Με το κεντρικό σύνθημα «οι Έλληνες μπορούμε», που θυμίζει την προεκλογική καμπάνια του Ομπάμα («yes, we can»), ο πρόεδρος της ΝΔ πραγματοποίησε μια «καθαρά» προεκλογική ομιλία, και όχι έναν αντιπολιτευτικό λόγο στα πλαίσια της ΔΕΘ, στοχεύοντας να παρουσιαστεί ο ίδιος και η πρόταση του ως μια υπεύθυνη και πειστική επιλογή για τη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας σχέδιο και όραμα για την Ελλάδα.
Η ομιλία Σαμαρά μπορεί να χαρακτηριστεί απλή και κατανοητή, ανθρώπινη (δεν είναι χωρίς αξία το χιούμορ στο σαρδάμ «μνημόνιο-μνημόσυνο») στοχευμένη στο μέσο Έλληνα που αναρωτιέται ποια είναι η λύση στην κρίση. Έδωσε την απάντηση απλά και αυτονόητα: στροφή στον πρωτογενή τομέα, τον φυσικό πλούτο, τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τον τουρισμό, τις σύγχρονες τεχνολογίες. Όχι πρώτα μείωση του ελλείμματος και μετά ανάπτυξη, αλλά επένδυση στην ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα για να μειωθεί το έλλειμμα.
Παράλληλα, έθεσε ξεκάθαρα τους στόχους για την οικονομία κάνοντας λόγο για ρεαλιστική επαναδιαπραγμάτευση: να πιάσουμε τους στόχους χωρίς να διαλύσουμε τη χώρα. Επαναδιαπραγμάτευση όχι των στόχων, αλλά των τρόπων. Αξιοποίηση και όχι ξεπούλημα «κοψοχρονιά» του δημόσιου πλούτου για να έχουμε κάπου να στηριχτούμε όταν βγούμε από την κρίση, συνοψίζοντας τους άξονες των προεκλογικών εξαγγελιών του ως εξής: Παραγωγή-δημιουργία-αξιοκρατία-ανταγωνιστικότητα.
Από τα χαρακτηριστικά της ομιλίας του γίνεται σαφές ότι προσπάθησε να απευθυνθεί πρωτίστως στους Νεοδημοκράτες και κατόπιν σε όλους τους Έλληνες, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και «φαντάσματα του παρελθόντος», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Πρόκειται για μια γνωστή και πάγια επικοινωνιακή πρακτική της Νέας Δημοκρατίας για την υπέρβαση των διαιρετικών τομών, την οποία εγκαινίασε και εγκαθίδρυσε ο πρώην πρόεδρος, Κ. Καραμανλής.
Ο Α. Σαμαράς, αφού υπερασπίστηκε σθεναρά τα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, και υπό το υποστηρικτικό βλέμμα του Κ. Καραμανλή(είναι χαρακτηριστικό το πλάνο όπου ο Κ. Καραμανλή γνέφει καταφατικά χαμογελώντας στο σημείο που ο Α. Σαμαράς αναφέρει ότι η Θεσσαλονίκη έχει όσα φαρμακεία έχει ολόκληρη η Αυστρία) συνέχισε τον πολιτικό λόγο του προκατόχου του. Ενώ μόνιμη επωδός της καραμανλικής ρητορείας υπήρξε το «τέλος της Μεταπολίτευσης», ο Α. Σαμαράς εξελίσσει το νεοδημοκρατικό επιχείρημα στο «να πάμε επιτέλους σε μια Νέα Μεταπολίτευση».
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της ομιλίας Σαμαρά, που δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεσή του να συσπειρώσει τον κομματικό του πυρήνα, είναι η ευθεία στόχευση στα συντηρητικά αντανακλαστικά του κεντροδεξιού ακροατηρίου, αλλά και μιας κοινωνίας, η ραχοκοκαλιά της οποίας εμφορείται επιλεκτικά από συντηρητικές πεποιθήσεις. Με έντονες πατριωτικές αναφορές, από τις σκοπιανές προκλήσεις, τα εθνικά θέματα και τη δόξα του 1821, έως και την επίκληση της βοήθειας του Θεού για να τα καταφέρει η χώρα, στο λόγο του Α. Σαμαρά συναρθρώθηκαν τόσο εκσυγχρονιστικά όσο και παραδοσιακά στοιχεία, χειραγωγώντας επιδέξια τα εθνικο-θρησκευτικά αισθήματα της κοινωνίας.
Και, στο αποκορύφωμα της συναισθηματικής έξαρσης της ομιλίας του, ο ίδιος ο Α. Σαμαράς «έβγαλε το σκελετό από την ντουλάπα», που κατατρέχει το παρελθόν της Νέας Δημοκρατίας. Η ιστορία του διχασμού του κόμματος, η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν αποσιωπούνται πια, αλλά αναδεικνύονται από τον ίδιο τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως ο ίδιος «πλήρωσε ακριβά και για πολλά χρόνια το γεγονός ότι έβαλε το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό».
Ο Α. Σαμαράς, αν μη τι άλλο, με την ομιλία του πέτυχε ότι δεν είχε καταφέρει έως τώρα. Να τον «ακούσουν». Πρωτίστως οι Νεοδημοκράτες και συνακόλουθα όλοι οι πολίτες. Με μια απλή, ενδιαφέρουσα, επικοινωνιακή, ρεαλιστική, μετριοπαθή ομιλία, πλούσια σε ευρωπαϊκά παραδείγματα, από έναν πολιτικό που δεν αξιώνει προσωπικές δάφνες (ο ίδιος παραδέχτηκε πως στη δεδομένη συγκυρία δεν υπάρχουν μεγάλοι ηγέτες), έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την σταδιακή, από δω και στο εξής, ανάδειξη του σε έναν ισχυρό πόλο συσπείρωσης της κεντροδεξιάς. Και τον άκουσαν όχι επειδή ζήτησε εκλογές και καθαρές λύσεις, αλλά επειδή πραγματικά είπε κάτι.