ανέβηκα στο χωριό μαζί με τον πατέρα μου, να βγάλουμε το λάδι του χειμώνα.Τριγυρνώντας στα σοκάκια και τα χωράφια του χωριού, μεγάλη νοσταλγία με έπιασε.Στους κάμπους που τώρα ακούς κάποια σπαστά ελληνικά μαζί με αλβανικά και πακιστανικά, κάποτε σαν ολόκληρη πομπή έρχονταν οι κάτοικοι του χωριού, με τραγούδια και όρεξη να δουλέψουν.Καλλιεργούσαν τη φύση με σεβασμό προς αυτή, προκειμένου να δρέψουν τους καρπούς της και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.Στα στενάκια του χωριού δε, η απόλυτη ερημιά.Κάποιοι παπούδες έχουν ξεμείνει σε ένα καφενείο, και δυο παιδιά παίζουν στην πλατεία, τα αδέρφια της ίσως μοναδικής οικογένειας που επιμένει στη ζωή του χωριού.
‘’Θεέ μου πρωτομάστορα με έκτισες μέσα στα βουνά,
Θεέ μου πρωτομάστορα, με έκτισες μες΄τη θάλλασα.’’
Τώρα που ζούμε όμως?Δε ζούμε στο βουνό, μα ούτε και στην θάλλασα.Δε μπορω να νιώσω ουτε το διαπεραστικό χειμωνιάτικο αγιάζι, ουτε να ακούσω το βροντερό θόρυβο της θάλασσας τις φουρτουνιασμένες μέρες.Εμείς ζούμε στο τσιμέντο.Ζούμε στο τραβεστί κλίμα του αστικού τοπίου, όπου το καυσαέριο μολύνει τα πνευμόνια μας και κάθεται στο δέρμα μας χειμώνα καλοκαίρι.Υπομένουμε αυτή την ουδέτερη ζωή , μέχρι να δούμε στίς ειδήσεις του STAR οτι πρέπει να πάμε διακοπές και να τραβήξουμε για πιο παρθένα μέρη που η φύση οργιάζει.
‘’Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο.’’
Πράγματι, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια.Τούς πάτησε ο χρόνος.Γιατί στη λέξη μάγκας, εμένα μου έρχεται στο νου ο καλοσυνάτος άνθρωπος του χθές, που στο πρόσωπό του καθρεφτίζονταν οι κακουχίες της ζωής και τα χέρια του ήταν σημαδεμένα απο το παραγάδι και την αξίνα.Ο μουσάτος ψαράς με το σκαλισμένο πρόσωπο, ενθύμιο της θάλλασας που έθρεψε την οικογένειά του, και ο λεπτοκαμωμένος αγρότης που καλιέργησε το χωραφάκι του και απέκτησε την στοιχειώδη αυτάρκεια.Τι να πούν σε αυτούς λοιπόν, τα καχεκτικά μας δάχτυλα, συνηθισμένα στο να πατάνε κουμπιά και πλήκτρα?Τι να πουν σε αυτούς οι μαστουρωμένες φάτσες μας, που έχουν ξεχάσει να συσπώνται απο την προσκόλησή μας σε αυτές τις ρημαδοοθόονες?Είμαστε πολύ λίγοι μπροστά τους .
‘’Είμαι μια γλάστρα στο μπαλκόνι,
Άντε το ταβάνι με πλακώνει,
Το αίμα μου έχει γίνει χλωροφύλλη,
'Αντε με ποτίζουν κάτι φίλοι.’’
Και υπομένουμε αυτή τη μισή ζωή.Αυτή την καθιστική, καταθλιπτική ζωή που έχουν ορίσει οι εταιρίες για εμάς.Πρέπει να υπάρχει κάποια πολύ συγκεκριμένη αφορμή για να βγείς από το σπίτι.Στούς δρόμους της πόλης θα σε πετύχω πάντα κάπου να πηγαίνεις.Στην δουλεία, για να κάτσεις μπροστά από έναν υπολογιστή, στο σπίτι για να δείς τηλεόραση και να λιώσεις στο facebook, στο σινεμά για να στραβωθείς-καθιστός πάντα-σε μια μεγαλύτερη οθόνη, στην καφετέρια για να δείς την ομάδα σου.Έχει αιχμαλωτιστεί το βλέμμα μας σε αυτά τα κινούμενα pixels και δεν λεει να ξεκολλήσει.Άλλες φορές θα προτιμήσεις το τηλέφωνο και το skype από την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία.Και για να αντιμετωπίσεις αυτή την ανθηυγεινή ζωή που κάνεις, το ρίχνεις στα χαπάκια.Να σου το αντικαταθληπτικό, να και το τονωτικό για να τα βγάλεις πέρα στην δουλειά, να και το χαπάκι για την μέση γιατί έφτασες 25 και δεν μπορείς να κουνηθείς απο την ακινησία.Όμως πως κατάφερνε η γιαγιάκα στα 70 της να σκαρφαλώνει στις ελιές και να τινάζει το δέντρο?Τοτε, η κίνηση ήταν στην καθημερινότητά τους.Η ζωή ήταν μια μικρή περιπέτεια, χωρίς τους πολύπλοκους μηχανισμούς του σήμερα.
‘’Τα παιδιά, τα παιδιά,
Που 'χουνε πόνο στη ματιά,
Τα παιδιά, τα παιδιά,
Που δεν γελάνε άλλο πια τα παιδιά.’’
Και στα παιδιά που μεγαλώνουνε στις πόλεις και στερούνται κάθε δικαιώματος μιας ομαλής και ευχάριστης παιδικής ηλικίας τι θα πούμε?Θα συνεχίζουμε να τα μπουκώνουμε με ηλεκτρονικά παιχνίδια και παιδικά αμφίβολης ποιότητας, μέχρι να γίνουν ενήλικες γεμάτοι κόμπλεξ και αποθημένα?Θα συνεχίσουμε να τα στέλνουμε στα σχολεία-φυλακές που έχουμε φτιάξει , αυτά τα σχολεία που αποπνέουν συντηρητισμό και εξουσία?Όσοι απο εμάς προλάβαμε να παίξουμε στις αλάνες και να σκίσουμε τα γόνατά μας κοιτάμε με λύπηση αυτά τα παιδιά, που δεν γνώρισαν αληθινό παιχνίδι στη ζωή τους.Πόσο μάλλον οι γονείς μας, που έπαιξαν στη φύση, κυνήγησαν λαγούς, φίδια και λέρωσαν τα ρούχα τους, καθαρίζοντας όμως την ψυχή τους για πάντα.
‘’Δίχως γεράνι πράσινο,
Δίχως κλονάρι δυόσμο
Πες μου παππού μου να χαρείς
Που τονε παν τον κόσμο.’’
Μα τα παιδιά, όσο και καταπιεσμένα να νιώθουν , θα ερωτευτούν , θα μορφωθούν και θα προσαρμοστούν στο αστικό περιβάλλον.Τι γίνεται όμως με τους παππούδες που απέμειναν στην πόλη να γεράσουν?Τις προάλλες, μια γιαγιά ανέβηκε στο λεωφορείο.Η κακομοίρα, δεν φτάνει που δεν μπορούσε καλά καλά να πάρει τα πόδια της, άρχισε να ικετεύει για ένα εισητήριο, επειδή στο περίπτερο δεν είχε, και αν έμπαινε κάποιος ελεγκτής θα πλήρωνε ένα πρόστιμο που δεν αντέχει η πενιχρή της σύνταξη.Δυστηχώς, οι ηλικιωμένοι είναι καταδικασμένοι να ζούνε με τον φόβο.Ξυπνάνε φοβισμένοι, ακούγοντας τις λαϊκίστικες κραυγές του Αυτιά και τα τρομοκρατικά δελτία ειδήσεων.Η αξιοπρέπεια τους πατιέται καθημερινά σε αυτά τα μέρη που έχουν φτιαχτεί μόνο για τους σωματικά και οικονομικά δυνατούς.
Όμως ξεχνάμε οτι ένας ηλικιωμένος δεν θέλει ουτε πολλά λεφτά, ούτε ειδικές υπηρεσίες.Θέλει μονάχα ένα καφενείο και παρείτσα με άλλα γερόντια να πεί τον ξεμοραμένο πόνο του, μαζίμε ένα πιάτο φαί.Θέλει ενα πεζούλι να ξαποστάσει, και ένα ήσυχο δρομάκι να κάνει βόλτες με το μπαστουνάκι του.Δηλαδή, όλα αυτά που εξ’ ορισμού μπορεί να προσφέρει το χωριό.
‘’Κλαιν' τα πουλιά στην Μπαρμπαριά,
πιάσαν τον Ντάμη τον σκληρό,
με δυο σκυλιά σε μια σπηλιά,
ζούσε σα λεύτερο θεριό.’’
‘’Κοίτα το σκυλάκι μας, δεν είναι τόσο χαριτωμένο?Κάτσε κάτω!Μπράβο...!Πιάσε το μπαλάκι!Μπράβο, έξυπνο σκυλί!Έλα να δείς και το κουνελάκι μας...κοίτα πως κουνάει τα αυτάκια του!’’.Γίνανε τα ζώα αντικαταθληπτικά.Τα αντιμετωπίζουμε σαν εργαλεία.Τα έχουμε ναρκώσει στους 4 τοίχους και τα βγάζουμε βόλτα για την δική μας ικανοποίηση.Παύει ο σκύλος να είναι ο πιστός σύντροφος που έφερνε βόλτα τα πρόβατα και φύλαγε το χωράφι με τις κότες.Το δε κουνέλι, στα χέρια των προγενέστερων θα είχε γίνει ενα στιφάδο μούρλια!Τώρα τα έχουμε για παρέα ενώ βλέπουμε τηλεόραση.
‘’Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα
Σαν χωριάτικο ψωμί.’’
Μα και το ψωμί σε αυτά τα μέρη είναι σκέτος αφρός.Το κρέας είναι σάπιο, μόνο μπαχαρικά μυρίζει.Τα σάντουιτς μοιάζουν σαν να τρώς πλαστικό.Δεν υπάρχει γεύση και άρωμα να σε μεθύσει.Εδώ η χημεία κάνει κουμάντο.Η παραδοσιακή αλληλουχία του καλλιεργώ-παράγω-γεύομαι τα αποτελέσματα της δουλειάς μου δηλητηριάζεται κια καταργείται απο το χρήμα που εξιδικεύει και επιβάλλει την απρόσωπη συναλλαγή και κατανάλωση.Μοιραία, νοσταλγείς το ζεστό ψωμι , τα αγνά φρούτα και τα παραδοσιακά προιόντα που μοσχοβόλαγαν σε όλο το χωριό.
‘’Θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες,
Σε ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι,
Μες το ατέλειωτο βουβό ταξίδι.’’
Οπότε, γιατί επιλέγουμε να ζήσουμε σε αυτές τις τεράστιες φυλακές?Γιατί διαλέγουμε συνειδητά να αποτελούμε μέρος αυτής της μάζας?Μάλλον μας έχουν γλυκάνει τα καλούδια της παγκοσμιοποιημένης ψηφιακής κοινωνίας στην οποία ζούμε.Αυτής της βαρετής και μονότονης κοινωνίας που μετράει τα πάντα σε 0 και 1, σε ΝΑΙ ή ΟΧΙ και σε κέρδος, που παράγει αντικείμενα και υπηρεσίες που ποτέ δεν αποτέλεσαν μια πραγματική μας ανάγκη, αλλά έγιναν στην πορεία.Έπειτα, προτιμούμε την βαρετή, αγχώδη, και ψυχοαδιέξοδη δουλειά του γραφείου, παρά την κοπιαστική αλλα όμορφη και γαλήνια ενασχόληση με την ευλογημένη ελληνική ύπαιθρο και τη φύση.Αλλά εγώ στο τσακ είμαι-στο λέω κυρία μου- να τα παρατήσω όλα και να γίνω βοσκός!!!
‘’Μικροαστοί,
Θα σας φάνε τα παιδιά σας,
Θα σας φάνε ζωντανούς,
Κανίβαλοι θα γίνουνε.’’
------------------------------------------------------
‘’ Όμως εγω γεννήθηκα αλάνι
είμαι αέρας και κανένας δεν με πιάνει
θα φύγω και θα πάω στο χωριό μου
να βρω τον ξεχασμένο εαυτό μου
θα φύγω να την κάνω δεν μενω παρα πάνω
παντου πληρώνω μίζες
επιστροφή στις ρίζες!’’
Δόξα και τιμή στον Λάμπη Λιβιεράτο.Λάμπη ζούμε για να σε ακούμε.
--------------------------------------------------------
Η κρίση που βιώνουμε ήρθε να ξεγυμνώσει την κοινωνία μας και τον τρόπο ζωής μας.Στην αδιέξοδη πολιτική της λιτότητας όσο και αν κραυγάζουμε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.Γιατί φρόντισαν οι γονείς μας να παρατήσουν την αυτάρκεια του χωριού για την εύκολη δουλειά του δημοσίου και κατά συνέπεια την εξάρτηση από το κράτος και το σύστημα.Πλέον είμαστε άμεσα εξαρτημένοι απο το σύστημα όπως αυτό λειτουργεί και αν αυτό καταρεύσει κατερέουμε και εμείς.Δηλαδή, άσχετα με την κρίση ή όχι, ζούμε σε μια εν δυνάμει χρεοκοπημένη κοινωνία.Καθήκον μας είναι να χαράξουμε πλέον μια αντίθετη πορεία απο αυτή της αποτυχημένης γενιάς των τωρινών πενηντάρηδων.Το χωριό είναι εκεί.Μας περιμένει.Να το ξαναανακαλύψουμε, να ερωτευτούμε στις πλατείες του, να δουλέψουμε στους κάμπους του.Να ξαναγευτούμε τις αληθινές γεύσεις της φύσης και να περιπλανηθεί το βλέμμα μας στην άγρια ομορφιά του τοπίου.Είναι στο χέρι μας.Ας πιάσουμε την ευκαιρία από τα μαλλιά.
http://blogopaignio.blogspot.com