Ο Τανέρ Ακμάν υποστήριξε στην προσφυγή του ότι, εξαιτίας των διώξεων και των απειλών ακόμη και για την ίδια του τη ζωή που δέχθηκε από τις τουρκικές αρχές αλλά και από εθνικιστικούς κύκλους της Τουρκίας, ζούσε μόνιμα υπό μεγάλη πίεση και άγχος και εν τέλει αναγκάσθηκε να σταματήσει να γράφει τις ιστορικές του τοποθετήσεις για το Αρμενικό ζήτημα.
Στην καταδικαστική του απόφαση το ΕΔΑΔ αποδέχθηκε ότι οι απειλές που δέχονταν ο Ακμάν ήταν πραγματικές και συνιστούσαν κίνδυνο για την ζωή του και θεώρησε σκόπιμο να αναφερθεί σε όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχει εκδώσει κατά της Τουρκίας, για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, σε περιπτώσεις δημοσιογράφων και συγγραφέων, που αναφέρονταν στα γραπτά τους στην γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 στην Τουρκία.
Ως τέτοιες αναφέρονται οι περιπτώσεις εξεχόντων, όπως χαρακτηρίζονται, δημοσιογράφων και συγγραφέων όπως ο Ελίφ Σαφάκ, ο Ορχάν Παμούκ και ο Χραντ Ντινκ.
Με την απόφαση του το Δικαστήριο επικρίνει, εκ νέου, την Τουρκία για το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζει ως «γενοκτονία» τον αφανισμό των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915 και δήλωσε ότι θ' αποφασίσει, σε μεταγενέστερο χρόνο, για το ύψος της χρηματικής αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στον Τανέρ Ακμάν, για την ηθική και υλική βλάβη που υπέστη εξαιτίας των διώξεων.