Η κηδεία του θα γίνει το απόγευμα της Δευτέρας (17:30) από το Νεκροταφείο Χαλανδρίου.
«Ό,τι έκανα το έκανα με την ψυχή μου. Φωτογράφιζα ό,τι με συγκινούσε και ό,τι τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός. Ο καημός μου ήταν πάντα να καταγράψω την παράδοση ως εθνική παρακαταθήκη για να μη μείνουν απληροφόρητες οι επόμενες γενιές. Διότι για μένα η παράδοση δεν είναι κούφια λέξη στο στόμα των φραγκοδασκάλων. Είναι το καταστάλαγμα ζωής και σοφίας αιώνων» είχε δηλώσει στα Νέα.
Πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, καθώς όπως έλεγε «είναι λιτή και εκφραστική» ενώ «με το χρώμα μπερδεύονται φλύαρα στοιχεία», δεν πούλησε ποτέ ούτε μία φωτογραφία του. Κέρδιζε τα προς το ζην από τη ΔΕΗ όπου εργαζόταν και έβγαλε το πρώτο του λεύκωμα για το αντάρτικο με τα χρήματα από το εφάπαξ.
«Αν πληρωνόμουν, θα έμπαινε άλλος παράγοντας στην εκτίμηση της δουλειάς μου. Δεν θα ήταν καθαρή η έκφρασή μου, διότι όποιος πληρώνει θέλει να βάλει και το γούστο του» υποστήριζε.
Στο πλαίσιο αυτής της γενναιοδωρίας του, πριν από τρία χρόνια δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους, στις οποίες κατέγραψε την καθημερινότητα σε ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.