του Ανδρέα Καρακώστα
Πριν δυο – τρεις μέρες, το βράδυ του περασμένου Σαββάτου νομίζω, κατά τη διάρκεια της ομιλίας Παπανδρέου στη ΔΕΘ...ένας φίλος ανήρτησε στο facebook το εξής ερώτημα: «Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε;»
Προφανώς ορμώμενος απ’ όσα μετέδιδε ο τηλεοπτικός του δέκτης, σκέφθηκε ν’ ανάψει φωτιές, σκέφθηκα. Προσωπικά απέφυγα ν’ απαντήσω. Σκόπιμα. Περίμενα ώρα πολύ, για να δω τις απαντήσεις της πλειοψηφίας… Και παρότι η πλειοψηφία επέλεξε ν’ απαντήσει με δεικτικά σχόλια, υπήρξαν και ορισμένοι που έδειχναν να πιστεύουν ότι, ναι, μπορούμε να τα καταφέρουμε! Μετρημένοι στα δάχτυλα, αλλά υπήρξαν! Αλλος έλεγε ότι το δαιμόνιο ελληνικό πνεύμα δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψει, άλλος άρες μάρες κουκουνάρες, πάντως, υπήρξαν. Ως εκ τούτου, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η συλλογιστική και η ανίσχυρη φαινομενικά επιχειρηματολογία του κ.Παπανδρέου βρίσκει ακόμη ευήκοα ώτα… Πρόβλημά τους; Όχι, δεν είναι και, για την ακρίβεια, έπαψε τουλάχιστον εδώ κι έναν χρόνο να είναι… Γιατί από εκείνη τη στιγμή που η ανοχή της πλειοψηφίας υπέδειξε το δρόμο στο έγκλημα, είναι πρόβλημα όλων μας. Αποδεδειγμένα και… κοστολογημένα!
Ακούω συχνά – πυκνά τα τελευταία χρόνια, το περίφημο σύνθημα: «Αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι». Αλλοτε από απόσταση και προσφάτως δίπλα μου! Τόσο δίπλα μου που να μπορώ να νιώσω την ένταση, να μυρίσω τον ιδρώτα. Στο Σύνταγμα όπου βρέθηκα ως όφειλα αρκετά απογεύματα. Εκεί που ένας «αλήτης» τέτοιος δημοσιογράφος, προσπαθώντας να κάνει την δουλειά του, ενισχύοντας το μήνυμα που εξέπεμπε η πλατεία, χτυπήθηκε βάναυσα, τραυματίστηκε και σήμερα άνεργος κι εγκαταλελειμμένος προσπαθεί να διαπραγματευτεί με την αναπηρία του την καινούργια ζωή. Εκεί όπου κι εγώ, ένας ακόμη «αλήτης» ή «ρουφιάνος», (διαλέξτε και πάρτε… άφοβα), ήμουν εκεί ανάμεσα στους επικριτές μου για τις ανάγκες της στήλης και όχι μόνο. Και ήμουν εκεί έχοντας αφήσει τρία ανήλικα παιδιά στο σπίτι, που έχουν να δουν τον μισθό του μπαμπά τους, σε γάλα, τρόφιμα, ρούχα ή παιγνίδια, πάνω από εννέα μήνες…
Εγώ, όπως και η πλειοψηφία των περισσότερο ή λιγότερο αγανακτισμένων, ποτέ δεν πίστεψα ότι η όλη ιστορία, μπορεί και να μην είναι τόσο επικίνδυνη όσο δείχνει… Ποτέ δεν πίστεψα ότι με τους όρους που συνειδητά επιλέξαμε να μπούμε στο παιγνίδι, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Δεν είχα μπαμπά πρωθυπουργό, τυπογράφος υπήρξε και ως εκ τούτου δεν έχω τις απαιτούμενες προσλαμβάνουσες για να πεισθώ ή να επιχειρήσω να πείσω για κάτι τόσο τραβηγμένο… Φαντάζομαι όμως πως κι εκείνοι οι λίγοι πεισματάρηδες υποστηρικτές του ελληνικού δαιμόνιου, ή της γενικευμένης βλακείας που έχει εμφιλοχωρήσει σε τούτη εδώ τη χώρα, κάπου στην άκρη του λιωμένου μυαλού τους θα πρέπει να υποψιάστηκαν κάποια στιγμή πως ίσως και να μην έχουν δίκιο. Πως μπορούν παρότι εκουσίως ανενημέρωτοι και ημιμαθείς, εκτός από καμιά εφημερίδα που και που να ρίχνουν και καμιά ματιά στον απέναντι καθρέπτη. Μπας κι αναλογιστούν και τις δικές τους ευθύνες, που όλως περιέργως δεν περιορίζονται μεταξύ της τουαλέτας, της κουζίνας και της κρεβατοκάμαράς τους…