(αργκό) μπέρδεμα, ακαταστασία τα έχει κάνει μπάχαλο : τα έχει μπερδέψει, τα έχει κάνει άνω κάτω
(αργκό) στον πληθυντικό, επεισόδια, συγκρούσεις με τα όργανα της τάξης
Συνώνυμα: ακαταστασία, ανακατωσούρα, μπέρδεμα
(αργκό) στον πληθυντικό, επεισόδια, συγκρούσεις με τα όργανα της τάξης
Συνώνυμα: ακαταστασία, ανακατωσούρα, μπέρδεμα