Εδώ και μερικές μέρες «έχουμε Παπαδήμο» (κατά το «χαμπέμους πάπαμ» των ρωμαιοκαθολικών καρδιναλίων). Και όπως για τους πιστούς του ο Πάπας έχει το αλάθητο, έτσι και ο Παπαδήμος από τα γκεμπελικά μίντια προβάλλεται νυχθημερόν με την τήβεννο του σοφού και σοβαρού τεχνοκράτη (το λάιφ στάιλ στην πολιτική) που θα σώσει τη χώρα από την καταστροφή, στην οποία όλοι την οδηγήσαμε, πολιτικοί και πολίτες, με την ασωτία και αφροσύνη μας.
Και το σταρ σίστεμ επιχειρείται να «ολοκληρωθεί», όταν ο ίδιος ο Παπαδήμος συστήνει στην Αριστερά να μην τον απορρίπτει αβασάνιστα, επιζητώντας μια βολική για τον ίδιο και το σύστημα που υπηρετεί ανοχή και από το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας. Ο επί γης, όπως και εις τους ουρανούς, Μεσσίας, είναι διαρθρωτικό στοιχείο των εκμεταλλευτικών ιδεολογιών που συγκαλύπτουν τη βαρβαρότητά τους μ’ έναν απατηλό μεσσιανισμό. Δημιουργείται λοιπόν μια υγειονομική ζώνη γύρω από το Μεσσία μας κι όποιος έχει την αποκοτιά να του ασκήσει κριτική, κατακεραυνώνεται. Και είναι αλήθεια ότι κάτι τα ωσαννά των ΜΜΕ, κάτι η απόγνωση του κόσμου, έχουν συμβάλει στο να γεννηθεί σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας (διογκωμένο αναμφίβολα από τις δημοσκοπήσεις που έσπευσαν) μια αχτίδα ελπίδας ότι «αυτός μπορεί να διαφέρει από τους άλλους». Οι μάσκες όμως γρήγορα θα πέσουν. Η στυγνή πραγματικότητα της κρίσης, που ο εκλεκτός των αγορών πήρε το χρίσμα από το κεφάλαιο να τη χειριστεί προς όφελός τους, δυστυχώς για τους εργαζόμενους όχι μόνο θα παραταθεί, αλλά θα οξυνθεί με νέα βάρη στις πλάτες τους. Γι’ αυτό είναι ανάγκη χωρίς καθωσπρεπικές αναστολές να απομυθοποιηθεί ο νεόκοπος Μεσσίας, όχι κυρίως σε προσωπική, αλλά σε πολιτική βάση.
Κατ’ αρχάς να μην μας διαφεύγει ότι ο Παπαδήμος δεν προήλθε ούτε από παρθενογένεση ούτε είναι ένας απλός τεχνοκράτης. Αν και η κυρίαρχη άποψη το κρύβει επιμελώς, είναι κορυφαίο στέλεχος των καπιταλιστικών κέντρων και μηχανισμών αλλά και εκ των πρωταγωνιστών στη φαύλη διαχείριση της οικονομίας την κρίσιμη Σημιτική περίοδο («γκρικ στατίστικς», συμφωνίες απαλλαγής σουάπς, ληστεία Χρηματιστηρίου, Ολυμπιάδα, φούσκα ανάπτυξης με δανεικά). Δεν επιλέχτηκε τυχαία από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά επιβλήθηκε τελεσιγραφικά και εκβιαστικά (απειλές από Μέρκελ, φωτογράφισή του από την «τρόικα» του ΠΑΣΟΚ, απειλητικά προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δημοσιεύματα του αστικού Τύπου). Αλλά και οι προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή διέψευσαν τις όποιες αυταπάτες και απάτες. Διαβεβαίωσε απερίφραστα την προσήλωσή του στη δημοσιονομική εξυγίανση, στην υλοποίηση της φοροεπιδρομής, χωρίς να αποκλείσει και νέα βάση που θα απαιτήσουν τα νέα ελλείμματα. Μας καθησύχασε διευκρινίζοντας ότι απλώς θα περιορίσει το υδροκέφαλο και σπάταλο κράτος, όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει επίταση της εφεδρείας αλλά και άμεσες απολύσεις στο Δημόσιο. Και διακήρυξε ότι αποστολή της κυβέρνησής του πάνω απ’ όλα είναι η υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης και των συνοδευτικών μέτρων που θα αλυσοδέσουν το λαό μας, τουλάχιστον μέχρι το 2020 (κατά δήλωση Σόιμπλε) και θα επαναφέρουν το χρέος στα απάνεμα νερά του 120% του ΑΕΠ, που το παρέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ!
Εξάλλου, για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για τον αυταρχισμό και την αντιλαϊκότητα της νέας κυβέρνησης, ο Καίσαρας Βενιζέλος έδωσε το πιο εύγλωττο δείγμα: Κατηγόρησε για υπέρβαση καθήκοντος το Πρωτοδικείο Καλαμάτας που έκρινε έκνομο το χράτσι της ΔΕΗ ενός πολίτη.
Ηεπιλογή Παπαδήμου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Από καιρό εκκολαπτόταν ως εναλλακτική λύση της πολιτικής κρίσης (αντανάκλασης της οικονομικής) η κυβέρνηση τεχνοκρατών ή η δυναμική συμμετοχή τους σε μια συγκυβέρνηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων (δικομματισμού και προθύμων). Η πολιτική κρίση του δικομματισμού ως αδυναμία να κατευνάσει ή και να καταστείλει έστω τη λαϊκή οργή και αντίδραση, απότοκη της οικονομικής καταβαράθρωσης που προκάλεσε η συνταγή της λιτότητας και της ύφεσης, κορυφώθηκε στις εκρηκτικές λαϊκές διαδηλώσεις της 28ης Οκτώβρη που κατοθορύβησαν την κυρίαρχη τάξη, ελληνική και διεθνή.
Η τρέχουσα όμως κρίση (πολιτική αλλά και οικονομική) διαπλέκεται και καθορίζεται από τη διαρθρωτική πολιτική κρίση ηγεμονίας του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η κρίση αυτή προκαλείται (όχι γραμμικά βέβαια, αλλά αναπόδραστα) από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική (από τη δεκαετία ’80) ανάκαμψης των κερδών με τη συρρίκνωση του εισοδήματος των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων και την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Την κρίση πολιτικής ηγεμονίας (μετά τη θατσερική «άνοιξη» και την ευφορία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού») προσπάθησε το κεφάλαιο να την αντιμετωπίσει.
Την ηγεμονία του δεν μπορούσε να την εδραιώσει (ούτε την απώλεσε βέβαια, αφοού δεν αναπτύχτηκε ισχυρό ριζοσπαστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες). Για να καλύψει, λοιπόν, την αντεργατική πολιτική του ενίχυσε την αυταρχική και κατασταλτική λειτουργία του κράτους (μαστίγιο). Υπέταξε ασφυκτικά την έτσι κι αλλιώς περιορισμένη από την ταξική της φύση αστική δημοκρατία και από την άποψη των θεσμών (δικαιώματα, ελευθερίες) και από την άποψη της όποιας σχετικής αυτοτέλειάς της απέναντί του, συνδέοντας τις δύο αυταρχικές κατευθύνσεις σε μια μεταλλαγμένη τείνουσα προς τον ολοκληρωτισμό πολιτική μορφή. Η αστική δημοκρατία ολοκληρωτικής κατεύθυνσης δεν ταυτίζεται βέβαια με τη στρατιωτική δικτατορία αλλά μ’ ένα αυταρχικό και ανελεύθερο καθεστώς, που με τους συγκεντρωτικούς και αυταρχικούς μηχανισμούς του παράγει τη σχεδόν ολοκληρωτική αποξένωση και ασφάλειά του από τις μάζες και τους πολιτικούς αντιπάλους του, μεθοδεύοντας θεσμικά και ιδεολογικοπολιτικά την αδρανοποίηση και τον πολιτικό ευνουχισμό τους. Η στεγανοποίηση του αστικού κράτους δεν επιδιώκεται μόνο με τις διάφορες μορφές καταστολής (θεσμοί, πολιτική) αλλά και από τη σχεδόν άμεση άσκηση της εξουσίας από το κεφάλαιο χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις, μεσολάβηση των πολιτικών εκπροσώπων του. Επιπλέον, με υπαγόρευση σχεδόν στο κράτος των επιταγών του, με δημιουργία οικονομικοπολιτικών δομών και δικτύων (τη λεγόμενη διαπλοκή που παραβιάζει και την αστική νομιμότητα - σκάνδαλα) με την ανοιχτή παρέμβαση οργανώσεων του κεφαλαίου (για παράδειγμα ΣΕΒ, ΙΟΒΕ, Ένωση Τραπεζών, Επιμελητήριο) στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Η πολύμορφη άμεση παρέμβαση του κεφαλαίου στο κράτος αναιρούσε στην πράξη το ρόλο του ως ιδεώδους γενικού καπιταλιστή, που ερχόταν σε επιμέρους δευτερεύουσες συγκρούσεις με την αστική τάξη ή τμήματά της, για να περιορίζει την ασυδοσία του συστήματος σε βάρος των εργαζομένων ή και ορισμένων καπιταλιστών, η οποία υποσκάπτει το σύστημα ως σύνολο.
Η σχεδόν απόλυτη πλέον υποταγή του αστικού κράτους στα μονοπώλια είναι η βάση της αυταρχικής μετάλλαξής (όχι απόλυτης) του και η κινούσα αιτία της κυριαρχίας του κατασταλτικού ρόλου. Η πιο ακραία μορφή ολοκληρωτικής υποταγής του αστικού κράτους στο κεφάλαιο είναι η άμεση διακυβέρνηση από τους ίδιους τους καπιταλιστές ή τεχνοκράτες ή και μάνατζερ που ανήκουν ουσιαστικά στην αστική τάξη. Πρώτος διδάξας από τη δεκαετία ’90 είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μεγαλοεπιχειρηματίας και κυρίαρχος των μίντια που δέσποζε στην πολιτική ζωή της Ιταλίας μέχρι πρόσφατα. Την ίδια εποχή περίπου, σε διαφορετικές συνθήκες, αναλαμβάνει πρωθυπουργός της αλήστου οικουμενικής κυβέρνησης ο Ξ. Ζολώτας, ένδειξη της ανερχόμενης δύναμης του τραπεζικού κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε με ορατά σημεία την εξόφθαλμη επιβολή του πολυκλαδικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου στις κυβερνήσεις, την άμεση και δεσπόζουσα παρέμβαση οργάνων του κεφαλαίου σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η FED, ο ΟΟΣΑ, ο ΠΟΕ, παγκόσμια όργανα του ιμπεριαλισμού (λέσχη Μπίλντμπεργκ, το φόρουμ του Νταβός και η Τριλάτεραλ – τις τάξεις της οποίας κοσμεί και ο Παπαδήμος...).
Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να κορυφώνεται στη σημερινή φάση λόγω της όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Έχουμε λοιπόν βίους παράλληλους: Ο τεχνοκράτης Μόντι αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας, ο Παπαδήμος της Ελλάδας, ο Ντράγκι την Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Τρία διακεκριμένα στελέχη και μέλη της κεφαλαιοκρατίας προωθούνται σε κορυφαίες εξουσίες. Είναι μια τάση όπως αναφέρθηκε, της ροπής του κεφαλαίου στην εποχή του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού προς ακραίο και ολοκληρωτικό (υποταγή των πάντων) αυταρχισμό και έλεγχο της κοινωνίας.
Αυτή η τάση όμως έχει στη σημερινή φάση συγκεκριμένες αιτίες και στοχεύσεις: Εκφράζει τη δυσπιστία του κεφαλαίου προς την ικανότητα της πολιτικής τάξης (διαφθορά, μικροκομματικές αντιθέσεις, πολιτικό κόστος) να φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή της προώθησης της υπεραντιδραστικής καπιταλιστικής στρατηγικής.
Λειτουργεί και δίκην πειράματος, αν τελεσφορήσει, για την ανασύνθεση, με έντονη την παρουσία τεχνοκρατών, του κλυδωνιζόμενου αστικού πολιτικού συστήματος.
Είναι μια «άυλη» (χωρίς κάποιες δηλαδή παροχές) προσπάθεια εκτόνωσης ή και ενσωμάτωσης των μαζών. Οι τεχνοκράτες, σε αντίθεση με τους πολιτικούς που βάλλονται από τα πυρά των εργαζομένων, είναι νέοι και άφθαρτοι στο πολιτικό σκηνικό, περιβάλλονται από τα μίντια με το φωτοστέφανο του άμωμου και ικανού να δώσει λύσεις. Παράλληλα, με την προώθησή τους όχι μόνον εξαερώνεται η ευθύνη για την κρίση αλλά η αγανάκτηση για τους πολιτικούς αξιοποιείται από το σύστημα, από τα δεξιά, για τον εξωραϊσμό τεχνοκρατών ή γενικότερα νέων προσώπων στον πολιτικό στίβο, κατ’ αντιδιαστολή προς τους φθαρμένους πολιτικούς. Η φθορά των παραδοσιακών πολιτικών και θεσμών έχει ιδίως στο μεσοπόλεμο, αξιοποιηθεί από το σύστημα για να ανακοπεί η πρόσβαση του εργατικού κινήματος στην εξουσία και να εγκαθιδρυθούν φασιστικά καθεστώτα (Χίτλερ, Μεταξάς κ.ά.) και μάλιστα στην αφετηρία τους με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι κυβερνήσεις Μόντι, Παπαδήμου δεν είναι βέβαια φασιστικές. Οι «κατασκευαστές» τους όμως αξιοποιούν και τις αστικές πολιτικές παθογένειες, για να προβάλλουν τέτοιες κυβερνήσεις ως εναλλακτικές λύσεις «εθνικής σωτηρίας» και να συγκαλύψουν τον έντονα αυταρχικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα τους. Όμως τα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, που αναπόφευκτα θα οξυνθούν παραπέρα με το νέο φαύλο κύκλο λιτότητας - ύφεσης αλλά και την εντεινόμενη στον πυρήνα της ΕΕ κρίση, δεν επιτρέπουν περίοδο χάριτος στο κυβερνητικό κατασκεύασμα από τα ρετάλια του αστικού τόξου. Γρήγορα, θα αποκαλυφθεί ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός...
Στην επίρρωση της διαπίστωσης για την αντιδραστική στροφή της αστικής δημοκρατίας συνηγορούν και δύο γενικευμένα σχεδόν στο αστικό κράτος πολιτικά φαινόμενα: Ο βοναπαρτικός, όπως έχει χαρακτηριστεί, τύπος αστικής διακυβέρνησης και η πολιτική νομιμοποίηση της ακροδεξιάς. Με τον όρο νεο-βοναπαρτισμός προσδιορίζεται η βαθμιαία αχρήστευση της νομοθετικής (κοινοβουλευτικής) εξουσίας, χωρίς να καταργείται το θεσμικό κέλυφός της (κοινοβούλιο). Η λήψη αποφάσεων μεταφέρεται στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, στον πρωθυπουργό και το μη εκλεγμένο επιτελείο των συμβούλων του, στην κυβερνητική επιτροπή (ουσιαστικά και η κυβέρνηση ακόμη υποβαθμίζεται ως όργανο) και στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε αυτό το υπερσυγκεντρωτικό και απροσπέλαστο πλαίσιο, συχνά άτυπα. Ορισμένες αποφάσεις, αφού ληφθούν έρχονται στη συνέχεια στη Βουλή για τυπική επικύρωση, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση, έλεγχο και με το φόβητρο της διαγραφής των διαφωνούντων (η κομματική δημοκρατία είναι ξεχασμένη υπόθεση στα αστικά κόμματα). Ορισμένες μάλιστα κρίσιμες αποφάσεις δεν έρχονται καν προς ψήφιση στη Βουλή (όπως η δανειακή σύμβαση του πρώτου Μνημονίου) ενώ οι επί τα χείρω τροποποιήσεις του Μνημονίου (επικαιροποιήσεις κατ’ ευφημισμό) αποφασίζονται από τον υπουργό οικονομίας χωρίς έγκριση από τη Βουλή!
Με την αυταρχικοποίηση της αστικής δημοκρατίας συνδέεται, αλλά και την ενισχύει από την πλευρά της, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Τα ακροδεξιά κόμματα κερδοσκοπώντας στην κρίση του συστήματος, του οποίου όμως αποτελούν την ακραία πτέρυγα και εφεδρεία, υιοθετώντας δήθεν ακόμη και φιλολαϊκά αιτήματα, αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό ζήτημα, ενισχύουν την επιρροή τους, σε ορισμένες χώρες, σημαντικά. Γι’ αυτήν όμως την επικίνδυνη εξέλιξη σοβαρές ευθύνες έχει και η αυταρχική αστική δημοκρατία. Με τη δυσφημιστική και κινδυνολογική αντιμετώπιση του λαϊκού κινήματος υποθάλπει και νομιμοποιεί την αταβιστική (από τις ναζιστικές τους ρίζες) εχθρότητα της ακροδεξιάς προς το λαϊκό κίνημα. Με την ανάπτυξη μιας αντιμεταναστευτικής ρητορικής είτε πιο ήπιας (ΠΑΣΟΚ) είτε πιο οξείας (Νέα Δημοκρατία) δίνει τροφή στην εμετική ρατσιστική προπαγάνδα αλλά και βία. Η χυδαία ισλαμοφοβία δικαιώνεται ουσιαστικά από τις ίδιες τις αστικές κυβερνήσεις, που με διάφορα προσχήματα αρνούνται να ικανοποιήσουν το στοιχειώδες δικαίωμα των Μουσουλμάνων για ευκτήριο οίκο (τζαμί).
Επαναδιαπραγμάτευση ή αποδέσμευση;
Η αυταρχικοποίηση της δημοκρατίας στη χώρα μας έχει εγγενείς αιτίες που συνυφαίνονται όμως και επηρεάζονται δυναμικά από την κρίση στην ΕΕ, η οποία το τελευταίο διάστημα παίρνει διαστάσεις παροξυσμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν και είναι ένα συγκεντρωτικό αυταρχικό μόρφωμα, με ολιγαρχικά όργανα εξουσίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γιούρογκρουπ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και Ευρωκοινοβούλιο χωρίς όμως αρμοδιότητες ουσιαστικά, σε ρόλο δημοκρατικής επίφασης. Η ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, του ανταγωνισμού ανάμεσα στο γερμανικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του, από τη μια, και προβληματικών χωρών της ευρωζώνης από την άλλη, οξύνει την κρίση του συστήματος της ΕΕ.
Έτσι, στην ευρωζώνη οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου επιβάλλουν προς το συμφέρον τους σκληρή δημοσιονομική πολιτική και σκληρό ευρώ που αυξάνει τα κέρδη ιδίως του κυρίαρχου γερμανικού κεφαλαίου. Η αυστηρή λιτότητα στη χώρα μας και στις άλλες προβληματικές χώρες που αυξάνονται, επιβάλλεται με αυταρχικό τρόπο, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση από την ελληνική πλευρά και επιβάλλεται με αυταρχικό, επίσης, τρόπο στο λαό της χώρας μας, χωρίς να ζητηθεί η ετυμηγορία του, χωρίς καν ψήφιση στη Βουλή της δανειακής σύμβασης και χωρίς –πρωτάκουστο– δικαίωμα σύναψης δανείου με άλλη χώρα! Η ΕΕ ασκεί συστηματικούς ελέγχους στη χώρα μας, υπαγορεύει ουσιαστικά την ακολουθούμενη πολιτική και έθεσε τελικά τη χώρα μας υπό την άμεση εποπτεία κομισσάριων. Δεν αναγνώρισε στον πρωθυπουργό της χώρας το δικαίωμα να πραγματοποιήσει δημοψήφισμα (άλλο ότι η πρωτοβουλία του στόχευε στην παγίδευση και συνενοχή των εργαζομένων), καθόρισε το περιεχόμενο και το χρόνο του δημοψηφίσματος αν γινόταν και επέβαλε τελεσιγραφικά τον εκλεκτό της Μέρκελ, Παπαδήμο.
Αν και με την ένταξή της στην ΕΕ, μια χώρα εκχωρεί μέρος της εθνικής της κυριαρχίας, η αναμφισβήτητη και άμεση πλέον επικυριαρχία της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας δημιουργεί μια εικόνα προτεκτοράτου για την Ελλάδα. Μάλιστα, την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από τη μια δικαιολογώντας την πολιτική της ως αναπόφευκτη λόγω απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας και από την άλλη, λεονταρίζοντας, όταν ισχυριζόταν ότι εφαρμόζει την πολιτική της εκχώρησης εθνικής ανεξαρτησίας, για να την επανακτήσει!
Για την ακρίβεια, η χώρα μας δεν είναι αποικία ούτε προτερκτοράτο της ΕΕ. Είναι σύμμαχος και εταίρος σε αυτήν, με υποβαθμισμένη όμως θέση, που η κρίση και η αύξηση της ανισομετρίας υποβαθμίζει δραματικά. Ωστόσο, η ανώτερη και πολυεθνική μερίδα της εγχώριας αστικής τάξης είναι διαπλεγμένη με τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ωφελείται από την κρίση, υπερθεματίζει (ΣΕΒ, τράπεζες, καναλάρχες κ.ά.) για την πιστή εφαρμογή των πιο αντιλαϊκών, αυταρχικών και αντικοινωνικών μέτρων που επιβάλλουν τρόικα και ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα, ο αυταρχικός προσανατολισμός ΕΕ και ελληνικής κυβέρνησης θα οξυνθεί με τη νέα «μεγάλη» ιδέα των προγενών πλεονασμάτων που θα απαιτήσουν αιματηρή λιτότητα, κύμα απολύσεων, περιορισμό των δημόσιων δαπανών στο μισό και λιγότερο, δηλαδή, σε επίπεδο τριτοκοσμικής χώρας.
Γι’ αυτό, η πρόταξη της εθνικής ανεξαρτησίας αντικειμενικά δημιουργεί μέτωπο με τα τμήματα της αστικής τάξης, αλλά και με τμήματα του εθνικολαϊκού ΠΑΣΟΚ και της λαϊκής Δεξιάς, που δεν τάσσονται εναντίον του Μνημονίου αλλά υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσής του. Η εθνική ανεξαρτησία (αποδέσμευση από ΕΕ - ΝΑΤΟ) πρέπει να εντάσσεται σ’ έναν αντιιμπεριαλιστικό στόχο, με μέτωπο το πλέγμα του ιμπεριαλισμού και των εδώ συμμάχων του. Ούτε σε μια ΕΕ της άγριας λιτότητας και αντίδρασης είναι δυνατόν στα σοβαρά κανείς να ευελπιστεί ότι θα προωθήσει μια προοδευτική πολιτική σε επαναδιαπραγμάτευση και σε συναίνεση με το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο.
ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΔΕΟΣ: Εργατική δημοκρατία- ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Κριτική στον αυταρχισμό και το συγκεντρωτισμό της αστικής δημοκρατίας γίνεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, που μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: Πρώτον, σε προσεγγίσεις αστικής οπτικής και δεύτερον, σε προσεγγίσεις αριστερής οπτικής.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνεται η παραδοσιακή αστικοφιλελεύθερη τάση, που διεκδικεί την προστασία και διεύρυνση των δικαιωμάτων του ατόμου, των κοινωνικών ομάδων και των πολιτικών δυνάμεων. Είναι διάσπαρτη σε κόμματα και συλλογικότητες.
Στο αστικό στερέωμα κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη τάση στη συντηρητική μορφή της και στη σοσιαλιστική μορφή (σοσιαλφιλελευθερισμός). Είναι υπέρ του μικρού και ισχυρού κράτους, δηλαδή υπέρ του αυταρχικού και αντιλαϊκού κράτους του κεφαλαίου. Σοσιαλδημοκρατική τάση: Ψήγματα από το ρεφορμιστικό παρελθόν ανάμικτα με νεοφιλελευθερισμό (Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, ΔΗΜΑΡ, ορισμένα ρεφορμιστικά συνδικάτα κ.ά.). Ακροδεξιά αντίληψη: Τάσσεται υπέρ του ισχυρού κράτους που εξασφαλίζει τη συνοχή και ενότητα, αλλά και την «καθαρότητα» της πατρίδας (συγκαλυμμένα υποστηρίζει καθεστώτα ολοκληρωτικού τύπου).
Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται η ρεφορμιστική αντίληψη (εκπροσωπείται κυρίως από το Συνασπισμό). Αποδέχεται το αστικό θεσμικό πλαίσιο, προσβλέπει στον εκδημοκατισμό του αστικού κοινοβουλίου, στην αποκατάσταση της χαμένης τιμής του και όχι στην υπέρβασή του με ανώτερες πολιτειακές μορφές. Το ΚΚΕ απεργάζεται την ανατροπή της αστικής δημοκρατίας και επιδιώκει την αναβίωση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας «του υπαρκτού σοσιαλισμού», που τη θεωρεί ανεπιφύλακτα αυθεντική λαϊκή εξουσία.
Η συνέλευση της πλατείας πυροδότησε την αναζήτηση της άμεσης δημοκρατίας που εμβρυακά και πρωτόλεια λειτούργησε. Η άρνηση της εκφυλισμένης αστικής δημοκρατίας είναι η θετική έκφραση του αυθόρμητου των πλατειών, η ισοπεδωτική όμως άρνηση των κομμάτων, των βουλευτών, των συνδικάτων εκφράζει την καθυστερημένη και ρηχή διάσταση της συνείδησης αυτού του κινήματος.
Κριτική του αστικού αυταρχικού και ολιγαρχικού συστήματος γίνεται και από τη σκοπιά της εργατικής δημοκρατίας, που συγκεράζοντας τις καλύτερες παραδόσεις των επαναστατικών κινημάτων, προβάλλει ως ανώτερη μορφή της δημοκρατίας, εναλλακτική στο αστικό κοινοβούλιο. Αυτή η αντίληψη αναγνωρίζει ως πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη την εργατική τάξη σε συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Η εργατική δημοκρατία έχει ως βασική αρχή την αυτοοργάνωση των εργαζομένων, την ενότητα μέσα από την πολυμορφία, τη συνελευσιακή λειτουργία, την κοινή δράση. Αυτή η δημοκρατία πρέπει να οργανωθεί και να δράσει παντού χωρίς περιορισμούς και προκαταλήψεις. Ενότητα κι αγώνας στις γειτονιές, στις πλατείες, στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο δήμο. Η εργατική δημοκρατία προωθεί τη δημιιουργία λαϊκών οργάνων με πρωτοκαθεδρία της συνέλευσης στους χώρους συσπείρωσης και δράσης. Την ανάδειξη αυτών των οργάνων σε άμεσα όργανα διεκδίκησης και πάλης, που θα μετεξελιχθούν σε όργανα δυαδικής εξουσίας στην αποφασιστική αναμέτρηση και σε όργανα εργατικής εξουσίας μετά τη νίκη της εργατικής επανάστασης.
Τα πολιτικά και κοινωνικά αυτά υποκείμενα, στον όποιο χώρο συσπειρώνονται και δρουν, πρέπει να έχουν την πρωτοβουλία και την ευθύνη του χώρου τους, να μην αλλοτριώνονται σε εκτελεστικά όργανα μιας γραφειοκρατικής ελίτ, που ίσως επιχειρήσει να σφετεριστεί την εργατική και λαϊκή δύναμη. Αυτή η εργατική και λαϊκή δημοκρατία της βάσης θα πρέπει να αποκτήσει κεντρική, όπως το Σοβιέτ Πετρούπολης το 1917, συνέλευση, με δημοκρατικές διαδικασίες που θα συντονίζει και θα σχεδιάζει τη δράση των συνελεύσεων σε γενικούς στόχους, που υπερβαίνουν το χώρο δράσης των επιμέρους συνελεύσεων. Αυτή η μορφή οργάνωσης, σμιλεμένη στη φωτιά της δράσης θα αποτελέσει το έμβρυο της αυριανής εργατικής δημοκρατίας, όταν θα έχει ανατρέψει την αστική τάξη και τους θεσμούς της. Αυτή η οργάνωση μάχης θα μετασχηματιστεί στην αυριανή εργατική δημοκρατία, όταν ο λαός θα πάρει στα χέρια του την εξουσία. Κι αυτή η εργατική δημοκρατία που θα την ασκεί και θα την ελέγχει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού θα είναι χίλιες φορές ανώτερη από την αυταρχική και αλλοτριωμένη από το λαό αστική δημοκρατία.
aristeroblog.gr