Στη σημερινή ακροαματική διαδικασία αγόρευσε εκ μέρους της κατηγορούσας Αρχής η ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, Έλενα Ζαχαριάδου, η οποία είπε πως οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την «ανεπάρκεια ή και ακαταλληλότητα» του κυβερνήτη και συγκυβερνήτη της μοιραίας πτήσης της 14ης Αυγούστου του 2005 και θα έπρεπε να παρεμποδίσουν τη διενέργειά της με το συγκεκριμένο πλήρωμα, προσθέτοντας ότι η ικανότητα των πιλότων δεν εξαντλείται στην τυπική κατοχή άδειας.
«Οι κατηγορούμενοι», είπε η κ. Ζαχαριάδου, «ως εκ της ιδιότητάς τους κατά τον κρίσιμο χρόνο είχαν καθήκον διασφάλισης ασφαλούς πτήσης προς τους επιβαίνοντες της πτήσης, παρέλειψαν να διασφαλίσουν ασφαλή πτήση επειδή ο κυβερνήτης και συγκυβερνήτης της συγκεκριμένης πτήσης ήταν ανεπαρκές και/ή ακατάλληλο πλήρωμα και αυτό οι κατηγορούμενοι το γνώριζαν ή όφειλαν να το γνωρίζουν, με αποτέλεσμα η ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα των πιλότων να οδηγήσει στη συντριβή του αεροσκάφος και το θάνατο όλων των επιβαινόντων σε αυτό».
«Η αμέλεια που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι υπό τις περιστάσεις (για παρεμπόδιση διενέργειας της πτήσης) ήταν τέτοια ώστε να ήταν εγκληματική αμέλεια», πρόσθεσε.
Παραθέτοντας το ιστορικό της μοιραίας πτήσης, η κ. Ζαχαριάδου είπε ότι το αεροσκάφος έμεινε ακυβέρνητο συνεπεία του ότι οι δύο πιλότοι είχαν υποστεί υποξία ένεκα της μη συμπίεσης της καμπίνας του αεροσκάφους και ότι αυτό συνέβη επειδή ο επιλογέας του τρόπου λειτουργίας του συστήματος συμπίεσης ήταν στη θέση manual από τη στιγμή που ξεκίνησε το αεροσκάφος την πτήση του και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τη συντριβή του.
Πρόσθεσε ότι ο επιλογέας παρέμεινε στη θέση Manual λόγω μη εντοπισμού του πρώτα και μετά λόγω αδυναμίας αναγνώρισης των προειδοποιητικών σημάτων από το πλήρωμα θαλάμου διακυβέρνησης, αλλά και λόγω της λανθασμένης αντίδρασής τους στα προειδοποιητικά σήματα.
Για τον κυβερνήτη της μοιραίας πτήσης, Χανς Γιούρκεν Μέρτεν, η κ. Ζαχαριάδου είπε ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία καταδεικνύει ότι «συστηματικά δεν τηρούσε τα SOP επί γραμμής και είχε πρόβλημα συνεργασίας με τους συγκυβερνήτες».
Επικαλέστηκε μεταξύ άλλων τις μαρτυρίες των συγκυβερνητών Άριστου Σωκράτους και Στέλιου Μαυρογένη και του κυβερνήτη Ιαν Κρίστοφερ Λούις για τη γνώση του 4ου κατηγορουμένου για μη συμμόρφωση με τα SOP της εταιρείας, καθώς και μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία, λίγο πριν την λήξη του συμβολαίου του Γερμανού πιλότου το 2004, είχε την πρόθεση να αποδεσμευτεί ο Μέρτεν, αλλά μετά επαναπροσλήφθηκε εξ ανάγκης επειδή η εταιρεία αναζητούσε κυβερνήτες κατά την περίοδο αιχμής.
«Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε για αυτόν το Μάιο του 2005 λίγο πριν εργοδοτηθεί στην Helios, είναι ατύχημα που περίμενε να συμβεί».
Σε σχέση με τον συγκυβερνήτη Πάμπο Χαραλάμπους, η κ. Ζαχαριάδου είπε ότι από τη μαρτυρία προκύπτει ότι αυτός «είχε διάφορες αδυναμίες στην τέλεση των καθηκόντων του με απόδοση κάτω του μέσου όρου όπως αναμένεται από ένα επαγγελματία πιλότο κάτοχο άδειας», αλλά και το ότι στο παρελθόν είχε κριθεί από την ίδια την εταιρεία ως κάτω από το αποδεκτό επίπεδο που είχε θέσει η Helios και ότι «ήταν άτομο το οποίο δεν είχε την ικανότητα να χειριστεί καταστάσεις υπό πίεση».
Επικαλέστηκε ακόμη τη μαρτυρία για την απόρριψη της αίτησής του για εργοδότηση στις Κυπριακές Αερογραμμές, αλλά και τη μαρτυρία του Φρεντερίκ Παντιγιόν, Διευθυντή Πτητικών Επιχειρήσεων της Helios το 2000, ότι είχε δοθεί στον Πάμπο Χαραλάμπους έκθεση απόδοσης όπου αναφέρεται ότι δεν ανταποκρινόταν στα κριτήρια που έθεσε η εταιρεία και του ζητήθηκε να βελτιώσει την απόδοσή του. Υπενθύμισε τέλος την αξιολόγηση εξεταστή της Λουφτχάνσα, ύστερα από εξέταση του Πάμπου Χαραλάμπους το 2001 κατόπιν σχετικής αίτησης της Helios, ότι παρουσίαζε σωληνοειδή όραση όταν υπήρχε οποιαδήποτε πίεση στο πιλοτήριο και ότι αν ήταν πιλότος της εταιρείας του θα εισηγείτο όπως καθηλωθεί για περαιτέρω εκπαίδευση.
Σε σχέση με τη σύγχυση της προειδοποιητικής κόρνας του Boeing 737-300 η κ. Ζαχαριάδου επικαλέστηκε μαρτυρία του Γκρέγκορι Φίλιπς, την οποία η υπεράσπιση ζήτησε τη Δευτέρα όπως αγνοηθεί, ότι η σύγχυση της προειδοποιητικής κόρνας για το υψόμετρο καμπίνας ως διαρρύθμιση απογείωσης «δεν προκάλεσε ποτέ θανατηφόρο ατύχημα», πριν το ατύχημα της Helios.
«Ήταν ή όφειλε να ήταν σε γνώση των κατηγορουμένων διευθυντικών στελεχών και της εταιρείας η ανεπάρκεια ή και η ακαταλληλότητα των κυβερνήτη και συγκυβερνήτη, αλλά τους επέτρεψαν να κυβερνήσουν και να κυβερνήσουν ως δίδυμο το αεροσκάφος το οποίο και τελικά συνετρίβη», πρόσθεσε.
Κατά τη θέση της κατηγορούσας Αρχής, «η διασφάλιση ασφαλούς πτήσης δεν εξαντλείται με τη εξακρίβωση ότι οι συγκεκριμένοι πιλότοι είχαν άδεια εν ισχύ την ημέρα της συγκεκριμένης πτήσης, προσθέτοντας ότι «η μαρτυρία καταδεικνύει ότι η καταλληλότητα-ικανότητα των πιλότων, πέραν του καθαρώς τυπικού προσόντος της κατοχής της κατάλληλης άδειας είναι στοιχείο που αποφασίζεται από την ίδια την αεροπορική εταιρεία».
Παρέπεμψε εξάλλου και στο πόρισμα του Πόλυ Πολυβίου ως επικεφαλής της μονομελούς Ερευνητικής Επιτροπής για τη έκρηξη στο Μαρί και ειδικότερα στην ανάλυση του για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
Τέλος, για την απουσία αντικειμένων τα οποία επηρέασαν δυσμενώς το έργο της υπεράσπισης η κ. Ζαχαριάδου είπε ότι οι λόγοι απώλειας των αντικειμένων δεν αφορούν την κατηγορούσα αρχή, ενώ πρόσθεσε ότι το θέμα της δίκαιης δίκης δεν μπορεί να κριθεί στο παρόν στάδιο. Μίλησε επίσης για «αόριστες αναφορές και μετέωρες υποβολές» εκ μέρους της υπεράσπισης.