όφελος των καταθετών της και με γνώμονα τη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος επέλεξαν να τη διασώσουν κάνοντας χρήση του νέου νόμου περί εξυγίανσης προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ισχύει εδώ και λίγους μήνες, διότι σε διαφορετική περίπτωση το κόστος για το δημόσιο θα ήταν σημαντικά υψηλότερο.
Αυξημένος ήταν και ο κίνδυνος δημιουργίας πανικού στις τάξεις των αποταμιευτών, σε μία περίοδο που οι ισορροπίες είναι εύθραυστες και το καταθετικό κοινό αγωνιά για την τύχη και την ασφάλεια των τραπεζών, εν αναμονή ενός μεγάλου «κουρέματος» στο χρέος.
Η φυγή των καταθέσεων
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα «Το Βήμα», η αντίστροφη μέτρηση για την Proton Bank ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης υπεξαίρεσης από το βασικό της μέτοχο, η οποία προκάλεσε την εκροή σημαντικού ύψους καταθέσεων.
Ακολούθησε η κατάρτιση ενός σχεδίου που προέβλεπε την είσοδο των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών στο μετοχικό της κεφάλαιο, με την Τράπεζα της Ελλάδος να στηρίζει το εγχείρημα παρέχοντας παράλληλα ενέσεις ρευστότητας μέσω του έκτακτου μηχανισμού στήριξης (ELA) που ενεργοποιήθηκε πρόσφατα.
Ωστόσο, η επιδείνωση της κρίσης χρέους οδήγησε τελικά τις Εθνική, Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς να «κάνουν πίσω» και να μην προχωρήσουν στην κεφαλαιακή ενίσχυση της Proton.
Οι αρχές είχαν δύο επιλογές: Είτε η τράπεζα να οδηγηθεί σε χρεοκοπία ή να τη διασώσουν μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και με τη χρήση των διατάξεων του νέου νόμου που επιτρέπει τη δημιουργία μίας μεταβατικής τράπεζας (bridge bank) σε περιπτώσεις προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι συνέπειες της πτώχευσης
Εάν είχε επιλεγεί η διαδικασία της πτώχευσης, το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚΕ) θα έπρεπε να καταβάλλει αποζημιώσεις ύψους 1 δισ. ευρώ στους καταθέτες, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο ενός ντόμινο εκροών κεφαλαίων από αποταμιευτές και στις υπόλοιπες τράπεζες υπό το φόβο κατάρρευσης του συστήματος.
Αντιθέτως, με τη λύση της bridge bank:
- Δημιουργείται μία νέα υγιής τράπεζα με καταθέσεις 1,8 δισ. ευρώ και δάνεια 1,2 δισ. ευρώ
- Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την εισφορά 250 εκατ. ευρώ γίνεται ο μόνος μέτοχός της, εξασφαλίζοντας υψηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας
- Το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων εισφέρει στην νέα τράπεζα το ποσό των 862 εκατ. ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά στην αξία του μεταβιβαζόμενου από την παλιά τράπεζα ενεργητικού και παθητικού.
- Η παλιά τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση, έχοντας στην κατοχή της όλα τα δάνεια που είναι οριστικά απολεσθέντα, καθώς και όσα εμφανίζουν αξιοσημείωτη καθυστέρηση, αλλά υπάρχει προοπτική εξασφάλισης ενός μέρους τους.
- Οι μετοχές της Proton Bank χάνουν την αξία τους.
Το κόστος για το δημόσιο
Στην προκειμένη περίπτωση το ελληνικό δημόσιο ουσιαστικά κάνει χρήση κεφαλαίων ύψους 250 εκατ. ευρώ, προς όφελος του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, τα οποία δύσκολα δε θα μπορέσει να πάρει πίσω από την πώληση της νέας τράπεζας εντός της επόμενης διετίας.
Από την άλλη πλευρά το ΤΕΚΕ, τα κεφάλαια του οποίου προέρχονται από εισφορές των ίδιων των τραπεζών και όχι από χρήματα των φορολογουμένων, θα αποζημιωθεί πρώτο από την εκκαθάριση της παλαιάς τράπεζας.
Εκτιμάται ότι εφόσον ρευστοποιηθούν οι εξασφαλίσεις των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση, μπορεί να εισπραχθεί ένα ποσό της τάξης των 360 εκατ. ευρώ, το οποίο θα δοθεί στο ΤΕΚΕ, περιορίζοντας τη ζημιά του στα 500 εκατ. ευρώ έναντι απωλειών τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ σε περίπτωση που αναγκαζόταν να αποζημιώσει τους αποταμιευτές μία πτωχευμένης Proton Bank.
Τι θα γίνει με τις άλλες τράπεζες
Τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από πηγές στην Τράπεζα της Ελλάδος, διευκρινίζεται ότι η συγκεκριμένη διαδικασία ακολουθήθηκε μόνον για την Proton Bank και δεν πρόκειται να επαναληφθεί για τις υπόλοιπες τράπεζες.
Για την Proton o συστημικός κίνδυνος μη σωτηρίας της ήταν μεγάλος, ενώ και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν μπορούσε να παρέμβει πριν τη διάσπασή της σε καλή και κακή, καθώς δεν θα είχε τη δυνατότητα ανάκτησης των κεφαλαίων που θα εισέφερε.
Στις υπόλοιπες τράπεζες, εφόσον υπάρξει ανάγκη κεφαλαιακής τους στήριξης θα ακολουθηθεί η παρακάτω διαδικασία:
- Η Τράπεζα της Ελλάδος θα ζητήσει τη διενέργεια αυξήσεων κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους.
- Οι διοικήσεις των τραπεζών θα απευθυνθούν σε παλαιούς και νέους μετόχους για φρέσκα κεφάλαια.
- Αν δε καλυφθούν οι αυξήσεις, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα εισφέρει τα κεφάλαια που είναι απαραίτητα αποκτώντας κοινές μετοχές.
Οι σημερινοί μέτοχοι των τραπεζών αναμένεται να υποστούν μείωση των ποσοστών τους, καθώς η πώληση των μετοχών στο Ταμείο προβλέπεται ότι θα γίνει σε πολύ χαμηλές τιμές.