tromaktiko: Αναµνήσεις της Μάρθας Παραστατίδου από την σφαγή του Μεσοβούνου

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Αναµνήσεις της Μάρθας Παραστατίδου από την σφαγή του Μεσοβούνου



Συνέντευξη στον Παναγιώτη Τσαρτσιανίδη
Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα στις 23 Οκτωβρίου, από τότε που το πρώτο χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας πήρε τα όπλα κατά των κατοχικών αρχών.
Ένα από τα πρώτα που γνώρισαν τα μαζικά αντίποινα της Βέρμαχτ, με δύο διαδοχικά ολοκαυτώματα κι εκατοντάδες νεκρούς. Οι γερμανοί τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου 1941 περικύκλωσαν το χωριό μετά από πληροφορίες ότι ανάμεσα στους κατοίκους κρύβονταν άτομα που οργάνωναν αντίσταση. Οι γερμανοί έστησαν πολυβόλα σε όλο το χωριό και συγκέντρωσαν τους κατοίκους στο κέντρο της πλατείας. Εκεί ξεχώρισαν τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στο σημείο, όπου σήμερα βρίσκεται το ηρώο και εκτελέσθηκαν.

Οι κάτοικοι του Μεσοβούνου και της γύρω περιοχής κρατούν καλά στη μνήμη τους τα γεγονότα αυτά, τα οποία στιγμάτισαν το παρελθόν και είναι συνυφασμένα με τη νεότερη ελληνική ιστορία.

- Τι κάνεις θεία;
Αφού ζω καλά είμαι!

- Πόσο χρονών είσαι;
Από την Τουρκία ήρθα οκτώ χρονών, το 1924.

- Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό πού ήσουν;
Ήμουν στο σπίτι. Μάζεψαν όλους τους άντρες μας κι εμάς μας έβγαλαν από το σπίτι, μας είπαν «πάρτε ότι μπορείτε μαζί σας» και φύγαμε. Ήρθαν οι Γερμανοί για να πάρουν τον άντρα μου μέσα από το σπίτι μας. Τον έντυσα με γυναικεία ρούχα και τον έκρυψα μέσα στον αχυρώνα, αλλά αυτός τα έβγαλε και πήγε και ανακατεύτηκε με του άλλους -μαζί με τα αδέρφια του- και τον πιάσανε. Είχε μεγάλη αδυναμία στα αδέρφια του. Μετά ήρθε ο Γερμανός διερμηνέας και μας είπε «πάρτε ότι ρούχα μπορείτε». Πήρα την πεθερά μου και τα παιδιά, το ένα το είχα στην πλάτη μου και το άλλο στα χέρια μου. Το τρίτο ήταν πιο μεγάλο και περπατούσε - και βγήκα έξω στο χωριό. Πήρα μόνο λίγα ρούχα για να έχουμε και τίποτα άλλο και κατεβήκαμε προς τα Κομνηνά. Όταν φτάσαμε εκεί είπαμε να μείνουμε, αλλά δεν μας άφησαν και έτσι πήγαμε στην Πτολεμαΐδα.

Κατεβήκαμε λοιπόν στην Πτολεμαΐδα, μας βάλανε σε μια εκκλησία και εκεί, ένας Πτολεμαϊδιώτης, ο Παυλίδης, μας έφερνε ψωμί και τρόφιμα. Κάτσαμε αρκετό καιρό εκεί μέχρι που ήρθε διαταγή ότι μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε.

Εγώ πήγα στη Φλώρινα. Εκεί ήρθε ο κουμπάρος μου για να πάρει την πεθερά που ήταν ακόμα μαζί μου. Μου είπε τότε η πεθερά μου «έλα κι εσύ μαζί μας, να προσέχω εγώ τα μωρά και εσύ να μπορείς να δουλεύεις». Έτσι φύγαμε και πήγαμε στα Πολλά Νερά (Ημαθίας). Γυρίσαμε στο χωριό τον Μάρτιο. Χτίσαμε μια καλύβα και τον Οκτώβριο, ξαναήρθαν οι Γερμανοί και μας έκαψαν. Φύγαμε και πήγαμε στο Προάστιο, λίγο έξω από την Πτολεμαΐδα.

Πηγαίναμε στο φρουραρχείο για να βγάλουμε άδεια για να μπορούμε να πηγαίνουμε στο χωρίο - έβγαζα πολλές άδειες γιατί ήμουν τολμηρή και έστελναν εμένα – παίρναμε άδεια για να πάμε στο χωριό να θερίσουμε. Μια φορά μου έδωσαν άδεια αλλά δεν είχε σφραγίδα και πήγα με τα πόδια και ξυπόλυτη από το χωριό στην Πτολεμαΐδα για να την σφραγίσω. Την πρώτη φορά που φύγαμε από το χωριό ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ.

- Ξέρατε ότι έγινε εκτέλεση όταν φύγατε από το χωριό την πρώτη φορά;
Το ξέραμε. Όταν φεύγαμε από το χωριό ακούσαμε τα πολυβόλα. Ρώτησα τον θείο μου, που έκλαιγε, «Τα παιδιά τι γίνανε;» και μου απάντησε «Δεν ακούς τα πολυβόλα πως χτυπούν;».

Ο αδερφός μου ο Χρήστος είπε στον αδερφό μου τον Πέτρο «Εσύ έχεις εφτά παιδιά. Αν μπορείς φύγε». Ήταν ευέλικτος. Πήδηξε και έφυγε και πήγε και κρύφτηκε στης θείας μου τον φούρνο. Έμεινε εκεί μέχρι που πήγαν κάποιοι από το διπλανό χωριό να δουν τι έγινε και τον βρήκαν μέσα στο φούρνο και τον βγάλανε. Τον πήραν μαζί τους στα Κομνηνά και τον περιποιήθηκαν. Εγώ ήμουν στην Πτολεμαΐδα όταν το έμαθα και πήγα στα Κομνηνά και βρήκα τον αδερφό μου στην πλατεία. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα, έκλαψα και τον πήρα και γυρίσαμε στην Πτολεμαΐδα.

Ο Γερμανός δικαστήριο δεν κάνει… σκοτώνει. Φταις, δεν φταις, σε σκοτώνει!

- Είχατε αποθήκες, είχατε στάβλους. Τι έγιναν αυτά;
Χάθηκαν όλα. Από τα 60 πρόβατα βρήκαμε τα 20. Τα μεγάλα ζώα τα βρήκαμε, τα μικρά όλα χάθηκαν. Δεν σε πονούσε κανείς, ο καθένας κοιτούσε τον εαυτό του.

Την δεύτερη φορά που μας κάψανε, ήρθε ο διερμηνέας στην Πτολεμαΐδα που ήμασταν και με ρώτησε «Ήρθαν αντάρτες στο χωριό σας;» και του λέω «Ήρθαν!». Με ρωτάει «Πόσοι ήταν;» και του απαντάω «εκατό», ενώ ήταν πενήντα και με ρώτησε πάλι «Πού είναι τώρα αυτοί;» και του απάντησα «Τα παιδιά μου δεν ξέρω που είναι, θα ξέρω πού είναι αυτοί; Σκόρπισε όλο το χωριό!».

- Πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι να ξαναγυρίσετε στο χωριό;
Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τα οποία τα τρία ζήσαμε στα Κομνηνά.

- Τα αντέξατε όμως.
Τι θα κάνεις; Θες δεν θες, θα αντέξεις.

- Ήταν άδικη η εκτέλεση;
Άδικη ήτανε. Άλλος φταίει κι άλλος πληρώνει. Τι να κάνουμε; Στα καλά καθούμενα έγινε αυτό το μακελειό. Καλύτερα να σκοτωνόντουσαν στο μέτωπο στην Αλβανία και να ζούσαν οι υπόλοιποι εδώ.

- Ο άντρας σου πήγε στην Αλβανία;
Φυσικά και πήγε.

- Όταν σκότωσαν τον πρόεδρο στο χωριό, ο άντρας σου έφυγε;
Έφυγε μια - δυο μέρες και πήγε στο χωριό της αδερφής του και μετά γύρισε.

- Δεν φοβόντουσαν;
Δεν φοβόντουσαν. Όταν σκότωσαν τον πρόεδρο, ήρθε ένας χωροφύλακας από την Αθήνα στο σπίτι μου και τον φιλοξένησα και τον ρώτησα «Τι θα απογίνουμε;» ορκίστηκε και μου είπε «Μάρθα μην τους πιστεύετε. Θα σας κάψουν και θα σας σκοτώσουν!» το έλεγα στον άντρα μου αλλά δε με πίστευε. Δε μας ακούγανε.

- Πώς ζούσατε; Υπήρχε μεγάλη φτώχεια;
Τι να κάναμε; Δουλεύαμε σαν τα «γαϊδούρια». Έπαιρνα μία τσάπα και πήγαινα στην Πτολεμαΐδα και έψαχνα μεροκάματο να ταΐσω τα παιδιά μου. Και τώρα έχουν δύο παιδιά και βγαίνουν στις τηλεοράσεις και παραπονιούνται ότι δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν και δεν ντρέπονται.

- Όταν γυρίσατε στο χωριό, πήγατε εκεί που είχαν εκτελέσει τους δικούς σας να τους κάνετε κάποιο μνημόσυνο;
Τι λες πουλάκι μου! Δεν είχαμε να ταΐσουμε τα μωρά μας και θα κάναμε μνημόσυνο; Πήγαινε ο πατέρας μου και σκέπαζε του τάφους γιατί πήγαιναν τα σκυλιά και τους έσκαβαν. Αυτά που περάσαμε και είδαμε, κανείς να μην τα δει.

- Όταν ήρθατε από την Τουρκία πώς ήταν;
Όταν ήρθαμε κατεβήκαμε στον Πειραιά. Ο Πειραιάς τότε ήταν πέντε σπίτια όλα κι όλα και ο θείος μου είπε «Ας μείνουμε εδώ». Μας έπεισαν όμως να φύγουμε και να ανεβούμε προς τα επάνω. Ήρθαμε στο χωριό και βρήκαμε έτοιμα τουρκικά σπίτια, τα οποία επισκευάσαμε και μπήκαμε μέσα και μείναμε. Καλά σπίτια ήταν, δεν ήταν παλιά, αλλά ήρθαν οι Γερμανοί και τα κάψανε.

- Πρόβατα και ζώα τα πήρατε μετά;
Κάποια μας δώσανε, κάποια αγοράσαμε, γεννήσανε και πληθύνανε και ζούσαμε καλά. Αν δεν σκοτώνανε τους άντρες μας, δεν θέλαμε τίποτε άλλο. Πολλά περάσαμε.

- Δεν ξεχνιούνται;
Όχι! Δεν ξεχνιούνται. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, μας κυνήγησαν και μαζευτήκαμε στον Άγ. Παύλο. Εγώ έκρυψα τα παιδιά και ήθελα να κατέβω στα Κομνηνά. Στο δρόμο όμως, είδα ότι υπήρχαν πολλοί Γερμανοί και γύρισα πίσω. Μαζευτήκαμε τριάντα δύο γυναίκες στα καλύβια του Κάραλη και τους είπα «Εγώ δεν γυρίζω στο χωριό. Θα με ακούσετε και θα έρθετε μαζί μου; Θα προχωράω είκοσι με τριάντα μέτρα, όσο μπορώ. Εσείς θα έρχεστε από πίσω. Όταν ρίχνουν φωτοβολίδες θα πέφτετε κάτω και όταν σταματάνε θα τρέχετε». Και έτσι κατεβήκαμε και περάσαμε τα φυλάκια και πήραμε τον δρόμο για το Μανιάκι. Στο δρόμο συναντήσαμε δύο χωριανούς και μας ρώτησαν «Πώς μπορέσατε και περάσατε χωρίς να τραυματιστείτε;» και τον ρώτησα «Εσύ από πού ήρθες;». Είχε περάσει δίπλα από ένα φυλάκιο και τον πυροβόλησαν. Του δέσαμε την πληγή και συνεχίσαμε.

Φτάσαμε μέσα στο Μανιάκι, μας βάλανε μέσα στην εκκλησία, μας ταΐσανε και κάτσαμε τρεις μέρες εκεί μέσα. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και μας πήραν και μας πήγαν στην Πτολεμαΐδα. Μας φόρτωσαν στα αυτοκίνητα. Λήστεψαν το διπλανό χωριό τους Πύργους και είχαν βάλει τα ζώα μπροστά και εμάς πίσω. Εκεί μας πήγαν σε μια χαράδρα μας έβαλαν στη σειρά, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε γιατί νόμιζαν ότι θα μας σκοτώσουν, εγώ τους είπα «Αν ήταν να μας σκοτώσουν, δεν θα μας έφερναν μέχρι εδώ». Κι εγώ φοβήθηκα λίγο, αλλά δεν πίστεψα ότι θα μας σκοτώσουν. Μετά από λίγο ήρθε διαταγή και μας άφησαν να πάμε όπου θέλαμε και γλυτώσαμε!

- Σχολείο πήγες καθόλου;
Μακάρι να πήγαινα σχολείο. Δεν πήγα καθόλου. Μια φορά που πέρασα στρατοδικείο, ανάθεμά με αν λέω ψέματα, είπα στον δικαστή «Αυτές οι μπότες που φοράει αυτός που με κατηγοράει, ελληνικό αίμα γεμάτες είναι, να το ξέρετε καλά. Αυτός έλεγε και οι Γερμανοί σκοτώνανε».

Με ρωτάει ο δικαστής τότε «Ξέρεις γράμματα;» και του απαντάει ο γραμματέας «Αγράμματη εντελώς είναι». Και μου λέει ο δικαστής «Στο πανεπιστήμιο έχω δεκαοκτώ χρονών παιδί και σαν εσένα δεν μιλάει. Εσύ πώς τα λες;». Και του απαντάω «Άκουσε κύριε πρόεδρε, επειδή είμαι άθεη, ο Θεός με βοηθάει…».

Η κυρία Μάρθα θυμάται το τραγούδι του Μεσοβούνου και μας το σιγοτραγουδάει:

Το χίλια εννιακόσια και το σαράντα τρία
το ηρωικό Μεσόβουνο πλημμύρισε από αίμα.

Ένα πικρό ξημέρωμα, μία Πέμπτη ημέρα,
γυμνούς μα και ξυπόλυτους, μας έστησαν στη σφαίρα.

Απ’ τα σπίτια μας έβγαζαν μόνο με την ψυχή μας
τα σπίτια μας τα κάψανε για την εκδίκησή μας.

Ήρθαν άντρες κατακτητές να μας τσαλαπατήσουν,

Του Μεσοβούνου τα βουνά, με χιόνια στολισμένα
κι από νιφάδων αίματα, τα ρέματα βαμμένα.

Του Μεσοβούνου τα βουνά, όλα είναι κοιμητήρια
κι όσοι διαβάτες πέρασαν, κλάψανε με μαντήλια.

Το χίλια εννιακόσια και το σαράντα τέσσερα,
έπεσαν γυναικόπαιδα, χωρίς καμιά αιτία.

- Πού το έμαθες αυτό το τραγούδι;
Στην φυλακή! Η φυλακή τότε είχε ανθρώπους τετραπέρατους…

http://kozani.tv/
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!