Το να χαρακτηρίζεις μια πολιτική ανάλγητη και νεοφιλελεύθερη, όταν μάλιστα αυτή δεν διεκδικεί να είναι κάτι άλλο, δεν συνιστά ασφαλώς υπερβολή.
Το να αποκαλείς, όμως, τον πρωθυπουργό «ντήλερ» και να τον κατηγορείς ότι είχε κλείσει συμφωνία με τους ξένους για τον εξανδραποδισμό της χώρας, πολύ πριν από την άνοδο του στην εξουσία, χωρίς ταυτοχρόνως να προσκομίζεις στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες σου, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Προσχωρείς στις αειθαλείς θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες όλα όσα συνέβησαν ήταν σχεδιασμένα από κάποια σκοτεινά κέντρα, τα οποία απεργάζονται την υποδούλωση του έθνους στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και χρησιμοποιούν για αυτό το σκοπό τους ντόπιους βαστάζους τους.
Το να θέλεις ν’ απαντήσεις στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας, προτείνοντας ένα νέο συνασπισμό εξουσίας, καλώντας τα κόμματα και τις ομάδες της Αριστεράς να συμμετάσχουν, είναι θεμιτό και φαντάζει επιβεβλημένο, αφού η πολυδιάσπαση της Αριστεράς θεωρείται από πολλούς ως η βασική αιτία για την μακροημέρευση του δικομματισμού. Ωστόσο και οι πιο ανιδιοτελείς επιδιώξεις δεν μπορούν να υπηρετηθούν από ανιστόρητες προσεγγίσεις.
Για παράδειγμα, την άρνηση του ΚΚΕ να εμπλακεί σε συζητήσεις για την ενότητα της Αριστεράς, δεν μπορείς να τη συγκρίνεις με την υπογραφή του στη συμφωνία της Βάρκιζας το 1945, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι παραδίδοντας τότε το κίνημα τα όπλα στους αντιπάλους του, έχασε μοναδική ευκαιρία να δώσει μια άλλη προοπτική στην Ελλάδα!
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει καταλήξει στο εξής σχήμα: Η χώρα βιώνει συνθήκες κατοχής. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, είναι κυβέρνηση δωσιλόγων. Όπως τότε δημιουργήθηκε το ΕΑΜ, έτσι και σήμερα κάτι ανάλογο πρέπει να γίνει. Όπως τότε η Αριστερά [το ΚΚΕ] μπήκε μπροστά και βοήθησε στο σχηματισμό ενός ευρύτερου μετώπου, χωρίς αποκλεισμούς , έτσι και σήμερα, πάλι η Αριστερά [ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά] οφείλει να πράξει το ίδιο, απευθυνόμενη στους αγανακτισμένους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ και εξουδετερώνοντας τα εμπόδια που βάζει η ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία επιμένει στη λογική της ιδεολογικής καθαρότητας.
Αν κρίνουμε από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η γραμμή είναι εκτός τόπου και χρόνου. Το ΚΚΕ, αν και ανεβασμένο, δείχνει να καθηλώνεται στο 10%. Ο ΣΥΡΙΖΑ «τσιμπάει» συνεχώς στις δημοσκοπήσεις-η τελευταία μέτρηση της Public Issue του δίνει ποσοστά της τάξεως του 9%- και ο επικεφαλής του, Αλέξης Τσίπρας, φιγουράρει στη δεύτερη θέση στον κατάλογο δημοφιλίας των πολιτικών αρχηγών μετά τον Γιώργο Καρατζαφέρη.
Βεβαίως, η ορθότητα της συγκεκριμένης γραμμής θα κριθεί σε βάθος χρόνου. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στο παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απογειωθεί στα γκάλοπ [17% το 2007], για να προσγειωθεί όμως λίγο αργότερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, κοντά στο όριο της κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Η πρόθεση της Κουμουνδούρου να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ χώρος υποδοχής της διάχυτης κοινωνικής δυσφορίας είναι προφανής. Ωστόσο, οφείλει να ξέρει ότι η οργή δεν είναι ένα σταθερό συναίσθημα. Μπορεί να εξανεμιστεί , να δώσει τη θέση της στην απογοήτευση ή να διοχετευθεί προς διάφορες μη πολιτικές – άρα ακίνδυνες για το σύστημα- κατευθύνσεις. Η καταγγελία, η διαμαρτυρία και οι επιδρομικές επιχειρήσεις κατά των δημόσιων χώρων υποδαυλίζουν την οργή και ικανοποιούν το περί δικαίου αίσθημα ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας. Αυτό, όμως, που τη μετασχηματίζει σε πολιτική δυναμική είναι ένα σαφές και ρεαλιστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης.