«Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας.
Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους.
Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
- Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
- Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
- Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους.
Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας.
Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».