στα πρότυπα της Πορτογαλίας. Με την αξιοπιστία της χώρας να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη μετά από την «μονομερή ανακοίνωση περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος», όπως είπε και ο Ρεν, οι Βρυξέλλες και οι εταίροι δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να «δεσμεύσουν» με την υπογραφή τους τις δύο μεγάλες παρατάξεις.
Για αυτήν την επιλογή του eurogroup είχε προϊδεάσει προσερχόμενη στη συνεδρίαση η υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας, Μαρία Φέκτερ: «Είμαι πεπεισμένη ότι θα πρέπει να ζητήσουμε από όλα τα κόμματα να εγκρίνουν τις μεταρρυθμίσεις και να το δηλώσουν αυτό γραπτώς, καθώς και ότι θα ξεκινήσουν άμεσα την εφαρμογή τους και δεν θα περιμένουν τη διενέργεια εκλογών», δήλωσε.
Σχεδόν τα ίδια λόγια χρησιμοποίησε τόσο ο Ζ.Κ. Γιούνκερ, όσο και Ο. Ρεν, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση τρεις φορές, για να μην υπάρξει καμία παρανόηση.
Επί της ουσίας, το αίτημα αυτό, που αποφεύχθη να ζητηθεί νωρίτερα στην πορεία του προγράμματος σημαίνει δύο πράγματα, όπως επεξηγούν κοινοτικές πηγές:
• Πρώτον, οι Βρυξέλλες και οι εταίροι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην ποιότητα του διαλόγου που διεξάγεται στην Αθήνα για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας και
• δεύτερον, για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις και να διασωθεί η Ελλάδα, εντός ευρώ, πρέπει να έχουν την πολιτική και διοικητική στήριξη όλων των κομμάτων εξουσίας, για να μην μπορεί να υποσχεθεί κανείς ότι «θα ανατρέψει τη συμφωνία αν εκλεγεί».
Το σύστημα της δέσμευσης λειτούργησε στην Πορτογαλία, προεκλογικά και σε συνθήκες ηρεμίας, δεν λειτούργησε όμως απόλυτα στην Ιρλανδία, όπου η κυβέρνηση Κοέν ήταν ο πονοκέφαλος των Βρυξελλών και των δανειστών της για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην Ιρλανδία, μάλιστα, η τότε αντιπολίτευση εξελέγη και με τη σημαία της επαναδιαπραγμάτευσης, που όμως ποτέ δεν έγινε σε βάθος. Κατάφερε βεβαίως να διασώσει τον χαμηλό φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις, αφού πρώτα «πλήρωσε» την απείθεια της με υψηλά επιτόκια δανεισμού (την πρώτη φορά που μειώθηκαν τα ελληνικά, τα επιτόκια της Ιρλανδίας δεν ακολούθησαν), αλλά περισσότερο, μόνο όταν απέδειξε πως μπορεί να φέρει μετρήσιμα αποτελέσματα. Ήδη, σήμερα, η Ιρλανδία είναι η πιο πετυχημένη από τις χώρες του προγράμματος ΕΕ-ΔΝΤ. Και η Πορτογαλία θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση -σε αντίθεση με τη Ελλάδα- που και τα επιτόκια της βελτιώθηκαν και η κυβέρνησή της έπαιρνε τη μια παράταση μετά την άλλη και τα μέτρα σε τελικά ανάλυση δεν εφαρμόστηκαν.
Τα κοινοτικά στελέχη που αναζήτησε το real.gr εξηγούν ότι η δεσμευτική επιστολή επουδενί δε σημαίνει πως για το έτος 2012 θα εφαρμοστούν κατά γράμμα «τα συγκεκριμένα μέτρα που η παρούσα κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε με την τρόικα». Αντιθέτως, παραπέμπουν στην δήλωση του επιτρόπου Ρεν, που ανέφερε χθες το βράδυ από το βήμα του eurogroup πως «μετά την παραλαβή της επιστολής η αποστολή της τρόικας θα επιστρέψει στην Αθήνα για να σχεδιάσει το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα», ήτοι το νέο μνημόνιο.
Το νέο μνημόνιο θα περιέχει τους ίδιους ποσοτικούς στόχους, τις ίδιες ποιοτικές συνιστώσες, αλλά «το πειστικό μείγμα πολιτικής είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης». Όπως αναφέρουν τα ίδια στελέχη, «μέσα στα πλαίσια των μετρήσιμων και εφικτών στόχων η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές που θα περιλαμβάνει το νέο φορολογικό σύστημα, αν η δημοσιονομική επίπτωση είναι ουδέτερη». Ξεκαθαρίζουν όμως ότι «δεν θα δεχθούμε επαναπροσδιορισμό των στόχων με προσδοκία εσόδων», αλλά το ισοζύγιο θα πρέπει να αλλάζει από τις δαπάνες. Κοινώς, η κυβέρνηση θα κληθεί να κάνει περισσότερες απολύσεις, αν θέλει να περιλάβει στο μείγμα της στοιχεία φοροελαφρύνσεων και «μετά τα πρώτα αποτελέσματα το ξανασυζητάμε».
Η παραλαβή της επιστολής, που θα περιλαμβάνει γενικές και όχι ειδικές δεσμεύσεις, καλό είναι να γίνει μέσα στην εβδομάδα. Κατά τους κυρίους Γιούνκερ και Ρεν, θα ξεκλειδώσει και την εκταμίευση της 6ης δόσης, πιθανότατα από τηλεδιάσκεψη ή κάποια έκτακτη σύνοδο του eurogroup, ή των μονίμων αντιπροσώπων.
Από τα λεγόμενά τους είναι πάντως ξεκάθαρο ότι η χώρα δεν θα είχε περάσει αυτή την περιπέτεια και η δόση θα είχε ήδη εκταμιευθεί, αν δεν είχε προηγηθεί η μονομερής ανακοίνωση για το δημοψήφισμα. Αυτό θα το πληρώνουμε απ’ ό,τι φαίνεται για πολύ καιρό ακόμα.