Πρωταρχικός λόγος για την πρόσληψη τροφής είναι η φυσιολογική ανάγκη για ενέργεια. Η φυσιολογική ρύθμιση της πρόσληψης τροφής γίνεται με το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού, που ρυθμίζονται κυρίως από τα υποθαλαμικά κέντρα του εγκεφάλου.
Στις σημερινές όμως ανεπτυγμένες κοινωνίες, η διατροφή επηρεάζεται, όχι μόνο από εσωτερικά φυσιολογικά ερεθίσματα, αλλά και από έναν αριθμό εξωτερικών παραγόντων περιβαλλοντικών, πολιτιστικών, ψυχολογικών και κοινωνικο-οικονομικών.
Αναπόφευκτα, οι συνθήκες στις οποίες ο εργαζόμενος απασχολείται, επιδρούν στη σωματική και στην ψυχική του υγεία, άρα και στη διατροφή του. Το ζήτημα είναι σοβαρό, διότι κάθε χρόνο καταγράφονται παγκοσμίως περίπου 160 εκατομμύρια περιστατικά ασθενειών λόγω επαγγέλματος.
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες στον επαγγελματικό τομέα, που επηρεάζουν τελικά την διατροφική πρόσληψη;
Οι παράγοντες μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσονται οι παράγοντες που σχετίζονται με τη φύση και το ωράριο της δουλειάς. Tο συνεχές ή μεγάλο ωράριο και η καθιστική εργασία, ευθύνονται για την παράλειψη των ενδιάμεσων γευμάτων, πολλές φορές ακόμη και του μεσημεριανού, καθώς επίσης, και για την μειωμένη φυσική δραστηριότητα ενώ, τα πολλά επαγγελματικά γεύματα μπορεί να οδηγήσουν εύκολα σε αυξημένη θερμιδική πρόσληψη.
Η δεύτερη είναι η κατηγορία των ψυχοκοινωνικών καταστάσεων και διαπροσωπικών σχέσεων, που επηρεάζουν έμμεσα την θερμιδική πρόσληψη. Σε αυτήν εντάσσονται το άγχος, οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και προϊσταμένων, ο φόρτος εργασίας και ο φόβος απόλυσης, πράγματα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα ψυχικής υγείας και έχουν συνδεθεί πολλάκις με τη διατροφική συμπεριφορά.
Οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν επίσης κατάθλιψη, ευερεθιστικότητα, υπερβολικό θυμό, επιθετικότητα, σύνδρομο εργασιακής εξάντλησης. Στον ψυχοσωματικό τομέα αναφέρονται πονοκέφαλοι, ημικρανίες, πόνοι διαφόρων ειδών, αϋπνίες, κολίτιδα, δυσπεψία και άσθμα.
Ενδιαφέρουσα συσχέτιση είναι και αυτή του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου (ΚΟΕ) και της παχυσαρκίας, η οποία ενώ σε πολλές έρευνες διαπιστώθηκε ότι είναι αρνητική, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισημαίνει ότι το χαμηλό ΚΟΕ είναι παράγοντας κινδύνου για παχυσαρκία (World Health Organization, 1998; Stunkard, 1996; Haas et al, 2003).
Το εισόδημα, το επάγγελμα και η μόρφωση είναι οι βασικότεροι άξονες μέτρησης του ΚΟΕ, στις επιδημιολογικές μελέτες. Ορισμένα ευρύματα μελετών, που εξετάζουν τη σχέση βάρους και επαγγελματικού περιβάλλοντος, είναι τα εξής:
το υψηλό ΚΟΕ συσχετίζεται θετικά με διατροφή χαμηλή σε λιπαρά και πλούσια σε γαλακτοκομικά, ψάρια, φρούτα και λαχανικά, ίσως λόγω του υψηλότερου κόστους των παραπάνω τροφών
το χαμηλό ΚΟΕ συσχετίζεται θετικά με κατανάλωση τροφών με μεγάλη θερμιδική πυκνότητα και μικρότερο κόστος
το χαμηλό ΚΟΕ σχετίζεται θετικά με την απουσία πρωινού
Στις υψηλά ανεπτυγμένες κοινωνίες, έρευνες δείχνουν πως ο γυναικείος πληθυσμός παρουσιάζει αρνητική συσχέτιση μεταξύ βάρους και ΚΟΕ, αυξημένη φυσική δραστηριότητα, καλύτερη διατροφή και περισσότερες πρακτικές ελέγχου του βάρους. Παράλληλα, στον ανδρικό πληθυσμό, οι συσχετίσεις παρουσιάζονται μη σημαντικές και το αυξημένο βάρος πολλές φορές ίσως συνδέεται με σωματική κυριαρχία και επιβολή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης, τα αποτελέσματα μελετών, που συνδέουν τα βουλιμικά επεισόδια με την αύξηση του στρες, λόγω φόρτου εργασίας και στα δύο φύλα. Η επίδραση της κοινωνικής τάξης, ανάλογα με το επάγγελμα, το βάρος και την ενασχόληση με αυτό, είναι αδιαμφισβήτητη, ιδιαίτερα σε γυναίκες νεαρής και μέσης ηλικίας.
Ολοκληρώνοντας τα αποτελέσματα παρόμοιων ερευνών, αξίζει να αναφερθούμε στην πίεση που δέχονται οι συχνά εργαζόμενοι σχετικά με την εξωτερική τους εμφάνιση και το βάρος τους. Η πίεση αυτή, οδηγεί σε ψυχολογική καταπόνηση άνδρες και γυναίκες και πολλές φορές συνδέεται άμεσα με την αύξηση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών.
Λύση για όλα τα παραπάνω μάλλον δεν υπάρχει. Ωστόσο, η προσπάθεια για τακτικά και μικρά γεύματα, η λήψη ενός πλούσιου πρωινού, η ενασχόληση με κάποια φυσική δραστηριότητα εκτός δουλειάς και η διαχείριση του άγχους μας, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά στη μείωση της έντασης στο επαγγελματικό περιβάλλον, στη μείωση της εμφάνισης ψυχοσωματικών συμπτωμάτων και φυσικά στη βέλτιστης απόδοση όλων των εργαζομένων.