«Πρέπει να κηρύξουμε πόλεμο -πόλεμο ενάντια στα μικρόβια» δήλωσε στο Reuters ο διευθυντής του ECDC Μαρκ Σπρένγκερ.
Η τελευταία έκθεση του κέντρου δίνει μια ανησυχητική εικόνα για το βακτήριο Klebsiella pneumoniae, συχνή αιτία πνευμονίας, ουρολοίμωξης και σηψαιμίας σε νοσοκομειακούς ασθενείς.
Το 2005, μόνο το 7% των κρουσμάτων ήταν ανθεκτικό στις καρβαπενέμες, μια κατηγορία αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο ως ύστατο όπλο.
Σήμερα, «ορισμένες χώρες παρουσιάζουν ανθεκτικότητα σχεδόν 50%» επισημαίνει ο Σπρένγκερ.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το NDM-1, ένα γονίδιο που μεταπηδά από βακτήριο σε βακτήριο και προσδίδει ανθεκτικότητα σχεδόν σε όλα τα αντιβιοτικά. Από την ανακάλυψή του το 2009, το επικίνδυνο γονίδιο πολυανθεκτικότητας έχει εξαπλωθεί από την Ασία σε σχεδόν όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC, συνολικά 106 κρούσματα είχαν καταγραφεί στην Ευρώπη μέχρι το φετινό Μάρτιο. Τα 68 από αυτά αφορούσαν Βρετανούς που είχαν νοσηλευτεί στην Ινδία και το Πακιστάν και τα υπόλοιπα αφορούν νοσοκομειακούς ασθενείς σε Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία και Σλοβενία.
Όπως επισήμανε ο Σπρένγκερ, η έκθεση διαπιστώνει ότι οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αντιβιοτικών, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία, είναι αυτές που παρουσιάζουν και την υψηλότερη συχνότητα πολυανθεκτικών λοιμώξεων.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα αντιβιοτικά σκοτώνουν τα ευαίσθητα μικρόβια και επιτρέπουν έτσι στα ανθεκτικά στελέχη να πολλαπλασιαστούν και να διαδοθούν στο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, τα αντιβιοτικά δημιουργούν εξελικτική πίεση που ευνοεί την επικράτηση ανθεκτικών στελεχών.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στους ασθενείς που προμηθεύονται μόνοι τους αντιβιοτικά από τα φαρμακεία. Κατάχρηση, επισημαίνει το ECDC, συμβαίνει και στα νοσοκομεία: «Το 50% της χρήσης αντιβιοτικών στα νοσοκομεία μπορεί να είναι ακατάλληλο» εκτιμά η έκθεση.
Η άσχημη αυτή κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πολλά νέα αντιβιοτικά στον ορίζοντα, και οι φαρμακοβιομηχανίες δεν έχουν οικονομικό κίνητρο να αναπτύσσουν αντιβιοτικά που θα χρησιμοποιούνται μόνο ως ύστατη λύση.