Ο Steve Jobs, ένας εκ των δύο ιδρυτών της Apple και μέχρι πρότινος Διευθύνων Σύμβουλός της, εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο σε ηλικία μόλις 56 ετών αφήνοντας πίσω του αμέτρητα ορφανά i-pod, i- pad i- phone κλπ…
προσωρινώς υιοθετημένα (μέχρι να φτάσει και γι’ αυτά ο θάνατος της μόδας τους και η ώρα της ανακύκλωσης ηλεκτρονικών συσκευών) από πάσης φύσεως γκατζετάκηδες. Δεν πήρε μαζί του κανένα από τα προσωπικά του δημιουργήματα, ούτε καν το γηραλέο φορητό του macintosh καθότι εκεί που πήγε βασιλεύει η αποφόρτιση, οι χρήστες είναι για πάντα απενεργοποιημένοι κι αν υπάρχει κάποιος κωδικός επανεισόδου σίγουρα δεν είναι πληκτρολογήσιμος.
Κι ενώ άφησε πίσω του όλα τα ηλεκτρονικά του δημιουργήματα, ο Steve Jobs πήρε ειρωνικά μαζί του κάτι πολύ βαρύ και δύσκολο στις μέρες μας. Πήρε μαζί του το επώνυμό του «Jobs» που, παρότι άλλο πράγμα σημαίνει, υποσυνείδητα όλη η ανθρωπότητα το μεταφράζει «δουλειές» και δαγκώνεται με πικρία. Άλλωστε, ως ιδιοφυία της τεχνολογίας (παρότι δε διέθετε περγαμηνές, πτυχία και τίτλους) ο Jobs προκάλεσε τρελές πωλήσεις και κατά συνέπεια άνοιξε θέσεις εργασίας, σε μία εποχή μάλιστα που τα απανταχού μεγαθήρια του τομέα τίναζαν από πάνω τους τους εργαζομένους ως φθινοπωρινά φύλλα. Σίγουρα ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος που, μεταξύ άλλων, ευτύχησε να γεννηθεί σε μια χώρα που κάνει άλλη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και δε σκοτώνει τις ευκαιρίες εν τη γενέσει τους με μαζικούς ψεκασμούς διοικητικής αναξιότητας. Μπορεί να τους στύβει στο τέλος, αλλά στην αρχή τουλάχιστον δεν τους πνίγει…
Γιατί, αν ο εκλιπών ήταν Έλληνας, απόφοιτος Λυκείου, θα ήταν απλώς άλλος ένας Καραμήτρος και θα είχε ακούσει αμέτρητες φορές, την ώρα που θα σκεφτόταν να πραγματοποιήσει κάποιο από τα αλλόκοτα άλματα που πραγματοποίησε (π.χ. συναρμολόγησε το 1976 στο γκαράζ του σπιτιού του, το πρώτο μηχάνημα που, όταν πατούσες ένα κουμπί, δεν έβγαινε μια χοντρή, αλλά ένα γράμμα σε μια οθόνη) την αποθαρρυντική ρητορική ερώτηση: « Πού πας ρε Καραμήτρο;». Ίσως μάλιστα να την είχε απευθύνει κι αυτός ο ίδιος στον εαυτό του, για να καθησυχάσει τις ανησυχίες του στο πλαίσιο του νεοελληνικού ρεαλισμού. Θα είχε βρει μία δουλίτσα του εκπαιδευτικού διαμετρήματός του ή του διαμετρήματός του βύσματός του και θα είχε περάσει μια ζωή εισπράττοντας φάπες από εκείνους που θα διέθεταν μεγαλύτερα βύσματα. Σήμερα, θα ήταν συνταξιούχος παλαιάς κοπής, ευτυχώς κατά ένα χρόνο πάνω των 55 ετών (θα είχε γλυτώσει δηλαδή τη μείωση του 40%) ή για πάντα εργαζόμενος της νέας κοπής. Αν όμως ήταν επιτυχημένος και ως Έλλην και λάμβανε ήδη σύνταξη άνω των 1.200 ευρώ, τώρα θα έχανε ένα 20% και θα του κούρευαν και την επικουρική. Αν και άμα και αν και άμα και δεν υπάρχει πια κανένα θάμα…
Ευτυχώς είχε γεννηθεί στην Αμερική ο άνθρωπος. Κι όπως tweetάρησε για πάρτη του ο επίσης αμερικανόπαις Έλληνας πρωθυπουργός: «Με το να σκέφτεται διαφορετικά και έξω από κουτάκια, άλλαξε θαρραλέα τα δεδομένα και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων». Αυτό είναι άλλωστε και το κοινό τους σημείο. Γιατί κάπως έτσι, με το να σκέφτεται διαφορετικά (υπόγεια) και παίζοντας με τα κουτάκια (κυρίως με τα νούμερα μέσα στα κουτάκια), άλλαξε κι ο πρωθυπουργός (όχι μόνος κι όχι θαρραλέα) τα δεδομένα και τις ζωές εκατομμυρίων Ελλήνων.
Καλό ταξίδι και στους δυο τους…