Το πρόβλημα είναι από που θα ξεκινήσω όμως. Τι να διαλέξω σαν αρχή τηςΜεγάλης Ανάλυσης της Κρίσης, που θα επιχειρήσω τώρα. Ας πω πρώτα ότι ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε καθηγητής στο βρετανικό πανεπιστήμιο της Σομαλίας, ούτε καν δημοσιογράφος της Sidirokastro Herald Tribune, τίτλοι που θα έδιναν ένα επιπλέον κύρος στην άποψη μου, αλλά δε βαριέσαι. Έχουμε μάθει άλλωστε τόσο καιρό να ακούμε τον κάθε απίθανο να αναλύει τα γεγονότα και να επικροτούμε ή όχι την άποψη του, ανάλογα με το πόσο μας χαϊδεύει τ' αυτιά ή όχι. Έτσι λοιπόν κι εγώ αυτοπροσδιορίζομαι ως απίθανος και θα δώσω απαντήσεις στις απορίες σας. Αλλά σαν να παρατράβηξε η εισαγωγή, ας ξεκινήσω να γράφω.
Λοιπόν, από το 2008 ζούμε στιγμές ιστορικές και κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουμε ζήσει τίποτα ακόμα. Αλήθεια. Ναι. ΔΕΝ έχουμε φτάσει ακόμα στον πάτο, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, καθώς είναι τελείως αόριστος ο προσδιορισμός της έννοιας αυτού του πάτου. Κατ' αρχήν. Τι σημαίνει να φτάνεις στον πάτο; Αν πάτος στην Ελλάδα σημαίνει να μη μπορείς να πας στον Κιάμο μια φορά το μήνα ή να μη μπορείς να αγοράσεις τα δημητριακά με τις 9843578943765948365498 βιταμίνες και ιχνοστοιχεία που θα σμιλέψουν με τρόπο απαράμιλλο τη σιλουέτα σου, τότε ναι, φτάσαμε στον πάτο. Από τη στιγμή όμως που βγαίνω έξω και ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με πριν, τότε έχουμε ακόμα χιλιόμετρα μέχρι το ταξίδι μας να τερματίσει. Άλλωστε, πάτος θα μπορούσε να σημαίνει πως θα ζούμε με 150ε τον μήνα, όπως συμβαίνει στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για παράδειγμα και –surprise..- αυτές οι χώρες είναι επίσης μέλη της Ε.Ε... Βέβαια ξέρω πως θα βγούνε αυτοί που θα λένε “Εγώ δεν πάω στον Κιάμο, δεν έχω γάλα να θρέψω τα παιδιά μου και τις νύχτες υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε στα παγκάκια..” Αν ξεπεράσουμε σε αυτό το σημείο την υπερβολή του πράγματος, ναι, συμφωνώ, περνάμε δύσκολα ΟΛΟΙ. Για μένα και γι' αυτή την υπεργαμάτη ανάλυση, το ερώτημα θα πρέπει να είναι ΓΙΑΤΙ περνάμε δύσκολα και ΤΙ μπορούμε να κάνουμε για να ξαναβρούμε γάλα για τα παιδιά της αγαπητής κυρίας.
Έχουμε αρκετά διλήμματα μπροστά μας. Καλώς ή κακώς το βιοτικό επίπεδο έχει μειωθεί – πιθανόν να μειωθεί κι άλλο -, το ζήτημα είναι αν θα επιμένουμε να ζούμε όπως ζούσαμε κι αν δε το καταφέρνουμε, να στεναχωριόμαστε. Πριν από λίγο καιρό, συνομιλώντας με κάποιους Άγγλους, μου έλεγαν με πόνο ψυχής πως λόγω της κρίσης αναγκάστηκαν να κλείσουν κάποια κέντρα νέων, που η ύπαρξη τους και μόνο στην Ελλάδα θα θεωρούνταν πολυτέλεια, για να μη πω τι θα σκέφτονταν οι Βούλγαροι. Ο δικός τους “πάτος” λοιπόν είναι τελείως διαφορετικός από τον δικό μας. Όπως αντίστοιχα και οι Βούλγαροι γελάνε όταν σκέφτονται πως εμείς οι Έλληνες “δε μπορούμε να πάμε πλέον ούτε σε μια ταβέρνα ρε αδερφέ”. Ο πάτος με άλλα λόγια είναι ακόμα μακριά, καλώς ή κακώς.
Έπειτα, το δεύτερο που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως – ευτυχώς – το κοινωνικό μας μοντέλο έχει χρεοκοπήσει, μαζί με την οικονομία της χώρας. Για κάποιους λόγους ΔΕ γίνεται να στηρίζουμε την οικονομία μας και πολύ περισσότερο την κοινωνία μας σε προσωπικές σχέσεις μεταξύ συγγενών, πολιτευτάδων, βουλευτών κλπ. ΔΕ γίνεται, ΟΧΙ, πάει, ΤΕΛΟΣ! ΔΕ γίνεται τα παιδιά μας να σπουδάζουν οτιδήποτε μόνο και μόνο για να λέμε στην κυρά Μαίρη στον τρίτο, πως το παιδί μας πέρασε στα ΤΕΙ Ιχθυοκαλλιέργειας και να της κρύβουμε πως αφού τελειώσει, θα ψάχνει με το τουφέκι για δουλειά. ΔΕ γίνεται να αποφεύγουμε τη δουλειά όπως ο διάολος το λιβάνι. Σε όλες -μα ΟΛΕΣ- τις χώρες του κόσμου, υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν και παράγουν. Όλες; ΟΧΙ! Υπάρχει μια χώρα που συνεχίζει να παράγει στρατιές υπαλλήλων και υπηρεσιών, χωρίς να βγάζει ούτε μισή πατάτα από το έδαφος της. Μαντέψτε ποια είναι αυτή η χώρα. Και γι' αυτό δε μας φταίει κανένα ξένο κέντρο αποφάσεων. Από τη μεταπολίτευση και μετά αυτοσκοπός μας είχε γίνει να σπουδάσουμε κάτι και είτε να μπούμε στο δημόσιο -χιλιοειπωμένο- ή να ανοίξουμε ένα γραφείο και να το παίζουμε γιατροί, δικηγόροι, διαιτολόγοι ή ψυχολόγοι -που είναι και της μοδός τελευταία. Ε, δε πάει μπροστά ο τόπος έτσι, με το μπαρδόν.
Επιπλέον, αποκοιμηθήκαμε όλες αυτές τις δεκαετίες με όνειρα και ξυπνήσαμε με εφιάλτες. Μας κοίμισαν με τα παραμύθια μιας ουτοπίας οι κάθε λογής αριστεροί και δεξιοί -ιδιαίτερα οι πρώτοι- και χάσαμε επαφή με την πραγματικότητα. Για κάθε πρόβλημα που προέκυπτε, υπήρχε μια ουτοπική λύση, η οποία ποτέ δεν ερχόταν καθώς χρειαζόταν ένα άλλο είδος κοινωνίας. Και το πρόβλημα παρέμενε χωρίς λύση, διογκούμενο όλο και περισσότερο με τα χρόνια. Η πραγματικότητα απαιτούσε απαντήσεις που αν είχαν δοθεί σε ρεαλιστικό επίπεδο, δε θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο τώρα. Η ουτοπία είναι ωραία, δίνει ιδέες που μπορούν να εφαρμοστούν στο μέτρο του δυνατού, αλλά όταν γίνεται το ιδανικό μιας ολόκληρης κοινωνίας, ε τότε Χαράλαμπε ξεκίνα να τα κλαις άλλη μια φορά.
Για να τελειώσω αυτό το κείμενο, θα αναφερθώ στη σχέση πολίτη-κράτους. Έχει αρκετά χρόνια που αυτοί οι δύο “παίκτες” θεωρούνται “αντίπαλοι”. Ποιος όμως είναι το κράτος; Γιατί διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από αυτό, ξεχνώντας πως το κράτος είμαστε ουσιαστικά εμείς; Τσακωνόμαστε με τον εαυτό μας με άλλα λόγια, αφού τασυστατικά του στοιχεία δεν είναι μόνο η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι του, αλλά όλοι μας, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετέχουμε στη στελέχωση, στη χρηματοδότηση ή στη λήψη αποφάσεων. Ειδικά το τελευταίο μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε για ποιο λόγο εμείς είμαστε το κράτος, αν φέρουμε στο μυαλό μας το ελληνικό παράδοξο του να βρίζεις κάποιον που έχεις ψηφίσει και μετά να τον ξαναψηφίζεις. Τελικά, το κράτος το φτιάχνουμε εμείς ανάλογα με τις ανάγκες μας και το να διαχωρίζουμε τη θέση μας από αυτό είναι σα να τσακώνεται μια γάτα με τοείδωλο της στον καθρέφτη. Και κάτι ακόμα. Η λειτουργία ενός κράτους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο οι πολίτες μιας χώρας συμβάλλουν σ' αυτή. Σε μια Ελλάδα όμως που οποιαδήποτε ανάμειξη ενός πολίτη με αυτό, θεωρείται από κάποιους γραφικούς “ρουφιανιά”, “χαφιεδισμός” και δε ξέρω 'γω τι άλλο, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια κοινωνικής συνείδησης, τότε καλύτερα να μην απορούμε γιατί το κράτος δε κάνει τίποτα. Το κράτος είμαστε όλοι μας και όσο εμείς ΔΕ κάνουμε τίποτα, δε πρόκειται να κάνει τίποτα κι αυτό. Τόσο απλά. Και πάνω σε αυτό βρήκαν και πάτησαν λογής λογής λαμόγια -στην αλληλεγγύη μας ενάντια στο κακό το κράτος- και ρούφηξαν ώσπου να σκάσουν όσο μπορούσαν περισσότερους πόρους από αυτό. Και το έκαναν γιατί ήξεραν πως κανένας πολίτης δε θα τους καταγγείλει, γιατί θα θεωρούνταν μετά ρουφιάνος και χαφιές. Ας φάμε ιδεολογία τώρα.
Λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο μέρος, η γενική τοποθέτηση μου στα πράγματα. Θα ακολουθήσει δεύτερο, όπου θα προσπαθήσω να γίνω πιο συγκεκριμένος και να πω γιατί αυτή η κρίση είναι ευκαιρία να αλλάξουμε την κενωνία μας. Αλίμονο σας με άλλα λόγια...