Βρέθηκα τυχαία στο δρόμο χθες μ’ έναν παλιό καλό φίλο. Δίχως πολλές περιστροφές, γρήγορα η συζήτηση επικεντρώθηκε γύρω από... τη σημερινή οικονομική κατάσταση. Δεν επρόκειτο φυσικά για θεωρητική κουβέντα… Ο άνθρωπος μουσικός τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, λίγο πριν διεκδικήσει το μερίδιο που υπό κανονικές συνθήκες θα του αναλογούσε ώστε να πάρει σύνταξη, απασχολείται σήμερα και για δυο περίπου εβδομάδες, ως φύλακας σε κάποιον Δήμο της Δυτικής Αττικής. Το αντίτιμο; Τετρακόσια ευρώ μηνιαίως.
Με τρία παιδιά, τα δυο εξ’ αυτών να σπουδάζουν και ο ίδιος να μην έχει συμπληρώσει τ’ απαιτούμενα ένσημα αφού επί σειρά ετών κανένα κράτος δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να τον προφυλάξει από την αξίωση αρκετών επιχειρηματιών με τους οποίους είχε την ξεχωριστή τιμή να συνεργαστεί, να πληρώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές του. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναζητεί σήμερα στα πενήντα έξι του χρόνια αν δεν απατώμαι, την τύχη του σε κάποια χώρα του εξωτερικού!
Η στυφή γεύση της συνάντησής μας μου θύμισε την περίπτωση ενός κοινού μας γνωστού, που εργάζεται κι αυτός ως μόνιμος διοικητικός υπάλληλος στην τοπική αυτοδιοίκηση, μέχρι πρότινος προς 1580 ευρώ το μήνα. Τα χρήματα αυτά σήμερα μετά βίας προσεγγίζουν τα 950 ευρώ και μέσα στους επόμενους ένα ή δυο μήνες αναμένεται να μειωθούν κατά 100 ευρώ ακόμη!
Αφού μου διαμαρτυρήθηκε για την κρίση και τα πολλά αδιέξοδα που αυτή προκαλεί στον ίδιο και στην οικογένειά του, μου έλεγε ότι η κατάσταση στον Δήμο είναι τραγική, πως προσλαμβάνουν κάθε πικραμένο, πως αυτοί οι πικραμένοι όμως είναι οι μόνοι που δουλεύουν και πως μόλις οι συμβάσεις τους λήξουν ο Δήμος θα βρεθεί στον αέρα. Μου έλεγε ακόμη πως η πλειοψηφία των μονίμων συμπεριφέρεται σαν ο Δήμος να είναι τσιφλίκι της, πως αντέδρασαν δυναμικά στην απόφαση του νέου Δημάρχου να υπάρξει ηλεκτρονικός έλεγχος της ώρας προσέλευσης στην εργασία τους, ο χρόνος της οποίας επιμηκύνθηκε προκαλώντας γκρίνια και πλήθος αρνητικών σχολίων… Μου είπε κι άλλα πολλά, άλλα τα θυμάμαι κι άλλα όχι. Αυτό όμως που φοβάμαι δεν πρόκειται να ξεχάσω για πολύ καιρό είναι το ύφος του. Εκείνο που άλλαξε… Την σιγουριά για το μέλλον που χάθηκε, την γεύση της απόγνωσης, την υποψία πως όλα όσα του συμβαίνουν δεν είναι παρά μόνον η αρχή…
Ημιμαθείς, αδαείς κι επαρκείς, ένας αχταρμάς βολεμένων μέχρι χθες, που βλέπει το κυρίως σώμα να βάλλεται από τους ίδιους τους εμπνευστές του. Εκείνους που έστησαν τον κομματικό στρατό και σήμερα θεωρούν υπεύθυνο για όλα τα δεινά του τόπου… Το ισόβιο, ρυπαρό, παχύσαρκο χρεωκοπημένο κράτος που διόγκωσαν εσκεμμένα, υστερόβουλα και τώρα, τους πνίγει… Πρώτα την ελληνική κοινωνία και ό,τι υγιές της απέμεινε και, τώρα, τους ίδιους! Και μαζί με δυσφορία, τους προκαλεί και φόβο, βλέποντάς το να τρέμει συθέμελα και ν’ απειλεί να σωριαστεί πάνω τους, συνθλίβοντας τους…
Με τρία παιδιά, τα δυο εξ’ αυτών να σπουδάζουν και ο ίδιος να μην έχει συμπληρώσει τ’ απαιτούμενα ένσημα αφού επί σειρά ετών κανένα κράτος δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να τον προφυλάξει από την αξίωση αρκετών επιχειρηματιών με τους οποίους είχε την ξεχωριστή τιμή να συνεργαστεί, να πληρώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές του. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναζητεί σήμερα στα πενήντα έξι του χρόνια αν δεν απατώμαι, την τύχη του σε κάποια χώρα του εξωτερικού!
Η στυφή γεύση της συνάντησής μας μου θύμισε την περίπτωση ενός κοινού μας γνωστού, που εργάζεται κι αυτός ως μόνιμος διοικητικός υπάλληλος στην τοπική αυτοδιοίκηση, μέχρι πρότινος προς 1580 ευρώ το μήνα. Τα χρήματα αυτά σήμερα μετά βίας προσεγγίζουν τα 950 ευρώ και μέσα στους επόμενους ένα ή δυο μήνες αναμένεται να μειωθούν κατά 100 ευρώ ακόμη!
Αφού μου διαμαρτυρήθηκε για την κρίση και τα πολλά αδιέξοδα που αυτή προκαλεί στον ίδιο και στην οικογένειά του, μου έλεγε ότι η κατάσταση στον Δήμο είναι τραγική, πως προσλαμβάνουν κάθε πικραμένο, πως αυτοί οι πικραμένοι όμως είναι οι μόνοι που δουλεύουν και πως μόλις οι συμβάσεις τους λήξουν ο Δήμος θα βρεθεί στον αέρα. Μου έλεγε ακόμη πως η πλειοψηφία των μονίμων συμπεριφέρεται σαν ο Δήμος να είναι τσιφλίκι της, πως αντέδρασαν δυναμικά στην απόφαση του νέου Δημάρχου να υπάρξει ηλεκτρονικός έλεγχος της ώρας προσέλευσης στην εργασία τους, ο χρόνος της οποίας επιμηκύνθηκε προκαλώντας γκρίνια και πλήθος αρνητικών σχολίων… Μου είπε κι άλλα πολλά, άλλα τα θυμάμαι κι άλλα όχι. Αυτό όμως που φοβάμαι δεν πρόκειται να ξεχάσω για πολύ καιρό είναι το ύφος του. Εκείνο που άλλαξε… Την σιγουριά για το μέλλον που χάθηκε, την γεύση της απόγνωσης, την υποψία πως όλα όσα του συμβαίνουν δεν είναι παρά μόνον η αρχή…
Ημιμαθείς, αδαείς κι επαρκείς, ένας αχταρμάς βολεμένων μέχρι χθες, που βλέπει το κυρίως σώμα να βάλλεται από τους ίδιους τους εμπνευστές του. Εκείνους που έστησαν τον κομματικό στρατό και σήμερα θεωρούν υπεύθυνο για όλα τα δεινά του τόπου… Το ισόβιο, ρυπαρό, παχύσαρκο χρεωκοπημένο κράτος που διόγκωσαν εσκεμμένα, υστερόβουλα και τώρα, τους πνίγει… Πρώτα την ελληνική κοινωνία και ό,τι υγιές της απέμεινε και, τώρα, τους ίδιους! Και μαζί με δυσφορία, τους προκαλεί και φόβο, βλέποντάς το να τρέμει συθέμελα και ν’ απειλεί να σωριαστεί πάνω τους, συνθλίβοντας τους…