Αν τα αγγλόφωνα ΜΜΕ είναι εντόνως κριτικά απέναντι στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, αυτό σημαίνει ότι τα πράγματα πάνε μάλλον καλά. Αν, από την πλευρά τους, οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι μαίνονται κατά της Ευρώπης, πάλι η κατάσταση είναι θετική.
Οι λόγοι είναι απλοί. Ο αγγλοσαξωνικός κόσμος ήταν και είναι αντίθετος προς το ευρώ και την ευρωζώνη γιατί η ύπαρξή τους σημαίνει αργά ή γρήγορα περισσότερη Ευρώπη, ισχυρότερη γερμανική οικονομία και μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Οι δε κεϋνσιανοί οικονομολόγοι ενοχλούνται πολύ που η ευρωζώνη επιδιώκει μία πιο κοινή δημοσιονομική διαχείριση, η οποία συνεπάγεται μεταφορές εθνικής κυριαρχίας και περικοπές στην κατασπατάληση δημοσίων πόρων, μέσω του πληθωρισμού ή με την έκδοση νέου χρήματος. Γι αυτό και οικονομολόγοι όπως ο Αμερικανός νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν πνέουν μένεα κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ): θεωρούν ότι επιβάλλει δημοσιονομικούς κανόνες πειθαρχίας που δημιουργούν ύφεση και αυξάνουν την ανεργία. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι αυτοί δείχνουν να αγνοούν ότι, υπό συνθήκες υπερχρέωσης και χωρίς δημοσιονομική πειθαρχία, η ευρωζώνη καλείται να διαλυθεί. Εξάλλου, στις σημερινές συνθήκες χρηματοοικονομικής κρίσης, αν δεν υπήρχε η ευρωζώνη το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είχε πιθανότατα καταρρεύσει υπό την πίεση αλλεπάλληλων ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων.
Τούτου λεχθέντος, η ευρωζώνη ειδικά καλείται όχι μόνον να αντιμετωπίσει αλλά και να ξεπεράσει το θανάσιμο λάθος που διέπραξε δεχόμενη ως μέλος της την Ελλάδα. Στους ευρωπαϊκούς κύκλους ήταν γνωστή από το 1986 η απαράδεκτη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και υπήρχαν πολυάριθμες εκθέσεις στα συρτάρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα, με εξαίρεση την τριετία 1990-1993 και την περίοδο 1997-1999, αφ’ ενός, απείχε αισθητά από τα κριτήρια του Μάαστριχτ και, αφ’ ετέρου, ήταν απρόθυμη να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε εξυγιαντική της οικονομίας της μεταρρύθμιση. Αυτό το τραγικό λάθος οι υπεύθυνοι της ευρωζώνης το συνειδητοποίησαν στις πραγματικές του διαστάσεις όταν ο πρωθυπουργός κ. Γ. Α. Παπανδρέου απεφάσισε να διεθνοποιήσει το ελληνικό πρόβλημα, υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και την ευρωζώνη.
Μία ευρωζώνη που και αυτή είχε υψηλά δημόσια χρέη, καθώς και ουσιαστικές θεσμικές αμέλειες ως προς την λειτουργία της –ιδιαίτερα δε σε περιόδους κρίσης. Έτσι, η διεθνοποίηση της ελληνικής ασθένειας πυροδότησε αλυσσιδωτές αντιδράσεις των αγορών, οι οποίες κορυφώνονταν στο μέτρο που η Ελλάδα, με οριζόντια μέτρα λιτότητος που έπλητταν την ιδιωτική οικονομία, αδυνατούσε να προχωρήσει σε ριζικές περικοπές των δημοσίων δαπανών, αλλά και την αξιοποίηση σημαντικών ενεργητικών της στοιχείων τα οποία σήμερα τελούν υπό συνεχή απαξίωση.
Έτσι, με αφετηρία τον ελληνικό ιό, η ευρωζώνη μπήκε και αυτή με την σειρά της σε συνολική κρίση, την οποία σε πρώτη φάση αντιμετώπισε σπασμωδικά και με παραδοσιακά εργαλεία που για την ώρα δεν πείθουν τις αγορές. Με άλλα λόγια, όπως πολύ σωστά τονίζει ένας γκουρού των αγορών όπως ο Τζωρτζ Σόρος, η Ευρώπη δεν πείθει ότι πραγματικά θέλει να προχωρήσει και προς την οικονομική της ένωση, πέρα από την νομισματική. Κατά συνέπεια, αρκετοί είναι αυτοί που ποντάρουν στην διάσπαση της ευρωζώνης, ή ακόμα και στην διάλυσή της. Συνεπώς, οι όποιες ευρωπαϊκές αποφάσεις, όσο θετικές και αν είναι, θα αντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Μία άλλη παράμετρος της καχυποψίας αυτής είναι η εκτίμηση ότι, παρά το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, η ελληνική οικονομία δεν θα αποφύγει τελικά την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Οι περισσότερες εκτιμήσεις ξένων οίκων και αναλυτών, με βάση τα όσα συμβαίνουν στην χώρα μας αλλά και την διαλυμένη παραγωγική υποδομή της οικονομίας μας, δεν πείθονται ότι η Ελλάδα θα μπορέσει μέχρι το 2020 να γνωρίσει επίπεδα ανάπτυξης τέτοια ώστε να έχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και προοπτικές για να επανέλθει στις διεθνείς αγορές.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου κρίνονται πολύ πιο θετικές –με εξαίρεση, όπως ήδη αναφέραμε, τον αγγλοσαξωνικό Τύπο. Έγκυρες πηγές μας στην βελγική πρωτεύουσα υπογραμμίζουν ότι ναι μεν η συμφωνία έχει κάποια κενά σε μακροπρόθεσμη βάση, πλην όμως τα τελευταία δεν αναιρούν ένα σημαντικό γεγονός: αυτό της θέλησης Γαλλίας και Γερμανίας να προχωρήσει η Ευρώπη έως το 2015 στην αναθεώρηση των Συνθηκών, στην δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημοσιονομικής αρχής και στην δημιουργία μιας νέας αναπτυξιακής ευρωπαϊκής τράπεζας. Όπως πολύ σωστά, κατά την γνώμη μας, παρατήρησε ο κ. Φραγκλίνος Πισάρ, διεθυντής της Μπάρκλαιης Χρηματιστήριο, «η συμφωνία των πρώτων πρωινών ωρών της 27ης Οκτωβρίου δεν δίνει λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα δημοσίου χρέους, αλλά αποτελεί επαρκή εγγύηση για τις αγορές ότι η Ευρώπη έχει την θέληση και τις δυνατότητες να συνεχίσει την οικοδόμησή της».
Είναι δε σαφές ότι το γεγονός αυτό δεν είναι της αρεσκείας των νοσταλγών μιας Ευρώπης που θα ξεφύγει από την εθνικιστική μισαλλοδοξία και τις καταστροφές που αυτή μπορεί να επιφέρει.