στο χρόνο ανάποδα, ο δρόμος αυτού πάντα.
Γυρνάει χωριά και πόλεις και διαβάσματα
ένα μονότονο ταξίδι ως τα τριάντα.
Και βλέπει τότε το παιδί πως γέρασε,
χωρίς να ξέρει τι πιστεύει, τι τον τρώει.
Το πέπλο της η νύχτα πάνω του έριξε,
βουβή κραυγή το κλάμα σου ''αγόρι''..
Ποτέ για τίποτα δεν είπες ''παραιτούμαι'',
μα όμως δεν ήξερες και πού αγωνιζόσουν..
από όσα ήθελες ακούσια παραιτήθηκες,
τις μέρες που με το άγχος σου πλενόσουν.
Κοιτάς ξανά, ρωτάς πολλούς που ξέρουν,
όσους σε οδήγησαν να τους ακολουθήσεις.
Μήπως εκείνοι μες στη δίνη που εχόρευαν
βρήκαν το χρόνο, να βρούνε απαντήσεις..
Ο φάρος σου έμεινε στο φόβητρο του βράχου,
μονάχο φως στη θλιβερή ζωή σου..
μα αν τώρα σαν μύγα τρέξεις πάνω του,
θα τσακίσει το καράβι, τους κόπους, τη ντροπή σου..
Αυτό το φως με θάλασσα που μοιάζει,
η αλλαγή σου, το τέλος του θανάτου,
η αρχή που τριάντα χρόνια εσύ ανέβαλλες,
είσαι παιδί κι ας το ξεχνούσες κάπου κάπου.
Το φως σε καίει, σμπαραλιάζονται όσα έχτισες,
σαν το ταττού που καις για να αφαιρέσεις,
μα η αγάπη σου προσφέρει νέα γέννεση
κι ο εξαγνισμός σου μες στις προυποθέσεις..
Και αφού εσύ συγκρούστηκες και κάηκες,
πέρασες σε μια άλλη όχθη του πελάγους.
Δε σε βλέπω πια, δεν μπορώ κάτι να γράψω,
απρόβλεπτοι νόμοι της αλήθειας και του πάθους...