντα θραύσματα από το αριστερό πόδι αρχαϊκού κούρου φυσικού μεγέθους, σωζόμενο από την φτέρνα έως και την κνήμη. Τα θραύσματα σώζονται σε άριστη κατάσταση και δείχνουν την απαράμιλλη ποιότητα των γλυπτών των παριανών εργαστηρίων. Αυτά συνανήκουν με θραύσμα από το μηρό κούρου που είχε αποκαλυφθεί το 2005. Δίπλα σε αυτά βρέθηκε η πλίνθος της βάσης ενός άλλου κούρου, στην οποία σώζονται τρία δάκτυλα του δεξιού ποδιού. Η προσεχής μελέτη των τριάντα και πλέον μαρμάρινων βάσεων αγαλμάτων θα βοηθήσει στη ταύτιση της παραπάνω πλίνθου και του κούρου με μία από αυτές τις βάσεις.
Εργασίες κατά μήκος του στυλοβάτη του ναού, μήκους 17μ., αποκάλυψαν την ιδιαίτερα ισχυρή θεμελίωση αυτού αποτελούμενη από μεγάλους δόμους γνευσίου μήκους 2 έως 4μ. τοποθετημένους σε δύο ή τρεις επάλληλες σειρές, συνολικού ύψους 1μ. Ο στυλοβάτης ανήκει στην κιονοστοιχία του ναού που κατασκευάστηκε γύρω στο 500π.Χ. Αυτή έφερε επτά κίονες ύψους 3,80μ., επομένως απαιτούσε μία τόσο ισχυρή θεμελίωση για τη στήριξη όχι μόνο της κιονοστοιχίας αλλά του θριγκού και του αετώματος. Επίσης, κάτω από το βωμό της Εστίας Ισθμίας και εξωτερικά του ναού αποκαλύφθηκε τμήμα πρωιμότερου τοίχου κατασκευασμένου από μαρμάρινους δόμους.
Σημαντική ήταν η εύρεση κάτω από το αρχαϊκό πλακόστρωτο δάπεδο του προστώου του εστιατορίου του ιερού τμήματος τετράγωνου μαρμάρινο βόθρου τελετουργικού χαρακτήρα, διαστάσεων 1,5Χ1,5μ. (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Στη Βόρεια Πύλη επίσης του περιβόλου διαπιστώθηκαν έξι διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις και αποκαλύφθηκαν οι δύο εντορμίες της δίφυλλης θύρας της πρώτης φάσης που χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (550 αι. π.Χ).

Τέλος, η φετινή ανασκαφή εκτός από τα παραπάνω ευρήματα έφερε στο φως πληθώρα γραπτής αρχαϊκής και γεωμετρικής κεραμικής που αποδεικνύει την λειτουργία του ιερού ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια.

Τσιμηντήρι: Εργασίες πραγματοποιήθηκαν και στο ακατοίκητο νησάκι Τσιμηντήρι, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν ενωμένο με το Δεσποτικό, σχηματίζοντας ένα ισθμό, όπως μαρτυρά και ο βωμός της Εστίας Ισθμίας. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη πέντε μεγάλων κτιρίων, κτισμένων από μεγάλους δόμους τοπικού δολομίτη, γνευσίου και σχιστόλιθους, αλλά ανασκάφηκε μόνο το ένα, το Κτίριο Α΄. Πρόκειται για μεγάλο κτίριο, ορθογώνιας κάτοψης με προσανατολισμό Β-Ν και ορατές διαστάσεις 10,45Χ5,35μ. Η κατασκευή του θυμίζει αυτή των κτιρίων Β, Γ, Η στο Δεσποτικό και πιθανότατα χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (6ος αι. π.Χ.). Λόγω του περιορισμένου χρόνου και της δυσκολίας που παρουσιάζει η ανασκαφή στο συγκεκριμένο νησί η έρευνα του θα συνεχιστεί το 2012.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!