Εδώ και τέσσερα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης βουλιάζει σε μια συστημική τραπεζική κρίση ενώ πολιτικοί και τραπεζίτες παλεύουν να το αρνηθούν. Ακόμα χειρότερα, η συνεχιζόμενη αδυναμία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος διαπλέκεται όλο και περισσότερο με την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, όπως φαίνεται από τα διαδοχικά σχήματα της μόλυνσης, από τα κράτη στις τράπεζες και αντίστροφα, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και πιο πρόσφατα στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Τώρα πια είναι σαφές πως η κρίση δεν πρόκειται να λυθεί με προσεγγίσεις - μπαλώματα που θα μας επιτρέψουν την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς. Για να επιβιώσει το ευρώ, οι πολίτες της Ευρωζώνης θα πρέπει να αποδεχτούν ότι θα λαμβάνουν στο εξής συλλογικά τις αποφάσεις για τις οικονομικές υποθέσεις τους με έναν τρόπο που δεν είχαμε πριν, ότι θα πρέπει να αποδεχτούν τον επαναπροσδιορισμό του πολιτικού συμφώνου που στηρίζει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ότι θα πρέπει να αποδεχτούν και σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες.
Είμαστε μάρτυρες μιας εντατικής πολιτικής συζήτησης σχετικά με τις διάφορες επιλογές για την δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης, την επέκταση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την έκδοση ευρωομολόγου, ή ακόμη και αυτό που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ, μιλώντας τον Ιούνιο στο Άαχεν, αποκάλεσε ‘ένα Υπουργείο Οικονομικών για ολόκληρη την ΕΕ’. Αλλά ριζοσπαστικές καινοτομίες απαιτεί και η τραπεζική διάσταση της κρίσης. Για να λυθεί η παρούσα ευρωπαϊκή κρίση, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προσδιορίσουν ένα μοντέλο τραπεζικής ένωσης που θα συμπληρώσει την υπάρχουσα νομισματική ένωση και το στόχο της δημοσιονομικής ένωσης. Όλα είναι απαιτούμενα ως συστατικά της ευρωπαϊκής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής.
Οι ισχυροί και πολυεπίπεδοι δεσμοί μεταξύ των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και των κρατών μελών είναι ο πυρήνας της δυναμικής της μόλυνσης. Αυτοί οι δεσμοί εμποδίζουν επίσης την ανάδυση μιας πραγματικής ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών. Η οικονομική και νομισματική ένωση απαιτεί τη διακοπή αυτών των δεσμών και την αντικατάστασή τους με ένα αξιόπιστο υπερεθνικό πλαίσιο για την τραπεζική πολιτική που θα βασίζεται στην πρόσφατα ιδρυθείσα Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή και στους χρηματοπιστωτικούς πόρους του ευρωπαϊκού μηχανισμού ή όποιου σχήματος τον αντικαταστήσει. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν κάνει σημαντικά βήματα στη ρήξη των δεσμών με τα τραπεζικά τους συστήματα. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν πουλήσει το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζών τους σε δυτικούς ομίλους. Αλλά και παλαιά μέλη όπως το Βέλγιο και η Φιλανδία έχουν κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση. Παρά ταύτα, οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης παραμένουν κλειστές στην είσοδο ξένων τραπεζών και προστατεύουν τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα, συχνά με προφανή άρνηση των ηθικών κινδύνων που αυτή η προστασία παράγει.
Η σημερινή ταχεία επιδείνωση των συνθηκών στην Ευρωζώνη επιβάλλει μια ριζοσπαστική προσέγγιση στην αποσύνδεση των τραπεζών από το κράτος. Για τον κλυδωνιζόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο η ώρα της συρρίκνωσης και της ενοποίησης πλησιάζει. Για να γίνουν όμως αυτά, πρέπει να υπάρξουν πρώτα τα κατάλληλα εργαλεία και θεσμοί. Το πλαίσιο για την τραπεζική πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία ρύθμισης, εποπτείας, λήψης αποφάσεων, εξασφάλισης των καταθέσεων και πολιτικών ανταγωνισμού. Για να λυθεί η κρίση πρέπει όλα αυτά τα στοιχεία να είναι αξιόπιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
• Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή πρέπει να έχει αρμοδιότητες εποπτείας και λήψης αποφάσεων για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, μέρος των οποίων μπορεί να παραχωρήσει στις εθνικές εποπτικές αρχές αναφορικά με τις τράπεζες που λειτουργούν σε τοπικό επίπεδο καθώς και για τις τοπικές δραστηριότητες των πανευρωπαϊκών τραπεζών.
• Δεύτερον, πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στη διακυβέρνηση της ίδιας της Αρχής, παράλληλα με τις θεσμικές αλλαγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν καλύτερα οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Αρχής με το ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον.
• Τρίτον, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πρέπει να παράσχει ρητές εγγυήσεις στα εθνικά σχήματα εξασφάλισης καταθέσεων των κρατών της Ευρωζώνης, προκειμένου να αποτραπεί ο μετασχηματισμός των εθνικών κρίσεων σε καταστροφική ‘επίθεση’ στις τράπεζες και μαζικές αναλήψεις χρημάτων από τους καταθέτες.
• Τέταρτον, τα κράτη μέλη πρέπει να συμφωνήσουν στην κατάργηση όλων των μηχανισμών που αποτρέπουν τις συγχωνεύσεις εκτός εθνικού πλαισίου έτσι ώστε να έχουμε ενοποιήσεις ιδρυμάτων σε περιφερειακό επίπεδο. Μεταξύ των άλλων συνεπειών τους, αυτά τα μέτρα μπορούν να θέσουν τέλος στις στρατηγικές ‘χρηματοπιστωτικής καταστολής’ με τις οποίες πολλά κράτη μέλη πείθουν τις τράπεζες τους να υπερεπενδύσουν στο εθνικό χρέος τους με τις προφανείς σε όλους πια αρνητικές επιπτώσεις καθώς το αξιόχρεο ενός κράτους επιδεινώνεται.
Σε συνδυασμό με όλες αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές, οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να εγκρίνουν ταχύτατα νομοθεσία προκειμένου να δημιουργήσουν ένα προσωρινό εργαλείο που θα βοηθήσει στην επίλυση της κρίσης κατά τα πρότυπα των επιτυχημένων παραδειγμάτων της Αμερικής το 1989 και της Σουηδίας το 1993. Αυτό το ευρωπαϊκό σχήμα – μια Τραπεζική Treuhand για να θυμηθούμε τους Γερμανούς – θα μπορούσε σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή να αναλάβει τις τράπεζες που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις κεφαλαιακές τους ανάγκες μέσω των μηχανισμών της αγοράς, να αναδιαρθρώσει τις λειτουργίες τους και να πουλήσει τις οντότητες που θα προκύψουν μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.
Βέβαια ένα τέτοιο πρόγραμμα ενέχει τεράστιες προκλήσεις. Μία εξ αυτών θα είναι οι εντάσεις μεταξύ της Ευρωζώνης και των υπολοίπων κρατών της ΕΕ, όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες διαμάχες σχετικά με τις συστάσεις της Επιτροπής Βίκερς. Και γενικότερα, τα πολιτικά εμπόδια θα είναι τεράστια. Αλλά οι εκκλήσεις για ένα ταμείο διάσωσης ή για ένα ‘ευρωπαϊκό TARP’ τείνουν να υποβιβάζουν την ανάγκη για μια ουσιαστική στήριξη του συνολικού θεσμικού οικοδομήματος της ευρωπαϊκής τραπεζικής πολιτικής.
Αυτά τα μέτρα δεν θα λύσουν από μόνα τους την κρίση. Είναι όμως απαραίτητα. Προς το παρόν, δυστυχώς ο κόσμος δεν έχει συνείδηση της ανάγκης για μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. Οι κραυγές των ειδικών συμφερόντων τείνουν να συσκοτίζουν τη σχετική συζήτηση ακόμη περισσότερο από ό,τι τη συζήτηση περί δημοσιονομικής ένωσης. Στο μεταξύ όμως η Ευρώπη ξεμένει ταχέως από εναλλακτικές λύσεις.
Πηγή: banknews
Ο Νικολά Βερόν είναι συνεργάτης ερευνητής του Ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών και του Peterson Institute for International Economics της Ουάσιγκτον