προέχουν οι διπλωματικές πιέσεις. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν ήδη την αντίδραση της Γερμανίας.
Ο Γουίλιαμ Χέιγκ σε ερώτηση για το εάν έχει τεθεί στο τραπέζι το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης, δήλωσε: «Δεν το εξετάζουμε αυτή τη στιγμή. Δεν καλούμε, ούτε συνηγορούμε υπέρ της στρατιωτικής δράσης. Την ίδια στιγμή λέμε ότι όλες οι επιλογές θα είναι ανοιχτές στο μέλλον».
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, εισερχόμενος στις συνομιλίες των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών, ο Χέιγκ τόνισε ότι τους επόμενους μήνες θα αυξηθεί η «ειρηνική νόμιμη πίεση στο Ιράν», τονίζοντας ότι θα υπάρξει συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις-«εάν είναι πραγματικές διαπραγματεύσεις» όπως τόνισε-, την ώρα που θα ασκηθεί πίεση με νέες κυρώσεις.
Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει νωρίτερα και ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η διεθνής κοινότητα είναι ενωμένη σε ό,τι αφορά το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Μιλώντας από την Χαβάη, ο Μπ.Ομπάμα επανέλαβε ότι τάσσεται υπέρ της επίλυσης του προβλήματος με το Ιράν διά της διπλωματικής οδού, αλλά τόνισε ότι δεν αφαιρεί οποιαδήποτε επιλογή από το τραπέζι.
Επισήμανε ότι θα πραγματοποιήσει διαβουλεύσεις με τους ομολόγους του της Κίνας και της Ρωσίας, ώστε να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν.
«Θα διαβουλευθούμε μαζί τους πολύ προσεκτικά τις επόμενες εβδομάδες για να εξετάσουμε ποιες άλλες δυνατότητες είναι διαθέσιμες σε εμάς» δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος σε συνέντευξη Τύπου μετά τη σύνοδο του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC), στην διάρκεια της οποίας συναντήθηκε με τους Χου Τζιντάο και Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Άμεση ήταν η απάντηση της Γερμανίας. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι το Βερολίνο δεν παίρνει μέρος σε συζήτηση σχετικά με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράν.
Την ίδια ώρα, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, τασσόταν κατά της επιβολής νέων κυρώσεων εναντίον του Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και πρόσθεσε πως κάποιες χώρες υποδαυλίζουν την ένταση ώστε να επιβληθούν επιπλέον κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης.