tromaktiko: Ήταν ενα μικρό καράβι...

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ήταν ενα μικρό καράβι...



Ήτανε μια φορά και έναν καιρό ένα καράβι μικρό και όμορφο. Παλιό σκαρί, γερό, αξιόπιστο και καλοτάξιδο. Αιώνες ατελείωτους έπλεε. Σε φουρτούνες και σε πολέμους...σε λιακάδες και σε γιορτές, αγέρωχο και πανέμορφο. Το είχανε φτιάξει μαστόροι παλιοί που ήξεραν μυστικά πολλά. Και το βελτίωναν οι επόμενες γενιές, χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα, και άλλο τέτοιο δεν έπλεε σε θάλασσα καμμιά.

Και έφτιαχναν οι ανθρώποι το καράβι τους και το καράβι τους ανθρώπους του. Ξεχωριστό και ιδιαίτερο το έφτιαχναν, καθώς τους ταίριαζε. Ξεχωριστοί και ιδιαίτεροι γινόντουσαν κι αυτοί για να του πρέπουν. Και μαζί, ανθρώποι και σκαρί, γελάγανε στις φουρτούνες και τραγουδάγανε στα κύματα, αιώνες πολλούς.

Αγάπησαν πολύ οι ανθρώποι ετούτο το σκαρί, και τους αγάπησε κι αυτό. Φτιάχνανε τις λαβωματιές του και το φροντίζανε μετά απο κάθε κακοτοπιά, κι εκείνο τους αγκάλιαζε και τους προστάτευε και τους ταξίδευε στα δύσκολα, στα σκοτεινά, στα θολά και τα επικίνδυνα.

Καπεταναίους δεν είχανε ποτέ. Κάτι μασκαράδες ντύνανε και τους ταίζανε και τους ποτίζανε και τους χαιρετάγανε με τάχα σεβασμό και τους κάνανε και υποκλίσεις για να φουσκώσουν κι άλλο και να νομίζουν οτι κυβερνάνε απο την σάλα που χορεύανε.

Και οι ανθρώποι δούλευαν για το καράβι τους και αυτό δούλευε για τους ανθρώπους του κατα πώς ήξεραν καλά, αιώνες πολλούς.

Αλλά μια μέρα ήσυχη σε θάλασσες ξένες και απόμακρες, οι μασκαράδες ξεγλιστρήσανε απο την σάλα και ανεβήκαν στη γέφυρα. Καιρό πολύ τους ταίζανε, καιρό πολύ τους χαιδεύανε και πίστεψανε οι μασκαράδες οτι γενήκανε καπεταναίοι. Και πιάσανε το τιμόνι να κυβερνήσουνε αυτοί το πανέμορφο σκαρί.

Ήρθεν αεράκι δροσερό μές στο κατακαλόκαιρο και ένα μαύρο συννεφάκι πέρα, μακριά. Αλλα οι μασκαράδες τρώγανε και πίνανε εκείνη την ώρα στη γέφυρα και δεν ακούγανε τις φωνές απο κάτω. Όχι οτι θα καταλάβαιναν τί είναι το μπουρίνι σε τέτοιες θάλασσες.

Και η θάλασσα εμαύρισε και φούσκωσε και θέριεψε, και τα ποτήρια με τις σαμπάνιες σπάγανε στην γέφυρα και οι μασκαράδες πιανόντουσαν μια απο δώ και μια απο εκεί για να σωθούνε και όλοι τους προσπαθούσαν να πιαστούν απο το τιμόνι που φαινόταν πιό γερό.

Αλλα γύρναγε το τιμόνι ακυβέρνητο, γιατί απο το φαί και το πιοτό και την παραζάλη τους κανείς τους δεν μπορούσε να το κρατήσει. Μόνο το στρίβανε απο δώ κι απο εκεί μπας και σταθούν οι ίδιοι όρθιοι. Και το σκαρί το πανέμορφο βολόδερνε στην φουρτούνα και οι μασκαράδες που κρεμιόντουσαν στο τιμόνι το κοπανάγανε στα βράχια.

Φωνάζανε οι ανθρώποι απο κάτω να αφήσουν το τιμόνι, ξέρανε πώς να το τιμονέψουν το περίτεχνο καράβι με τα πανιά και τα κουπιά μονάχα, το ζήταγε και το σκαρί το ίδιο που βόγκαγε και έτριζε, αλλα οι μασκαράδες είχανε γατζωθεί πλέον καλά επάνω στο τιμόνι και απο την τρομάρα τους δεν λέγανε να το αφήσουν.

Πειρατικά πολλά μαζεύτηκαν γύρω στο πληγωμένο σκαρί, έτοιμα για ρεσάλτο. Το καταλάβανε οτι κάτι δεν πήγαινε καλά, οτι κάτι εμπόδιζε πλέον το όμορφο καράβι και δεν στεκόταν στο κύμα, δεν μπορούσε να το παλέψει. Σαν τα σκυλιά το κυκλώσανε και περιμένανε την ευκαιρία τους.

Και τότε ένας απο τους μασκαράδες στην γέφυρα τους είδε. Ω, καπεταναίοι έμπειροι τους εχαιρέτησε και αμέσως τους πέταξε σκαλί να ανέβουν να βοηθήσουν. Αυτοί θα μας σώσουν, σκέφτηκε ο μασκαράς, αυτοί θα κρατήσουν το τιμόνι, αυτοί θα παλέψουν τον καιρό. Κι ανεβήκαν τα σκυλιά στο καράβι το όμορφο και περήφανο που ποτέ τους δεν μπορούσαν να πατήσουν και μαγαρίσανε το σκαλιστό τιμόνι με τα βρωμόχερά τους, τα ματωμένα με αίμα ανθρώπων.

Εφώναζαν οι ανθρώποι απο κάτω, αλλα κανείς δεν τους άκουγε. Βρήκαν και οι μασκαράδες πειρατές που τους ήξεραν απο παλιά, απο τα παιδικά τους χρόνια στις θάλασσες τις θολές και μαύρες οπου είχαν μεγαλώσει. Και εκάνανε κομπανία, και επήρανε αποφάσεις.

Έπρεπε το καράβι να ελαφρύνει είπανε, γιατί είναι μικρό σκαρί και δεν σηκώνει τόσους ανθρώπους απάνω του να τους προστατεύει και να τους ταξιδεύει. Ετούτο έφταιγε και έτσι τα φτιάνουν τα πράγματα στις θάλασσες τις θολές και μαύρες.

Εμάζεψαν λοιπόν τους γέροντες και τους ανήμπορους απο το αμπάρι οπου κρυβόσαντε και τους καταμέτρησαν. Σωστά τους βγήκανε τα νούμερα, τόσο βάρος έπρεπε να ελαφρύνει, τόσο φαγητό έπρεπε να σωθεί. Εβόγκηξε το σκαρί το παλιό και όμορφο γιατί του έλειψε το βάρος χαμηλά που το κράταγε σταθερό και το έσωνε. Του έλειψαν τα λόγια τα ψιθυριστά στα σωθικά του απο χείλη γέρικα που μίλαγαν γνώση και παράδοση. Του έλειψε η καρδιά του, αυτό που κυκλοφόραγε την παράδοση, το αίμα του. Εμίλησε, έτριξε στο κύμα, αλλα κανείς δεν το άκουσε μέσα στην φουρτούνα και την αδικία.

Και είπανε μετά οι πειρατές στους μασκαράδες οτι και οι ναύτες φταίνε. Οτι δεν πλέουν έτσι σε θάλασσες θολές και μαύρες οπου οι καπεταναίοι και οι πειρατές είναι ένα, και οτι αυτό πρέπει να αλλάξει. Και είπανε στους ναύτες οτι δεν θέλει τέχνη εδώ σε αυτές τις θάλασσες, οτι πρέπει για το καλό του καραβιού και των ανθρώπων του να μην το χαιδεύουν το σκαρί το όμορφο και περίτεχνο, να το δουλεύουν με την πλάτη και όχι με τα δάχτυλα. Και έτριξε ξανά το όμορφο καράβι και δάκρυσε το πέτσωμα απο την βία που δεν ήξερε, και δάκρυσαν και οι ναύτες που του κακοφερόντουσαν.

Και τα κανόνια, είπανε οι μασκαράδες, και τα κανόνια περιττά είναι, τώρα που καπεταναίοι και πειρατές είμαστε ένα δεν χρειαζόμαστε κανόνια. Και ετοιμαστήκανε να τα ξηλώσουν τα ένδοξα όπλα, να τα πετάξουν στη θάλασσα τη θολή και μαύρη που τους γέννησε. Και εφώναξε το σκαρί το περήφανο και ανίκητο, ούρλιαξε ο αγέρας στα ξάρτια του και εσήκωσε την πλώρη του και την κοπάνησε στο κύμα όπως κάνουνε τα δελφίνια στην πατρίδα του. Αλλα κανείς δεν άκουγε, ήταν ώρα αποφάσεων.

Και αποφάσισαν οι πειρατές οτι δεν χρειάζονται τόσο φαγητό οι ανθρώποι σε αυτό το καράβι, οτι μικρό είναι και θα το κουμαντάρουν και με λιγότερο. Και ξεφορτώσανε τα φαγητά και τα γλυκά και τα ζεστά ψωμιά και τα βαρέλια με το κρασί και τα περάσανε στα βρωμοκάραβά τους. Και έχασε το σκαρί τις μυρωδιές του, έχασε την ανάσα του, και σβήσανε και οι ανθρώποι τις φωτιές κάτω απο τα άδεια καζάνια. Και το καράβι το ζεστό και φιλόξενο πάγωσε στην θάλασσα την θολή και μαύρη και τα κατάρτια του τρίξανε απο το κρύο, αλλα κανείς δεν το άκουσε μές στην πείνα και την δυστυχία.

Είπανε τότε οι μασκαράδες στους ανθρώπους οτι πολλά χρωστάνε στους πειρατές που τους σώνουνε. Και επήρανε τα χρυσαφικά τους και τα μεροκάματά τους, και δυό γέροι φοβισμένοι τους δώσανε και τους σταυρούς τους χρυσούς που φοράγανε. Να τα δώσουνε στους πειρατές, είπανε οι μασκαράδες, μα καθώς ανεβαίνανε τις σκάλες τα βάλανε στις τσέπες τους. Βγάλανε όμως την γοργόνα απο την πλώρη και την χαρίσανε των πειρατών για να βλέπει ο κόσμος, και τους μπρούντζους απο τις σκάλες τις γυριστές και τα ασημικά του καραβιού τα περίτεχνα.

Θέλανε όμως κι άλλα οι πειρατές. Χρυσάφι και ασήμι είχαν κλεμμένο πολύ, δεν τους έλειπε. Το σκαρί το όμορφο θέλανε δικό τους, γιατί άλλο τέτοιο δεν έπλεε σε θάλασσα καμμιά και να το φτιάξουν δεν μπορούσαν γιατί δεν είχαν ούτε τους αιώνες μα ούτε και την τέχνη. Και υποσχεθήκανε στους μασκαράδες οτι θα τους αφήνανε καπεταναίους αμα τους γράφανε το σκαρί το μοναδικό που ταίρι του δεν υπήρχε σε ωκεανό κανέναν.

Και εσυμφωνήσανε οι μασκαράδες οτι θα τους το δώσουνε το καράβι αμα τους κάνουνε καπεταναίους, οτι θα υπογράψουνε τα χαρτιά όλα. Μα χαρτιά δεν βρήκανε. Γιατί δεν ήτανε αγορασμένο το καράβι, δεν είχε ιδιοκτήτες. Οι ανθρώποι του το είχανε φτιάξει, αυτοί που το δουλεύανε, οι μόνοι που μπορούσαν. Μασκαράδες ήτανε όμως ετούτοι, και κατα την μόνη τέχνη που ξέρανε μασκαρέψανε κάτι χαρτιά ιδιοκτησίας και τα υπογράψανε στους πειρατές.

Χαρήκανε οι πειρατές οτι το καράβι το περήφανο και ανίκητο θα γινόταν πιά δικό τους. Και εστείλανε τους μασκαράδες να το πούν στον κόσμο του καραβιού, οτι το καράβι το περίτεχνο και χιλιοδοξασμένο έχει τώρα νέους ιδιοκτήτες και επίσημους καπεταναίους και οτι σύμφωνα με τα χαρτιά θα πρέπει να τους υπηρετήσουν.

Μα οι ανθρώποι του καραβιού δεν ξέρανε τέτοια γράμματα. Μιλάγανε μόνο τη γλώσσα του καραβιού τους, αιώνες τώρα πολλούς, και δεν ξέρανε άλλη. Την γλώσσα την παλιά, της τιμιότητας και της ειλικρίνειας, της δημοκρατίας και της φιλοξενίας, των τεχνών και των επιστημών, της αγάπης και της ανθρωπιάς. Δεν τα μιλάγανε και δεν τα καταλαβαίνανε ούτε τα πειρατικά ούτε τα μασκαρατζίδικα, ούτε παίρνανε σοβαρά τις κραυγές των πολύχρωμων παπαγάλων που τόσον καιρό τους διασκέδαζαν και τώρα έκραζαν απειλές. Και συνεννόηση δεν γινότανε, γιατί δεν νογάγανε ετούτοι οι ανθρώποι πως το σκαρί το όμορφο το χιλιοταξιδεμένο μπορεί να πουληθεί, πως μπορούν οι μαστόροι του και οι ναύτες του να γενούνε σκλάβοι.

Φωνάζανε οι πειρατές απο τα διπλανά καράβια, τα μεγάλα και άσχημα και χοντροκομμένα, λόγια βρώμικα σαν τα μούτρα τους, λόγια ψεύτικα σαν την καρδιά τους την σάπια. Και λέγανε θα το παρατήσουνε στην τύχη του το λαβωμένο σκαρί να βουλιάξει στην θάλασσα την θολή και μαύρη που το έφερε η μοίρα. Και φωνάζανε και οι μασκαράδες να πείσουνε τους ανθρώπους οτι με αυτούς καπεταναίους και τους πειρατές ιδιοκτήτες το σκαρί θα σωθεί, και ας μην σωθούν οι ανθρώποι του, και ας γενούνε σκλάβοι.

Μα οι ανθρώποι σε τούτο το καράβι το παλιό, το πανέμορφο, ξέρανε οτι με σκλαβιά δεν φτιάχνεται, ούτε ζεί, ούτε πλέει τετοιο καράβι περίτεχνο. Και όλο και τους άρεσε η ιδέα να ξεκουμπιστούνε και οι πειρατές και οι μασκαράδες, ανάθεμα την ώρα που τους φέρανε στο καράβι, και να τους αφήσουνε στην τύχη τους, κατά πώς πορεύονταν μέχρι τώρα αιώνες πολλούς.

Ξέρανε αυτοί πώς θα το φτιάξουν το σκαρί τους, πώς θα γιάνουνε τις πληγές του και πώς θα το κάμουνε να ξανατραγουδήσει στο κύμα. Και παρά τις λαβωματιές του, μπορούσε και το σκαρί να τους προστατέψει ακόμα και να τους ταξιδέψει πίσω στην πατρίδα τους που σχεδόν είχαν ξεχάσει σε αυτές τις θάλασσες τις θολές και μαύρες που τους έφερε ο καιρός.

Εσήκωσαν λοιπόν τα κουπιά απο το νερό, κατέβασαν τα ταλαιπωρημένα πανιά και έμειναν εκεί, με σταυρωμένα χέρια να κοιτούν τους πειρατές και τους μασκαράδες που μια τους χαιδεύανε και τους τάζανε χρυσό και ασήμι και μια τους φοβερίζανε να δουλέψουνε, να ξαναδώσουν στο σκαρί ζωή, να το κάνουνε να χορέψει για λογαριασμό τους. Και το σκαρί το όμορφο, το περήφανο, ξεκουραζόταν απο την αναμπουμπούλα και σιγοέτριζε σαν να γελούσε κρυφά.

Ελύσσαξαν οι πειρατές και για μια στιγμή έβγαλαν τα κανόνια τους να το βουλιάξουν το καράβι το μοναδικό, το απροσκύνητο. Μα φοβηθήκανε οτι πολλούς φίλους είχε ετούτο το σκαρί, πολλούς καπεταναίους, πειρατές μεγάλους και φοβερούς, που το αγαπούσανε ακόμα, για λόγους δικούς τους, και θα το προστατεύανε. Και τους ανθρώπους του καραβιού του ανίκητου τους ξέρανε αιώνες τώρα οτι όσο καλοί κι αν ήτανε και φιλόξενοι και αγαθοί και γελάγανε με τα μασκαριλίκια και τις απειλές, τις κανονιές δεν τις σηκώνανε.

Λέγανε μάλιστα οι κακές οι γλώσσες οτι πολεμάγανε γελώντας και τραγουδώντας αυτοί οι άνθρωποι οι ξεχωριστοί και ιδιαίτεροι, οτι προτιμάγανε να χαθούνε παρά να γενούν σκλάβοι και οτι το διασκεδάζανε να πάρουνε μαζί τους στον χαμό που τους έταξε η μοίρα όσους πειρατές μπορούσαν. Και μια μάγισσα κακάσχημη είπε στους πειρατές οτι απο το αίμα αυτών των ανθρώπων που πολεμάνε γελώντας είναι που δένει αυτό το σκαρί, οτι το αίμα αυτών των ανθρώπων που πεθαίνανε για την λευτεριά του είναι η ψυχή του, οτι αυτό είναι που το κάνει μοναδικό και πανέμορφο, αυτό είναι που το ταξιδεύει αιώνες τώρα πολλούς.

Δεν το καταλαβαίνανε οι πειρατές και οι μασκαράδες πώς το αίμα και οι πεθαμένοι μπορεί να δίνουν ζωή και ελπίδα. Δεν ξέρανε απο λευτεριά, δεν ξέρανε απο λεβεντιά, δεν ξέρανε απο αγάπες και όρκους. Οι πειρατές και οι μασκαράδες μόνο τις τσέπες και τις κοιλιές τους νιώθανε, μόνο το αίμα των άλλων ξέρανε να ξοδεύουνε.

Εκάμανε συσκέψεις πολλές, και τρόπο δεν εβρίσκανε να το δουλέψουν ετούτο το σκαρί το περίτεχνο που ζήταγε πράγματα δύσκολα. Και αφού άκρη δεν βγάζανε, είπανε να το αφήσουνε στην τύχη του να βουλιάξει. Έτσι κι αλλιώς για κουρσάρικο δεν έκανε, μικρό ήτανε και δεν χώραγε τα πλιάτσικα. Και δεν δούλευε με δούλους όπως δουλεύουν τα σωστά κουρσάρικα, ούτε ζούσε με το χρυσάφι και το αίμα ανθρώπων άλλων εκτός των δικών του.

Το παρατήσανε λοιπόν ολομόναχο να σπάσει και να βουλιάξει, κρύο και τσακισμένο όπως φαινότανε. Πηδήξανε και οι μασκαράδες κοροιδεύοντας σε ένα πειρατικό και εξαφανιστήκανε.

Και κουνήθηκε το σκαρί το περήφανο και γύρισε αργά την πλώρη του προς την πατρίδα του. Μακρύ δρόμο είχε και δύσκολες θάλασσες, αλλα αυτά τα ήξερε αιώνες τώρα πολλούς. Μουδιασμένοι ήτανε και οι ανθρώποι του, αλλα ξεκίνησαν να τραγουδάνε πάλι για τον ρυθμό στα κουπιά. Και οι νέοι σκαρφαλώσανε στα ξάρτια και ανεβάσανε δυό πανιά καινούργια.

Πιάσανε οι ανθρώποι να καθαρίζουν το πανέμορφο σκαρί απο τα αποφάγια των μασκαράδων και την βρώμα των πειρατών. Και απο την τραπεζαρία των μασκαράδων σκαλίσανε μια γοργόνα καινούργια, πανέμορφη, και την καρφώσανε στην πλώρη. Και εβούτηξε η ουρά της στο πρώτο κύμα και το σκαρί ξαναζωντάνεψε.

Ζωντάνεψαν και τα χέρια με τα σφυριά και τα σκαρπέλα να το ξαναδέσουν το πληγωμένο σκαρί, να το κάμουν πιό γερό και πιό όμορφο απο πριν. Και ακουγόταν το πυρωμένο σίδερο να τραγουδαέι στο αμόνι που φτιάχνανε δαχτυλίδια καινούργια για τα κατάρτια και γάντζους για τα σχοινιά και μια άγκυρα μεγάλη σκαλιστή. Και στο ρυθμό του τραγουδάγανε και οι μοδίστρες που ράβανε πανιά καινούργια, γερά και πανάλαφρα.

Και ξανανάψανε οι ανθρώποι τις φωτιές και ξαναμπήκαν φαγητά στα καζάνια. Και ζεστάθηκε το σκαρί και γέμισε μυρωδιές της πατρίδας του, θυμάρι και σκόρδο και ρίγανη και λάδι ευλογημένο. Και φάγανε οι ανθρώποι και ξανανιώσανε. Με φαγητά δικά τους, λιγοστά και μοναδικά σαν αυτούς τους ίδιους. Και γελάσανε που παραδεχτήκανε οτι μερικές φορές ζηλεύανε τους μασκαράδες και τις αηδίες που τρώγανε. Και στήσανε τραγούδι και χορό να συνοδεύουν την δουλειά την σκληρή που ήξεραν καλά αιώνες τώρα πολλούς.

Αναθάρρησε το σκαρί το περήφανο, το μοναδικό, το πανέμορφο. Τους χάρηκε τους ανθρώπους του. Ευχαριστήθηκε το τραγούδι τους που του έδινε κουράγιο, ανέπνεε και τράβαγε τις μυρωδιές τους που του έδιναν ζωή. Και τους αγκάλιασε για ένα ακόμα ταξίδι, όπως έκανε αιώνες τώρα πολλούς.

Αναγνώστης
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!