εταιρίες ,οι ασφαλιστικές θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια ύψους 545 εκ ευρώ, εκτιμά σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος .
Παρόλα αυτά, η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας, που είναι πλέον και η εποπτική αρχή για τις ασφαλιστικές εταιρίες , αναφέρει ότι από τα πιστοποιημένα μεγέθη του 2010 και τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου του 2011 τα εποπτικά κεφάλαια υπερβαίνουν τα απαιτούμενα κατά ένα 1δις ευρώ.
Ποσό που διαμορφώνεται με βάση τις ισχύουσες αποκλίσεις της νομοθεσίας στον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας , που ωστόσο ,διευκρινίζεται ,δεν κάνουν χρήση όλες οι εταιρίες , αλλά μέρος από αυτές .
Επίσης η ενδιάμεση έκθεση της τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιοποιήθηκε χθες, για τα μεγέθη του ασφαλιστικού κλάδου διαπιστώνει ότι η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας επηρέασε αρνητικά και τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης, οδηγώντας στη μείωση της παραγωγής νέων ασφαλίστρων και στην αύξηση του αριθμού των εξαγορών συμβολαίων. Παράλληλα, υποχώρησε η αξία των επενδύσεων των εταιριών, μεγάλο μέρος των οποίων αφορά κρατικά ομόλογα.
Αναλυτικά τα μεγέθη της ασφαλιστικής αγοράς, σύμφωνα με την έκθεση έχουν ως εξής :
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 72 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, 55 εκ των οποίων εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, με συνολικό ενεργητικό της τάξεως των 15 δισεκ. ευρώ. Σε όρους παραγωγής ασφαλίστρων, οι ελληνικές ανώνυμες εταιρίες κατέχουν το 89,4%, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών το 7,9%, τα υποκαταστήματα κρατών μελών της ΕΕ και ΕΟΧ το 2,4% και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί το 0,3%.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αγοράς αποτελεί ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο ζωής και, συγκριτικά, η διασπορά στον κλάδο ασφαλίσεων κατά ζημιών. Με βάση τα στοιχεία του 2010, στον κλάδο ασφαλίσεων ζωής, οι 5 και 10 μεγαλύτερες σε μέγεθος παραγωγής εταιρίες καλύπτουν αντίστοιχα το 71,0% και 91,7% της συνολικής παραγωγής. Στον κλάδο ασφαλίσεων κατά ζημιών οι 5 και 10 μεγαλύτερες σε μέγεθος καλύπτουν αντίστοιχα το 41,2% και 61,9% της συνολικής παραγωγής.
Το πρώτο εξάμηνο του 2011, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2010, τα έσοδα από πάσης φύσεως ασφάλιστρα εμφάνισαν υποχώρηση κατά 7,4%. Από τους επιμέρους κλάδους, η μείωση στις ασφαλίσεις ζωής ανήλθε σε 11,3%, ενώ στις ασφαλίσεις κατά ζημιών σε 4,5%.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, με βάση τα πιστοποιημένα μεγέθη τέλους 2010 και λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και τις πραγματοποιηθείσες εντός του 2011 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ύψους 102,5 εκατ. ευρώ, τα εποπτικά κεφάλαια υπερβαίνουν τα απαιτούμενα κατά περίπου 1 δισεκ. ευρώ. Πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι το ποσό αυτό διαμορφώνεται και με τη χρήση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται από την ασφαλιστική νομοθεσία και τις οικείες ρυθμιστικές αποφάσεις για τη φερεγγυότητα, τις οποίες όμως αξιοποίησε μέρος μόνο της ασφαλιστικής αγοράς. Οι παρεκκλίσεις αυτές επιτρέπουν :
την καταχώρηση του 70% των αποθεμάτων εκκρεμών ζημιών στις ασφαλίσεις κατά ζημιών και
την αποτίμηση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) στην αξία κτήσης τους
Με βάση μια πιο συντηρητική προσέγγιση, που δεν θα λάμβανε υπόψη τις προαναφερθείσες νόμιμες παρεκκλίσεις, στο τέλος του 2010 οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να συγκεντρώσουν πρόσθετα κεφάλαια ύψους 545 εκατ. ευρώ.
Η παρούσα δυσχερής οικονομική συγκυρία αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή για τη φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κυρίως επειδή αυξάνεται ο ρυθμός ακύρωσης και εξαγορών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, μειώνονται ο ρυθμός σύναψης νέων συμβολαίων και η αξία στοιχείων του ενεργητικού (π.χ. ΟΕΔ), αυξάνεται ο πιστωτικός κίνδυνος έναντι των χρεωστών ασφαλίστρων κ.ά.
Παρά την αρνητική συγκυρία, οι εξελίξεις στην ασφαλιστική αγορά, ιδίως τους πρώτους εννέα μήνες του 2011, κρίνονται μάλλον θετικές, καθώς οι εταιρίες φαίνεται ότι κατανόησαν την ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης μιας σειράς από χρόνιες διαρθρωτικές δυσλειτουργίες, που είχαν θέσει σε σοβαρή αμφισβήτηση την αξιοπιστία του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα. Σημαντική συμβολή στη εξέλιξη αυτή είχε και η Τράπεζα της Ελλάδος, που από την 1η Δεκεμβρίου 2010 ανέλαβε την εποπτεία της αγοράς. Με τη διενέργεια άνω των 100 επιτόπιων ελέγχων, η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε, μετά από συνεχή διαβούλευση με όλους τους φορείς της αγοράς, σε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων, στο πλαίσιο των τριών προτεραιοτήτων που είχε θέσει ευθύς ως ανέλαβε την ευθύνη της εποπτείας της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Αυτές είναι:
ο εξορθολογισμός της λειτουργίας της αγοράς,
η υιοθέτηση εποπτικών διαδικασιών με επίκεντρο την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και
η προετοιμασία των εταιριών για μια ομαλή προσαρμογή στο σύνθετο και απαιτητικό περιβάλλον που θα διαμορφώσει το εποπτικό πλαίσιο “Φερεγγυότητα ΙΙ”.
Στην κατεύθυνση μάλιστα της εξυγίανσης της αγοράς, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού εξάντλησε όλες τις εναλλακτικές επιλογές μέσω συνεχούς διαβούλευσης με τις εταιρίες, προχώρησε στην έσχατη επιλογή να ανακαλέσει την άδεια τριών ασφαλιστικών εταιριών που δεν πληρούσαν τις ελάχιστα απαιτούμενες προϋποθέσεις λειτουργίας. Συνολικά από το 2008, ο συνολικός αριθμός των εταιριών που πλέον δεν λειτουργούν ανήλθε σε 17. Σε ό,τι αφορά τις προαναφερθείσες θετικές εξελίξεις, κατά την περίοδο Ιανουαρίου Σεπτεμβρίου 2011, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα παρουσίασαν αξιοσημείωτη βελτίωση στους τομείς της επιχειρησιακής στρατηγικής, της οργάνωσης και της λογιστικής διαφάνειας. Η ορθή απεικόνιση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η βελτίωση της πολιτικής τιμολόγησης, η μείωση των προσφερομένων προμηθειών, ο περιορισμός των επισφαλών απαιτήσεων, καθώς και η απομάκρυνση από τη λογική της αύξησης της παραγωγής έναντι οποιουδήποτε κόστους, συνέβαλαν στην αύξηση της κερδοφορίας τους το πρώτο εξάμηνο του 2011 και διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για ουσιαστική εξυγίανση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς.
Οι εξελίξεις αυτές, παρότι θετικές, δεν επιτρέπουν κανένα εφησυχασμό και η προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας αγοράς με κεφαλαιακά ισχυρότερες επιχειρήσεις προβλέπεται μακρά και επίπονη, ιδίως μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι έχουν περιοριστεί τα χρονικά περιθώρια μέχρι την έναρξη εφαρμογής της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ – Solvency II).
Το νέο πλαίσιο απαιτεί από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση συστηματική προσπάθεια αφενός για την κάλυψη των εκάστοτε άμεσων κεφαλαιακών αναγκών και αφετέρου για το σχηματισμό κεφαλαιακών αποθεμάτων επαρκών για την αντιμετώπιση μελλοντικών δυσχερειών. Οι ποιοτικές αλλαγές στη διοίκηση και λειτουργία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τις οποίες εισάγει η “Φερεγγυότητα ΙΙ”, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της ασφαλούς λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες αλλά και τις προκλήσεις της εποχής, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα θα πρέπει να κάνουν τις κατάλληλες στρατηγικές επιλογές, που θα οδηγήσουν στη συγκρότηση κεφαλαιακά ισχυρών και οργανωτικά άρτιων μονάδων. Προς το σκοπό αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος μεριμνά τόσο για την έγκαιρη και σωστή ενσωμάτωση της σχετικής κοινοτικής οδηγίας στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο όσο και για την έγκαιρη και ολοκληρωμένη προετοιμασία της αγοράς για τις ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις της “Φερεγγυότητα II”, καθόσον έχει διαπιστώσει ότι – παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί – παρατηρούνται σε αρκετές εταιρίες σημαντικές αδυναμίες στην κατανόηση του νέου τρόπου υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων καθώς και ελλείψεις οργανωτικού χαρακτήρα.
Με σκοπό την προσαρμογή στο νέο πλαίσιο και την πλήρη χαρτογράφηση από τις ασφαλιστικές εταιρίες των όποιων αδυναμιών τους σε τεχνογνωσία, στελέχωση και υποδομές, η Τράπεζα της Ελλάδος διενεργεί σχετική άσκηση, η ολοκλήρωση της οποίας θα βοηθήσει τις εταιρίες να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις ελλείψεις που τυχόν θα εντοπιστούν.
Μέσω της άσκησης δίνεται η δυνατότητα στα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς να εξοικειωθούν, άμεσα και πρακτικά και σε στενή συνεργασία με την εποπτική αρχή με τις συνθήκες λειτουργίας στο νέο περιβάλλον και να αποκομίσουν και τα οφέλη της τεχνογνωσίας που αποκτούν τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος από τη συμμετοχή τους σε διεθνείς συναντήσεις των εποπτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επίσης, έχει ήδη ξεκινήσει η συστηματική παρακολούθηση των διαδικασιών για την ανάπτυξη εσωτερικών υποδειγ μάτων για τον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των εταιριών. Η ορθή εφαρμογή των υποδειγμάτων αυτών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια και χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Στην κατεύθυνση αυτή ενθαρρύνεται και η συνεργασία μεταξύ των εταιριών, ιδίως των εταιριών μικρότερου μεγέθους, για την ανάπτυξη των υποδειγμάτων με επιμερισμό του κόστους.
Όσον αφορά τις νομοθετικές προσαρμογές στις νέες απαιτήσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία διαβούλευσης για ζητήματα που αφορούν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και τον κώδικα δεοντολογίας διαμεσολαβητών της ασφαλιστικής αγοράς και οι κωδικοποιημένες παρατηρήσεις βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο αξιολόγησης.
Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων που θα συμβάλει στην αναβάθμιση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των διαμεσολαβητών ώστε να εξαλειφθούν νοσηρές πρακτικές που επί σειρά ετών απέβαιναν εις βάρος των καταναλωτών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και κυρίως των συνεπών επαγγελματιών αυτού του χώρου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο της έμπρακτης προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, έχει διαχειριστεί επιτυχώς από την αρχή του έτους 350 παράπονα πελατών για ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν και έχει καλέσει 19 επιχειρήσεις σε ακρόαση. Επίσης, έχουν εξεταστεί 80 ερωτήματα φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και επαγγελματικών επιμελητηρίων, που αφορούν διαμεσολαβητές και 100 άλλου είδους ερωτήματα και καταγγελίες (π.χ. για επιχειρήσεις που έχουν κλείσει).