Κι όλα αυτά χωρίς να έχουν σημαντική επίδραση εξωγενείς παράγοντες, όπως οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου ή οι ακραίες καιρικές συνθήκες (καύσωνες, πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κ.λπ.). Ο τομέας των καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα πλήρους αποτυχίας της πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση, με πρόθεση να αυξήσει τα έσοδα, αλλά με την πραγματικότητα να γυρίζει μπούμερανγκ.
Οι πανάκριβες τιμές δημιουργούν μεγάλη μείωση στην κατανάλωση και αυτό έχει αποτέλεσμα τη μείωση των φόρων που εισπράττει το Δημόσιο.
Η αμόλυβδη
Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου ΠΕΚΑ, στο τέλος Αυγούστου η Ελλάδα της κρίσης και της γενικευμένης μείωσης των εισοδημάτων εμφάνιζε την ακριβότερη τιμή λιανικής στην αμόλυβδη βενζίνη, με σχεδόν 1,68 ευρώ το λίτρο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της πανευρωπαϊκής μας πρωτιάς είναι το γεγονός πως η πραγματική τιμή των καυσίμων, δηλαδή η τιμή που διαμορφώνεται στην πύλη των διυλιστηρίων, λίγο πριν «πάρει φωτιά» από τις φοροεπιβαρύνσεις, είναι μόλις το 35,3% της τελικής τιμής στο πρατήριο... Αυτό σημαίνει πως, όταν ένας οδηγός γεμίζει το ρεζερβουάρ του οχήματός του, πληρώνει για φόρους σχεδόν έναευρώ για κάθε λίτρο, ενώ το πραγματικό κόστος του καυσίμου είναι λιγότερο από 60 λεπτά!
Στο παρελθόν ο Σύνδεσμος Εταιρειών Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ) είχε εκφράσει τη δυσφορία του (με ευγενικό τρόπο είναι η αλήθεια) για τις επιβαρύνσεις αυτές, αλλά δεν εισακούστηκε. Αντίθετα, η πολιτική αυτή οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης καυσίμων κατά μέσο όρο περίπου 9,5% στο σύνολο της αγοράς το 2010 έναντι του αμέσως προηγούμενου έτους, με εκατοντάδες πρατήρια να βάζουν λουκέτο.
Η τάση αυτή συνεχίζεται και το 2011, με το ενδεχόμενο η μείωση στην κατανάλωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Επιπλέον η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης επιφέρει ένα επιπλέον πλήγμα σε εταιρείες και πρατηριούχους.
Το ίδιο ισχύει και για τον ηλεκτρισμό, όπου η κυβέρνηση είχε τη φαεινή ιδέα να επιβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη από τους σταθμούς παραγωγής. Το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σε άμεση αύξηση του κόστους παραγωγής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ανάγκη αύξησης των τιμολογίων της ΔΕΗ και των άλλων εταιρειών λιανικής…
Αύξηση κόστους
Ο θεματοφύλακας της απελευθέρωσης της αγοράς, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, με γνωμοδότηση που έδωσε στη δημοσιότητα πρόσφατα, στην ουσία επιπλήττει την κυβέρνηση για την απόφασή της να επιβάλει φόρο στο αέριο που προορίζεται για την ηλεκτροπαραγωγή, υπογραμμίζοντας με νόημα πως το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει ο καταναλωτής θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από το όφελος που θα προκύψει για τα έσοδα του Δημοσίου...
Ο φορέας που είναι αρμόδιος για τον ανταγωνισμό και την ομαλή λειτουργία της αγοράς, δηλαδή, λέει στην κυβέρνηση το αυτονόητο κι αυτό που έπρεπε από μόνη της να σκεφτεί.
Πολύ περισσότερο όταν βρισκόμαστε σε μία περίοδο με σαφή μείωση της κατανάλωσης έναντι του 2010, έτος το οποίο καταγράφηκε η χαμηλότερη ζήτηση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα κατά την τελευταία πενταετία. Με άλλα λόγια, η αγορά ηλεκτρισμού επιστρέφει στα επίπεδα πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και, ως... επιβράβευση της μειωμένης ζήτησης, η κυβέρνηση πάει να «φορτώσει» καινέο φόρο, που θα κάνει πολλά νοικοκυριά να γυρίσουν στα κεράκια και τις λάμπες πετρελαίου...
Ο... άθλος
Το πιο εντυπωσιακό, πάντως, είναι πως με τις αποφάσεις της για την επιβολή νέων φόρων ή την αύξηση των παλαιών στα ενεργειακά προϊόντα και υπηρεσίες η κυβέρνηση έχει κατορθώσει αυτό που κάποτε φαινόταν... ακατόρθωτο: Να συσπειρώσει εναντίον των αποφάσεων που προωθεί ακόμη και τους πιο σκληρούς ανταγωνιστές.
Είναι χαρακτηριστικό πως το τελευταίο διάστημα ιδιώτες επενδυτές στον τομέα της ενέργειας ζητούν ανοικτάμέτρα προστασίας της ΔΕΗ από παράλογες και αποδεδειγμένα αναποτελεσματικές αποφάσεις της κυβέρνησης.
Και είναι προφανές γιατί τηρούν μία τέτοια στάση: Κανείς δεν πρόκειται να κερδίσει από την απαξίωση της κρατικής επιχείρησης ηλεκτρισμού, παρά μόνο ο ξένος που θα επιλεγεί για στρατηγικός επενδυτής και θα αγοράσει το πιο ακριβό πάγιο της χώρας μας σε τιμές εξευτελιστικές.
Για τους Έλληνες «παίκτες» το ενδεχόμενο αυτό δεν θα φέρει τίποτε θετικό, καθώς θα οδηγήσει ένα βήμα πιο κοντά στον αφελληνισμό του ενεργειακού τομέα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για εθνικιστική έξαρση ή υπερπατριωτισμό, αλλά για την κοινή λογική, που λέει πως η εγχώρια αγορά μπορεί να έχει τα δικά της προβλήματα (στρεβλώσεις), ωστόσο οδηγείται με αργά αλλά σταθερά βήματα προς την απελευθέρωση.
Η είσοδος ενός ξένου επενδυτή θα δημιουργήσει συνθήκες βίαιης απελευθέρωσης, κάτι που δεν συμφέρει κανέναν. Μόνο εκείνον που θα επωφεληθεί αποκτώντας την ακριβή κινητή και ακίνητη περιουσία της ΔΕΗ.
Πάντως, όλοι συμφωνούν πως η φορομπηχτική πολιτική της κυβέρνησης και οι αποφάσεις της στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων στρώνουν το έδαφος για την εξαφάνιση των ελληνικών ενεργειακών επιχειρήσεων και το ξεπούλημά τους στους αλλοδαπούς «μνηστήρες».