«Σήμερα, υπάρχουν επιδοτήσεις ύψους 409 δισ. δολαρίων που ενθαρρύνουν τις αναπτυσσόμενες χώρες - από όπου προέρχεται ο κύριος όγκος της ενεργειακής ζήτησης και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα - προς μια σπάταλη χρήση ενέργειας», υπογράμμισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού που συμβουλεύει για θέματα ενέργειας τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 110 δισ. δολάρια, σε σχέση με το 1990.
Σύμφωνα με τον Φατίχ Μπιρόλ, η κατάργηση αυτών των επιδοτήσεων στις μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες «είναι η μοναδική πολιτική» που θα βοηθήσει τον αναπροσανατολισμό του πλανήτη σε μια τροχιά ανόδου της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου.
«Αν θέλουμε να κρατήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς, τότε πολύ περισσότερες χώρες πρέπει να πράξουν το ίδιο. Η σημαντικότερη προϋπόθεση είναι να υπάρξει συντονισμένη διεθνής δράση», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της IEA.
Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3,5 βαθμούς θα έχει «μη αναστρέψιμες επιπτώσεις», συμπεριλαμβανομένης μιας εκτιμούμενης εξαφάνισης του 40% έως 70% των βιολογικών ειδών του πλανήτη, υποστηρίζει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC).
Οι κυβερνήσεις των 27 χωρών της ΕΕ αποφάσισαν, το 2008, να αυξήσουν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2020, στο 20% του ενεργειακού μείγματός τους, σε σχέση με το 1990. Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση των Accenture και Barclays Capital, η Ευρώπη επενδύει κάθε χρόνο περίπου 30 δισ. ευρώ στην πράσινη ενέργεια ενώ για την επίτευξη του στόχου απαιτούνται ετήσιες επενδύσεις ύψους περίπου 290 δισ. ευρώ.