«Ευρωδημοκρατία», είναι ο τίτλος σχολίου της Sddeutsche Zeitung για τη σημασία και τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στη διαδικασία διάσωσης του ευρώ με αφορμή τη αυριανή ψηφοφορία στη γερμανική βουλή για την έγκριση των νέων αποφάσεων για τη διάσωση του ευρώ.
«Ασφαλώς πρέπει να βοηθήσουμε την Ελλάδα. Και βεβαίως πρέπει να δρομολογήσουμε τη μείωση του ελληνικού χρέους, αλλά δεν πρέπει ταυτόχρονα να συρρικνώσουμε τη δημοκρατία. Γιατί το ‘λειτουργικό σύστημα’ της ευρωζώνης δεν είναι το ευρώ, αλλά η δημοκρατία. Το κοινοβούλιο δεν κρατά δέσμια την καγκελάριο, αντίθετα την στηρίζει», σημειώνει ο σχολιαστής και καταλήγει: «Είναι αλήθεια ότι το γερμανικό κοινοβούλιο δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη πλήρως τα καθήκοντα που του επιβάλλει η ευρωζώνη και η ΕΕ. Βρίσκεται και αυτό στη διαδικασία αναζήτησης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα αρμόδια όργανα της ΕΕ. Δεν είναι δυνατόν όμως να σώσουμε το ευρώ και να αφήσουμε να εκφυλιστεί η δημοκρατία».
Στο ίδιο πνεύμα η Frankfurter Rundschau υπογραμμίζει «Θα αρχίσουν τώρα ξανά οι εικασίες για πλειοψηφίες στο κοινοβούλιο, αλλά δεν επιτρέπεται αυτό να γίνει αιτία παράκαμψης των βουλευτών. Δεν υπάρχει εξάλλου καμία αμφιβολία ότι η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην από την 29η Σεπτεμβρίου, που το γερμανικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη διεύρυνση του μηχανισμού στήριξης (EFSF)…Τώρα είναι σαφές ότι θα εφαρμοστεί η μέθοδος της ‘μόχλευσης’, επομένως χρειάζεται η έγκριση της βουλής. Μόνον η κοινοβουλευτική εντολή λύνει τα χέρια της καγκελαρίου και όχι η εντολή της επιτροπής δημοσιονομικών, όπως αρχικά είχε αποφασιστεί».
Ναι στην Ευρώπη, όχι στις τσιγγουνιές
«Όχι στις τσιγγουνιές», υποστηρίζει ο σχολιαστής Στέφαν-Αντρέας Κάσντορφ στην Tagesspiegel του Βερολίνου: «Το πιο επικίνδυνο είναι τώρα, σήμερα, αύριο, αυτή την εβδομάδα, να προσηλωθεί ο καθένας μας στην εθνική του οικονομία και στα πλεονεκτήματά της και να ξεχάσει την ευρωπαϊκή κοινότητα.
Όχι, δεν πρέπει να δώσουμε το προβάδισμα στους ρομαντικούς για επιστροφή στο παρελθόν και στον εθνικισμό, αλλά στην κοσμοπολίτικη Ευρώπη, στην πολιτική ένωση των Ευρωπαίων και στην διαμόρφωση μιας υπερεθνικής ταυτότητας. Η Ευρώπη χρειάζεται να ενισχύσει την ΕΕ, για να ανταπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό.
Η πλειοψηφία των Γερμανών το ξέρει αυτό. Όμως πρέπει κάθε φορά οι πολιτικοί να λένε την αλήθεια, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τακτικισμούς. Η στρατηγική πρέπει να είναι μία και σαφής: ολοταχώς για την Ευρώπη. Η πλειοψηφία το ξέρει και η κ. Μέρκελ….Γι’ αυτό: όχι στις τσιγγουνιές. Ούτε με το χρήμα, ούτε με τη συζήτηση. Και με συνείδηση του ότι κάπου είμαστε όλοι λίγο Έλληνες».
«Το μπαλάκι στις τράπεζες», επισημαίνει στις οικονομικές της σελίδες η Sddeutsche Zeitung και συμπληρώνει ότι στην παρούσα φάση της κρίσης λίγα ζητήματα είναι σαφή και σίγουρα: «Πρώτον, το ‘κούρεμα’ του ελληνικού χρέους είναι μονόδρομος και δεύτερον, σε αυτή την περίπτωση πρέπει οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους να παραιτηθούν αμέσως, σταδιακά ή αργότερα από μέρος των απαιτήσεών τους. Δεν είναι δυνατόν να επωμίζεται συνέχεια το κόστος της κρίσης οι φορολογούμενοι και τα κράτη.
Μετά από αυτά τα δύο βήματα αρχίζει όμως η αβεβαιότητα. Τι θα συμβεί στην Ελλάδα εάν δρομολογηθεί το ‘κούρεμα’ του χρέους; Πόσο αντέχει η χώρα και η κοινωνία; Θα κυριαρχήσει ο πανικός, υπάρχει κίνδυνος επέκτασης της κρίσης και σε άλλες χώρες; Πως θα αντιμετωπίσουν την κρίση οι τράπεζες στην Ελλάδα, την Γαλλία ή τη Γερμανία;» «Όπως φαίνεται στο τέλος της κρίσης χρέους δεν θα έχουμε μόνον κοινωνικές αλλαγές, αλλά και αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό κόσμο».
Διάσωση του ευρώ: Ένα γιγαντιαίο οικονομικό και κοινωνικό πείραμα
Κρίστιαν Κίρχνερ, της γερμανικής έκδοσης των Financial Times τη διαδικασία διάσωσης του ευρώ: «Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι πως κανείς δεν λέει ανοιχτά αυτό που αντιλαμβάνονται ακόμη και οι ερασιτέχνες στα οικονομικά: ότι δηλαδή τα μέτρα διάσωσης του ευρώ αξίζουν τους κόπους και τις προσπάθειες πολιτικών και πολιτών, αλλά συνιστούν ταυτόχρονα ένα οικονομικό και κοινωνικό πείραμα γιγαντιαίων διαστάσεων. Γιατί ουδείς γνωρίζει επακριβώς πως θα αντιδράσουν οι τράπεζες, εάν τις αναγκάσουν να αποδεχθούν βραχυπρόθεσμα εκατοντάδες δισεκατομμύρια απώλειες.
Ουδείς γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα οι επενδυτές ομολόγων θα συνεχίσουν να στηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ουδείς γνωρίζει επίσης εάν η αξιοπιστία της ΕΚΤ έχει πληγεί ήδη ανεπανόρθωτα και τέλος ουδείς μπορεί να προβλέψει τις κοινωνικές αντοχές: από πότε δηλαδή θα αρχίσουν στην Ευρώπη οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις να αποκτούν οπαδούς και, εάν έτσι θα δυναμιτιστεί τελικά και η όποια επίλυση της κρίσης».