Ἐκείνη τὴ νύχτα -ὅπως καὶ ὅλες τὶς ἑπόμενες- στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθῶ περισσότερο ἀπὸ δύο τρεῖς ὧρες. Γύρω στὶς 12, τὰ μεσάνυχτα, πῆρα τὸ αὐτοκίνητο καὶ πῆγα νὰ βεβαιωθῶ ἂν οἱ φύλακες ἦταν στὴ θέση τους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὶς 2 καὶ στὶς 5 τὸ πρωί.
Ὁπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στὴ σαρκοφάγο πρέπει νὰ κρύβεται μία ὡραία ἔκπληξη. Ἡ μόνη δυσκολία ποὺ συναντήσαμε ἦταν πὼς τὴν ὥρα ποὺ ἀνασηκώναμε τὸ κάλυμμα, εἴδαμε καθαρὰ πιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ ἔπρεπε νὰ μπορέσουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ νὰ συνεχίσουμε τὴ δουλειά μας, μόλο ποὺ τὰ μάτια μας εἶχαν θαμπωθεῖ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ βλέπαμε καὶ ἡ καρδιὰ μας πήγαινε νὰ σπάσει ἀπὸ συγκίνηση. Μέσα στὴ σαρκοφάγο ὑπῆρχε μία ὁλόχρυση λάρνακα. Ἐπάνω στὸ κάλυμμά της ἕνα ἐπιβλητικὸ ἀνάγλυφο ἀστέρι μὲ δεκάξι ἀκτίνες, καὶ στὸ κέντρο του ἕνας ρόδακας.
Μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ περισσότερη συγκίνηση ἀνασήκωσα τὸ κάλυμμα μὲ τὸ ἀστέρι πιάνοντάς το ἀπὸ τὶς δύο γωνίες τῆς μπροστινῆς πλευρᾶς. Ὅλοι μας περιμέναμε νὰ δοῦμε μέσα σ’ αὐτὴν τὰ καμένα ὀστᾶ τοῦ νεκροῦ. Ὅμως αὐτὸ ποὺ ἀντικρίσαμε στὸ ἄνοιγμά της μᾶς ἔκοψε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰ τὴν ἀνάσα, θάμπωσε τὰ μάτια μας καὶ μᾶς πλημμύρισε δέος: πραγματικὰ μέσα στὴ λάρνακα ὑπῆρχαν τὰ καμένα ὀστᾶ. (…) Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπροσδόκητο θέαμα τὸ ἔδινε ἕνα ὁλόχρυσο στεφάνι ἀπὸ φύλλα καὶ καρποὺς βελανιδιᾶς ποὺ ἦταν διπλωμένο καὶ τοποθετημένο πάνω στὰ ὀστᾶ. Ποτὲ δὲν εἶχα φανταστεῖ τέτοια ἀσύληπτη εἰκόνα.
Μπορῶ νὰ φέρω στὴ συνείδησή μου ὁλοκάθαρα τὴν ἀντίδραση ποὺ δοκίμασα καθὼς ἔλεγα μέσα μου: “Ἂν ἡ ὑποψία ποὺ ἔχεις, πὼς ὁ τάφος ἀνήκει στὸν Φίλιππο, εἶναι ἀληθινὴ -καὶ ἡ χρυσὴ λάρνακα ἐρχόταν νὰ ἐνισχύσει τὴν ὀρθότητα αὐτῆς τῆς ὑποψίας- κράτησες στὰ χέρια σου τὴ λάρνακα μὲ τὰ ὀστᾶ του. Εἶναι ἀπίστευτη καὶ φοβερὴ μία τέτοια σκέψη, ποὺ μοιάζει ἐντελῶς ἐξωπραγματική”. Νομίζω πὼς δὲν ἔχω δοκιμάσει ποτὲ στὴ ζωή μου τέτοια ἀναστάτωση, οὔτε καὶ θὰ δοκιμάσω ποτὲ ἄλλοτε.
agiazoni.gr